Δείτε: μέρος α’ μέρος β’ μέρος γ’ μέρος δ’ μέρος ε’ μέρος στ’
Αυτό που συνέβαινε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 ήταν σαν μια θάλασσα που φούσκωνε και δεν έλεγε να ηρεμήσει. Παρασυρμένοι από τα κύματα, ασχοληθήκαμε με τη δισκογραφία και το πιο ζωντανό κομμάτι της τρικυμίας που ήταν οι συναυλίες και τα μαγαζιά που παιζόταν η μουσική κάθε βράδυ. Ήταν η εποχή που με το ζόρι οι μουσικοί είχαν μία μέρα ρεπό τη βδομάδα. Οι άνθρωποι που έβρισκαν καταφύγιο στους χώρους που παίζονταν τραγούδια, είτε είχαν κέφια είτε τους έτρωγε κάποιο βάσανο, συναισθηματικό, επαγγελματικό ή οτιδήποτε άλλο, είχαν μεγάλα περιθώρια επιλογής ανά πάσα στιγμή και όχι όπως είναι η κατάσταση σήμερα, που οι εμφανίσεις των καλλιτεχνών έχουν περιοριστεί στα παρασκευοσάββατα και σε πιο μικρές σεζόν. Εκείνα τα χρόνια, υπήρχαν κέντρα διασκέδασης που σχεδόν δεν έκλειναν ποτέ καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Παρασυρμένοι από τη φουσκοθαλασσιά καθυστερούσαμε, από λίγο ως πολύ, την έκδοση του περιοδικού. Ήμασταν τόσο πολύ απασχολημένοι κάνοντας παραγωγές δίσκων, ψάχνοντας για νέα ταλέντα, φτιάχνοντας καλλιτεχνικά προγράμματα και διοργανώνοντας συναυλίες, που δεν περίσσευε χρόνος για να ασχοληθούμε με το περιοδικό που έκφραζε όλη αυτή τη δραστηριότητα και την ευχάριστη αναταραχή. Εκ των υστέρων εκτιμώντας το, έχω την άποψη ότι, με κύρια δική μου ευθύνη, ήταν λάθος η υπέρμετρη έμφαση που δόθηκε στο ζωντανό μέρος της μουσικής και η επακόλουθη παραμέληση του περιοδικού.
Βέβαια, όλοι μας κάναμε πράγματα που ήταν ψηφίδες του μεγάλου μωσαϊκού που συνδιαμορφώναμε. Για παράδειγμα, μία ομάδα ασχολήθηκε πολύ συστηματικά με τη διοργάνωση εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα. Υπήρχε ένα πολύ έντονο αίτημα να δώσουμε τη δυνατότητα στους πολίτες της επαρχίας να μοιραστούν αυτά που φτιάχναμε στην Αθήνα. Κι αυτό ήταν συναρπαστικό. Ήμασταν εκ πεποιθήσεως αντίθετοι στον αθηνοκεντρισμό και αναζητούσαμε αμεσότερη επαφή με τους απανταχού Έλληνες για να τους φέρουμε σε άμεση επαφή με ό,τι συνέβαινε στην πρωτεύουσα, αλλά και για να γνωρίσουμε και να αναδείξουμε και ό,τι σημαντικό συνέβαινε στην περιφέρεια και το εξωτερικό. Η πανελλαδική κυκλοφορία του περιοδικού βοηθούσε πάρα πολύ αυτή την επικοινωνία, τη διάχυση και την αλληλοτροφοδοσία.
