Μαινόμενοι οι ιθύνοντες της Ουάσιγκτον και οι υποστηρικτές τους, κλιμάκωναν τις τελευταίες εβδομάδες τις απειλές τους κατά της Μόσχας. «Η Ρωσία θα υποστεί βαρύτατες συνέπειες εάν συνεχίσει την επίθεσή της εναντίον της Ουκρανίας» έλεγε την Τετάρτη ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μπλίνκεν. Από κοντά κι ο Νορβηγός παρατρεχάμενος, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεργκ, δήλωνε: «Ας γνωρίζει η Μόσχα ότι θα πληρώσει υψηλό τίμημα για οποιαδήποτε επίθεση κατά της Ουκρανίας».
Διευρύνοντας τη στόχευση και στον βασικότερο στρατηγικό αντίπαλο, το Πεκίνο, ο ειδικός απεσταλμένος του Μπάιντεν στον Ινδοειρηνικό Κερτ Κάμπελ χαρακτήρισε την Κίνα «όλο και πιο απειλητική χώρα», και την κατηγόρησε ότι «επιδιώκει να λυγίσει την Αυστραλία». Στον επικοινωνιακό βομβαρδισμό πήρε μέρος ακόμη κι ο Ρίτσαρντ Μουρ, επικεφαλής της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας MI6, προειδοποιώντας ότι «η Κίνα αναγκάζει άλλα κράτη να εξαρτώνται οικονομικά από αυτήν» (προφανώς αυτό πρέπει να είναι αποκλειστικό προνόμιο της Δύσης…) κι ότι «εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνολογίες για να διαβρώσει την εθνική κυριαρχία τρίτων χωρών» (πάλι παραβιάζεται το δυτικό προνόμιο!).
Κάπου εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα – μεταξύ άλλων διότι η οξύτητα των δηλώσεων δύσκολα κρύβει μια μεγάλη αγωνία: όχι αν θα επιτεθεί η ρωσική αρκούδα, ή αν η Κίνα θα επιβάλει… μνημόνια σε τρίτες χώρες, αλλά αν ο Δυτικός άξονας θα μπορέσει πραγματικά να ανακόψει τις κινήσεις των αντιπάλων του. Η Ρωσία από την πλευρά της απαντά εξίσου δυναμικά, θέτοντας τις κόκκινες γραμμές της: παραμονή της Ουκρανίας εκτός ΝΑΤΟ και διατήρηση του σημερινού στάτους κβο στην Κριμαία και, σε δεύτερο βαθμό, στις αποσχισθείσες οντότητες της ανατολικής Ουκρανίας (Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ).
«Πρώτα διαβάστε, μετά μιλήστε»
Αυτό το μήνυμα στέλνουν οι διπλωματικές διακοινώσεις και οι στρατιωτικές κινήσεις της Μόσχας, κι όχι ό,τι ισχυρίζονται με διόλου πειστικό τρόπο τα Δυτικά ΜΜΕ (δηλαδή πως ο Πούτιν ετοιμάζεται να προελάσει προς το Κίεβο…). Τελικά, στην προχθεσινή συνάντηση του Μπλίνκεν με τον Ρώσο ομόλογό του Λαβρόφ στη Στοκχόλμη, τα γαβγίσματα μειώθηκαν. Ο Αμερικανός δήλωσε ότι «είναι ευθύνη της Ρωσίας να εκτονώσει την ένταση» κι ότι «θα μεταφέρει στον πρόεδρο Μπάιντεν τις ρωσικές θέσεις». Συμπλήρωσε ότι «ο καλύτερος δρόμος είναι η διπλωματία σε συνδυασμό με την πλήρη εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ» και πιθανολόγησε «σύντομα να συνομιλήσουν απευθείας οι πρόεδροι Μπάιντεν και Πούτιν».
Λίγο νωρίτερα, στη σύνοδο του ΟΑΣΕ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών καλούσε τους Δυτικούς ομολόγους του «πριν κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο για το ουκρανικό ζήτημα να μελετήσουν καλά τις συμφωνίες του Μινσκ, ώστε να κατανοήσουν ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιούν μια κάπως διαφορετική ρητορική». Έπειτα, στη συνάντηση με τον Μπλίνκεν, ο Λαβρόφ είπε ότι η Ρωσία «δεν επιθυμεί τη σύγκρουση» αλλά και ότι «διατηρεί το δικαίωμα να επιλέξει τρόπους διασφάλισης των νόμιμων συμφερόντων της», καταλήγοντας με νόημα: «Οι ρήτρες των συμφωνιών του Μινσκ ορίζουν σαφώς ότι η εσωτερική σύγκρουση στην Ουκρανία πρέπει να επιλυθεί με διάλογο μεταξύ του Κιέβου από τη μια και του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από την άλλη».
Επίδειξη πραγματισμού από το Πεκίνο
«Η Κίνα ήδη είναι ο υπ’ αριθ. 1 εμπορικός εταίρος όλων σχεδόν των χωρών της γειτονιάς της. Άρα οι ΗΠΑ δεν είναι πια σε θέση να ισοφαρίζουν τις ζημιές όσων έχουν κακές σχέσεις μαζί της. Το πολύ-πολύ που μπορούν να προσφέρουν είναι ψυχολογική υποστήριξη. Οποιοσδήποτε αντιπαρατίθεται με την Κίνα απλά θα υποφέρει τις συνέπειες». Αυτά γράφει το προχθεσινό κεντρικό άρθρο των Global Times, που απηχούν τις απόψεις της κινεζικής ηγεσίας, και καταλήγει με… ανησυχητικά καθησυχαστικό τρόπο: «Το DNA του κινεζικού πολιτισμού δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, επιθετικό. Εάν κάποιος ακολουθήσει το μονοπάτι της “θεωρίας της κινεζικής απειλής” είναι καταδικασμένος να υποστεί απώλειες». Ο νοών νοείτω και ουαί τω ανοήτω…