Του Γιάννη Ραχιώτη
Η Κολομβία, χώρα με 48.000.000 κατοίκους και έκταση όση της Γαλλίας και Ισπανίας μαζί, εμφανίστηκε έντονα το τελευταίο δίμηνο στο διεθνές προσκήνιο, μετά τις εξελίξεις που συνθέτουν τον τίτλο αυτού του σημειώματος. Βρεθήκαμε εκεί τον περασμένο Αύγουστο, 70 περίπου νομικοί από διάφορες χώρες, στο πλαίσιο της Colombian Caravana, βρετανικής οργάνωσης που κάνει επιτόπια καταγραφή, κάθε δύο χρόνια, των βαριών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενδεικτικά, φέτος, μέχρι τον Αύγουστο, είχαν γίνει 36 πολιτικές δολοφονίες από παραστρατιωτικούς με θύματα συνδικαλιστές και κοινωνικούς αγωνιστές. Το 2015 είχαν γίνει 65, χωρίς να υπολογίζονται οι νεκροί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτά συνέβησαν, ενώ η ειρηνευτική διαδικασία ήταν σε εξέλιξη από το 2012. Μέχρι το 2010, επί προεδρίας Ουρίμπε, που θεωρείται από τους ιδρυτές των παραστρατιωτικών ομάδων, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Πάνω από 6.500.000 αγρότες έχουν εκτοπιστεί βίαια, προκειμένου να παραχωρηθεί η γη τους σε πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην αγροτική παραγωγή και την εξορυκτική βιομηχανία.
Δυστυχώς, ο εμφύλιος πόλεμος συνοδεύει την Κολομβία από τα πρώτα της βήματα ως ανεξάρτητου κράτους. Ξεκίνησε μεταξύ αυτών που επιδίωκαν συγκεντρωτικό κράτος και των φεντεραλιστών, συνεχίστηκε μεταξύ των δύο βασικών πολιτικών κομμάτων και από το 1964 πήρε ταξικά χαρακτηριστικά με την ίδρυση των δύο ανταρτικών οργανώσεων που δρουν μέχρι σήμερα, των FARC-EP (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις Κολομβίας – Λαϊκός Στρατός) που ξεκίνησε ως ένοπλο τμήμα του εκτός νόμου Κομμουνιστικού Κόμματος Κολομβίας, με κλασική μαρξιστικολενινιστική και αντιιμπεριαλιστική θεώρηση και του ΕLN (Επαναστατικός Απελευθερωτικός Στρατός) με αναφορές στο μαρξισμό και στη θεολογία της απελευθέρωσης. Λίγο αργότερα συγκροτήθηκε και τρίτη το «Μ-19».
Όλες συγκροτήθηκαν για την προστασία των λαϊκών, κυρίως αγροτικών, στρωμάτων από την εξόντωση. Δευτερευόντως έθεσαν στόχο την κατάληψη της εξουσίας για την υλοποίηση ενός προγράμματος υπέρ των αγροτών και της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό όλες αναζήτησαν δρόμους για ειρήνευση, αναγνώριση των δικαιωμάτων των κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπούσαν και ενσωμάτωσή τους στην πολιτική διαδικασία . Όμως όλες οι προηγούμενες συμφωνίες ειρήνευσης με κορυφαία αυτή μεταξύ FARC και κυβέρνησης του 1982, οδήγησαν στη μαζική εξόντωση των αφοπλισμένων ανταρτών και του περιβάλλοντός τους. Παρά τις σφαγές, τη 10ετία του ’90 το FARC έφτασε να ελέγχει περί το 1/3 της χώρας, το πιο αραιοκατοικημένο, χωρίς ποτέ να ελέγξει πλήρως σημαντικές πόλεις. Αυτή η εικόνα άλλαξε επί προεδρίας Ουρίμπε, ο οποίος με οικονομική και στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ ξεκίνησε εκτεταμένες επιχειρήσεις εναντίον τους, με χρήση των πιο βρόμικων μεθόδων. Το αποτέλεσμα ήταν η εξόντωση μεγάλου μέρους της ηγεσίας τους, η συρρίκνωση των δυνάμεων και της επιρροής τους και η μετατροπή της χώρας σε Ισραήλ της Λατινικής Αμερικής.