Άνεμος ανανέωσης
Έτσι πραγματοποιούσαμε για αρκετά χρόνια ατελείωτες περιοδείες σε όλη τη χώρα με τα καλύτερα σχήματα του κέντρου. Έτσι ανακαλύψαμε σπουδαίους μουσικούς του δημοτικού τραγουδιού, αλλά και νεαρούς μουσικούς που έφτιαχναν αξιόλογα παρεΐστικα σχήματα στις επαρχιακές πόλεις. Με αυτό τον τρόπο λειτουργίας, φέραμε και τα Παιδιά απ΄την Πάτρα στην Αθήνα εντάσσοντάς τα στις δικές μας διοργανώσεις και δράσεις. Μέχρι τότε, οι κομπανίες ήταν βασικά ρεμπέτικες με λίγες εξαιρέσεις. Η Αθηναϊκή Κομπανία, η παρέα του Δημήτρη Χατζηδιάκου από το Χαϊδάρι, από νωρίς ηχογραφούσε δικά της κομμάτια που ανήκαν σ’ αυτό το ύφος και η Οπισθοδρομική Κομπανία είχε ένα μικτό ρεπερτόριο με ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια της περιόδου 1950-1960. Αλλά τα Παιδιά απ’ την Πάτρα είχαν πιο επικεντρωμένο το ενδιαφέρον τους στα μεταπολεμικά λαϊκά τραγούδια και έφταναν, στο ρεπερτόριο, μέχρι τη δεκαετία του 1970. Επίσης, είχαν πιο ηλεκτρικό ήχο και πιο χορευτικό πρόγραμμα παίζοντας γνωστά και σχετικά άγνωστα λαϊκά τραγούδια που τα έβρισκαν στα παλιά δισκάκια 45 στροφών, με έναν πνεύμα ανανέωσης πολύ φρέσκο που, όμως, δεν παραβίαζε τον πυρήνα του κάθε τραγουδιού.
Όταν πήγαμε στην Πάτρα και τους άκουσα να παίζουν στο Χάραμα, συμπαρασύροντας τον Βασίλη Βασιλικό και τη σύζυγό του υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου που δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ σε τέτοιο χώρο, με άγγιξε ο «αέρας» με τον οποίο έπαιζαν τα τραγούδια και η εκρηκτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν με ένα αποκλειστικά νεανικό κοινό. Και, βέβαια, είχαν, μεταξύ άλλων, «ανακαλύψει» ένα από τα πιο άγνωστα τραγούδια του Άκη Πάνου που έμελε να γίνει, με τη δική τους εκτέλεση, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών, το τραγούδι «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός»! Ο πρώτος δίσκος τους ήταν παραγωγή του συγκροτήματος και είχε κυκλοφορήσει στα δισκάδικα από την εταιρία των αδελφών Φαληρέα. Μετά απ’ αυτή την εμπειρία, τους ξεσήκωσα και τους έφερα στην Αθήνα για να εμφανιστούν στο «ντέφι» (πρώην «Τζίμη του χοντρού») στην Αχαρνών. Προηγήθηκαν, όμως, κάποιες εμφανίσεις τους που επιβεβαίωσαν και ενίσχυσαν τη δυναμική τους. Η πρώτη, τον Ιούλιο, στο πολύωρο «Πανηγύρι στην Αθήνα» που οργανώσαμε στο γήπεδο του Απόλλωνα με πολλά σχήματα, από τη Γλυκερία και τον Παπάζογλου μέχρι τον Τζίμη Πανούση και τον Αντώνη Ρεπάνη, με τη συμμετοχή 20.000 θεατών! Αλλά η αποθέωση των Παιδιών απ’ την Πάτρα συνέβη το Σεπτέμβριο, με δύο συναυλίες στο Λυκαβηττό, που απειλήθηκε από τις φοβερές ταλαντεύσεις της μεταλλικής κατασκευής του εξαιτίας του ενθουσιασμού των θεατών που είχαν κατακλύσει το θέατρο και όλη τη γύρω περιοχή!