Παρ’ όλα αυτά, τα βασικά δύο αντάρτικα κατόρθωσαν να μείνουν ζωντανά και τελικά να εμπλακούν σε νέες διαπραγματεύσεις με το διάδοχο του Ουρίμπε, σημερινό πρόεδρο Σάντος. Οι διαπραγματεύσεις με τον ELN εγκαταλείφθηκαν από την κυβέρνηση τον περασμένο Μάρτιο, αλλά ανακοινώθηκε πρόσφατα η επανεκκίνησή τους, στις 28 Οκτώβρη. Με τις FARC κατέληξαν σε ένα περίπλοκο σύστημα συμφωνιών, με τη συνδρομή των προοδευτικών κυβερνήσεων της περιοχής και άλλων ικανών διαπραγματευτών από την πλευρά των ανταρτών. Έχοντας κατά νου το λουτρό αίματος που ακολούθησε τις προηγούμενες συμφωνίες, οι FARC αντιλήφθηκαν, πολύ ορθά, ότι η όποια συμφωνία ειρήνευσης πρέπει να προωθεί αποφασιστικά τη λύση του αγροτικού ζητήματος και του συνδεδεμένου με αυτό ζητήματος των εκτοπισμένων ώστε να δικαιώνεται στην κοινωνική τους βάση και η δράση και ο αφοπλισμός τους. Ακόμη να διαμορφώνει σοβαρές εγγυήσεις ότι δεν θα ακολουθήσει τον αφοπλισμό τους ένα νέο προγκρόμ, ότι θα διαλυθούν οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, των οποίων την ύπαρξη, επισήμως, δεν αποδεχόταν η κυβέρνηση και τέλος ότι θα απελευθερωθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι και θα διασφαλιστεί η ομαλή ένταξη της εκτός νόμου Αριστεράς στην πολιτική ζωή, στην οποία κυριαρχεί μέχρι τώρα μια σφιχτά ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ και τις πολυεθνικές Ακροδεξιά. Το εγχείρημα ήταν πράγματι πολύ δύσκολο και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι παραπάνω στόχοι μόνο μερικά αντανακλώνται στις συμφωνίες της Αβάνας που όμως εξασφάλιζαν πολύ περισσότερα από κάθε προηγούμενη απόπειρα.
Γρήγορα έγινε φανερό ότι οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονταν την ειρηνευτική διαδικασία με διαφορετικό τρόπο. Η κυβέρνηση, ο στρατός και οι ΗΠΑ, σαν συμφωνία αφοπλισμού του αντιπάλου, οι FARC και οι σύμμαχοί τους, σαν μια σημαντική εξέλιξη προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων και δικαίωσης του αγώνα τους.
Τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα φάνηκαν με την ανακοίνωση της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την τελική συμφωνία της 29ης Αυγούστου. Συνεχάρη για το αποτέλεσμα την κυβέρνηση, το στρατό και τους ξένους συνεργάτες τους, ενώ δεν ανέφερε ούτε μία λέξη για την άλλη πλευρά. Ούτε καν για τα δύο ηγετικά στελέχη των FARC που κρατά φυλακισμένα στις ΗΠΑ, τον ένα μάλιστα, που δεν συνεργάστηκε, σε απάνθρωπες συνθήκες. Η στάση τους εξηγείται καθώς οι συμφωνίες, όσες ελλείψεις και να έχουν, αντικειμενικά φέρνουν την ένοπλη αριστερά στο πολιτικό προσκήνιο. Και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες αμφισβήτησης του απόλυτου ελέγχου της χώρας από τις ΗΠΑ και την συνακόλουθη ελευθερία των πολυεθνικών στην καταλήστευσή της. Η ευφορία που δημιουργούσαν οι διαπραγματεύσεις , στην κολομβιανή κοινωνία και στη Λατινική Αμερική γενικότερα, πριν ακόμη καταλήξουν θετικά, συνηγορούσε σε τέτοιο ενδεχόμενο. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν θετική στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού.
Έτσι ξεκίνησε, με επικεφαλής τον Ουρίμπε, η καμπάνια για το «όχι» στην επικύρωση των συμφωνιών στο δημοψήφισμα της 2ας Οκτωβρίου. Ο Ουρίμπε δεν είναι απλώς κεντρικό πρόσωπο για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Κολομβία. Επανειλημμένα του έχουν αναθέσει σημαντικούς ρόλους για την προώθηση των στόχων τους στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική, ιδίως στη γειτονική Βενεζουέλα. Στην καμπάνια συμμετείχαν μαχητικά εκτός από το φιλοαμερικανικό κατεστημένο και οι κάθε είδους εκκλησίες και σέχτες, συνήθως παραρτήματα αντίστοιχων που δρουν στις ΗΠΑ, που τα τελευταία χρόνια επεκτείνονται έντονα στις φτωχογειτονιές και συνδυάζουν αγαθοεργία με προπαγάνδα. Άξονες της προπαγάνδας τους ήταν το «όχι στην ατιμωρησία των FARC», χαμηλότερες ποινές για στρατιωτικούς και παρακρατικούς, όχι συμμετοχή των πρώην ανταρτών στην πολιτική ζωή. Οι εκκλησίες από την πλευρά τους πρόβαλαν ότι οι αντάρτες είναι άθεοι, οι συμφωνίες θα καταργήσουν την παραδοσιακή οικογένεια κ.ο.κ. Τα ΜΜΕ, όλα ελεγχόμενα από το κατεστημένο, στήριξαν έξυπνα την καμπάνια του «όχι». Από την άλλη πλευρά οι μεν αντάρτες και τα μικρής ισχύος νόμιμα κόμματα και οργανώσεις που τους στήριξαν, δεν είχαν ούτε το χρόνο, ούτε τη γνώση, ούτε τα μέσα για να οργανώσουν μια αποτελεσματική αντιπληροφόρηση, τα δε κυβερνητικά κόμματα, που στήριζαν τη συμφωνία, έπρεπε να ισορροπούν ανάμεσα σε διαφορετικούς πόλους. Έτσι τα πράγματα οδηγήθηκαν στη οριακή επικράτηση του «όχι».
Αμέσως μετά τη νίκη του στο δημοψήφισμα, ο Ουρίμπε έθεσε όρους για την ειρήνευση, που μεταφράζονται σε ηθική και πολιτική εξόντωση των ανταρτών και των συμμάχων τους και φυσική εξόντωση της ηγεσίας τους Λίγες μέρες αργότερα δέχθηκε συγχαρητήριο τηλεφώνημα από τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ, Κέρι, και στη συνέχεια έγινε δεκτός στο προεδρικό μέγαρο από τον Σάντος…
Από την καμπάνια δεν θα μπορούσε να λείψει ο παλιός πιστός προωθητής των δυτικών συμφερόντων: Η νορβηγική επιτροπή Νόμπελ, έδωσε Νόμπελ ειρήνης στον Σάντος μόνο(!), λες και στην άλλη πλευρά του τραπεζιού δεν καθόταν κανείς. Στο ίδιο μήκος κύματος με τις ΗΠΑ, προσπάθησαν μέσω του βραβείου να τσιμεντάρουν το διχασμό της κολομβιανής κοινωνίας και να συμβάλουν στον αποκλεισμό από τη δημόσια σφαίρα των ανταρτών και των αγροτικών στρωμάτων που κυρίως εκπροσωπούν.
Οι φτωχοί της Κολομβίας μάλλον έχουν να πληρώσουν επιπλέον φόρο αίματος για την απελευθέρωσή τους.