Δίσκοι και βιβλία
Την ίδια εποχή ο Τάσος Φαληρέας είχε μετακομίσει από τη Λύρα στην Κολούμπια όπου προωθούσε ξανά το λαϊκό τραγούδι μέσα απ’ αυτή την ιστορική εταιρία, μετά από την «απολαϊκοποίηση» που είχε προηγηθεί στην μετά τον Λαμπρόπουλο περίοδο όταν η ηγεσία της εταιρίας δεν ανανέωσε πολλά συμβόλαια λαϊκών καλλιτεχνών, όπως του Τσιτσάνη, του Διονυσίου, του Μενιδιάτη κ.ά. σε μια προσπάθεια να στραφεί σε πιο ελαφρούς και ποπ καλλιτέχνες. Με πρωτοβουλία του Τάσου, αναδείχτηκαν η Πίτσα Παπαδοπούλου και ο Λεωνίδας Βελής, αλλά και οι αδελφοί Κατσιμίχα, οι Φατμέ κ.ά. Και πολύ σημαντική ήταν, αν και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, η συνεργασία με τον Άκη Πάνου από την οποία προέκυψαν οι πρώτες επανεκδόσεις σε δίσκους 33 στροφών, με τίτλο της σειράς «Άπαντα», των πρώτων τραγουδιών του τραγουδοποιού από δισκάκια 45 στροφών που ήταν πλέον εκτός εμπορίου.
Την ίδια εποχή, πραγματοποιήσαμε την καταγραφή και έκδοση ενός βιβλίου με τη βιογραφία του Κώστα Βίρβου, από τους πιο παραγωγικούς και ποιοτικούς στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Επίσης, εκδώσαμε ένα πολύ πρωτότυπο βιβλίο με στιχάκια που έγραφαν οι φαντάροι στα στρατόπεδα, τις σκοπιές, το ΚΨΜ, τους θαλάμους και τις τουαλέτες, με ερωτικό και σατιρικό περιεχόμενο, που είχε συλλέξει ο συνεργάτης μας Γιώργης Έξαρχος υπηρετώντας τη θητεία του. Αυτές ήταν οι πρώτες εκδόσεις βιβλίων που κυκλοφόρησαν από το ντέφι.
Για την ελληνικότητα των τραγουδιών
Έχει γίνει από αιώνες πριν, από τα χρόνια του Χριστού, ένα πάρε δώσε μεταξύ Ελλάδας και Ανατολής συνεχές και έχει δημιουργηθεί ένας τέτοιος κόμπος που είναι αδύνατο να τον ξεμπλέξεις και να πεις τι είναι ελληνικό τι δεν είναι ελληνικό. Μερικοί λένε πως ό,τι ακούμε εδώ στην Ελλάδα είναι ελληνικό. Μερικοί πως ό,τι ακούμε είναι τούρκικο. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Έχει γίνει ένα μεγάλο πάρε δώσε. Έχουν διατηρηθεί πολλά πανάρχαια στοιχεία δωρικά, θα έβαζα μέσα εκεί την ηπειρώτικη μουσική και όλες τις μουσικές που χρησιμοποιούν τις πεντατονικές κλίμακες χωρίς ημιτόνια, αλλά βέβαια έχουν μπει και στοιχεία ανατολίτικα και είμαι περήφανος γι’ αυτό διότι θεωρώ ότι η ανατολίτικη μουσική είναι, αν σκεφτούμε την ινδική μουσική, μια από τις πλουσιότερες και τις πιο αξιοζήλευτες του κόσμου. Ενώ πολύς κόσμος το λέει «αμανέδες» περιφρονητικά ή μιλάει για την Ανατολή περιφρονητικά. Λάθος μέγα πια για την εποχή μας. Για πριν από 50 χρόνια το καταλαβαίνω, Ο κόσμος δεν έχει διαφωτιστεί αρκετά. Τώρα πια έχουμε δει τόσα πολλά που μπορούμε να θαυμάσουμε χωρίς επιφυλάξεις την Ανατολή.
’Αλλες ανάγκες καλύπτει η πολυφωνική μουσική και άλλες η Ανατολική. Κι εμείς νομίζω, οι Έλληνες, είμαστε στην εξαιρετικά ευνοϊκή θέση να μπορούμε χωρίς ιδιαίτερο κόπο να κατανοούμε και τα δύο είδη. Διότι ζούμε σ’ ένα χώρο όπου υπάρχουν ακουστικές εμπειρίες και από τα δύο είδη. Ενώ ένας Εγγλέζος θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στο κλίμα της ανατολικής μουσικής.
(Η μουσική μας παράδοση) όπως επηρεάστηκε από την ανατολική μουσική παράδοση έτσι επηρεάστηκε κι απ’ τη δυτική. Δεν υπάρχουν στη γλώσσα μας, ιδίως ναυτικοί όροι, τόσες και τόσες ιταλικές λέξεις; Υπάρχουν και στα κυκλαδίτικα τραγούδια και στα επτανησιώτικα πολλά δυτικά στοιχεία. Επίσης, δυτικά στοιχεία υπάρχουν στα ρεμπέτικα. Το ρεμπέτικο δημιουργήθηκε στις πόλεις. Στις πόλεις ποια μουσική ακουγόταν; Το ελαφρό τραγούδι που ήταν επηρεασμένο από Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία. Έχει πάρει στοιχεία από εκεί. Τώρα τελευταία, ανακάλυψε ο Σπύρος Παπαϊωάννου ότι ένα απ’ τα τραγούδια που λέει ο Μπάτης είναι αμερικάνικο τραγουδάκι. Αλλοίμονο αν δεν γινόντουσαν τέτοιες ανταλλαγές. Θα σήμαινε ότι είμαστε νεκροί.
(απόσπασμα από τη συνέντευξη που έδωσε ο μουσικολόγος Μάρκος Δραγούμης στον Γιώργο Κοντογιάννη, ντέφι τ. 3)
Για τον μπουφετζή του Γιώργου Μπάτη
Ο μπουφετζής ήταν ένας από τους συντελεστές κατά τη διεξαγωγή της τελετουργίας του χασίς στους τεκέδες της Πόλης και άλλων περιοχών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν αυτός που έψηνε τους καφέδες, αλλά και είχε τη φροντίδα για το σερβίρισμα μιας ποικιλίας γλυκών και σερμπετιών, που χρειάζονταν οι θαμώνες σε κάποια ορισμένη στιγμή που συνέρχονταν από τη λεγόμενη χασισική μέθη. Ορισμένοι τεκέδες της Πόλης, μας περιγράφονται σε μιαν ονειρική σχεδόν εικόνα, που ξεκινάει από την ειδική διακόσμηση του χώρου, τοίχων, οροφών κλπ. —που έθελγαν την όραση μα και την ακοή των χασικλήδων, με τα ωδικά πουλιά και τα λογής ηχοποιητικά σύνεργα— και φτάνει μέχρι το τζάκι, το μπουφέ, τους μουσικούς και τα όργανα και τόσες άλλες λεπτομέρειες και που όλα μαζί συνθέτανε το περιβάλλον που εντός του ετελείτο σαν λειτουργία, όπως έχει λεχθεί, η διαδικασία της λήψης του χασίς.
Αυτοί οι τεκέδες, καμιά σχέση δεν είχαν με τους περισσότερους από αυτούς που υπήρχαν, ιδίως στις συνοικίες των ελληνικών πόλεων, όπως του Πειραιά, που ήταν στην κυριολεξία καταγώγια, συνήθως σε άθλιες παράγκες.
Εδώ, ο μπουφετζής ήταν ανύπαρκτος ή κάποτε μπορεί να έκανε χρέη του ο τεκετζής. Έτσι, φυσικό είναι, ο Μπάτης να θέλει καμιά φορά να δραπετεύσει, με το δικό του τρόπο και με οράματα που ερέθιζαν τη δική του φαντασία, σε τούρκικους τεκέδες.
(απόσπασμα από το κείμενο του Σπύρου Παπαϊωάννου για το τραγούδι του Γιώργου Μπάτη «Ο μπουφετζής», ντέφι τ. 6)
Στέλιος Ελληνιάδης
Δείτε τη συνέχεια εδώ