του Σέρτζιο Καράρο*
Οι ομιλίες που εκφώνησαν χθες ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, και στη συνέχεια η μετάβαση του Κινέζου απεσταλμένου στη Μόσχα ως προετοιμασία για την επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, «σήκωσαν οριστικά το πέπλο μιας σύγκρουσης από την οποία θα εξαρτηθεί η διατήρηση ή η υπέρβαση της παγκόσμιας τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ»: αυτό έγραψε η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, σύμφωνα με την οποία οι τρεις δυνάμεις προετοιμάζονται για μια μακροχρόνια σύγκρουση στην Ουκρανία και στον Ινδο-Ειρηνικό ωκεανό.
Η απόφαση του προέδρου Πούτιν να αναστείλει τη συμμετοχή της Ρωσίας στη συνθήκη New START για τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα σηματοδοτεί, σύμφωνα με την αμερικανική οικονομική εφημερίδα, το τέλος «των τελευταίων υπολειμμάτων της αρχιτεκτονικής ασφάλειας που επί δεκαετίες συνέβαλε στη διατήρηση της ειρήνης στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων». Παρόμοια μηνύματα, σύμφωνα με τη Wall Street Journal, δίνει τόσο η «υπόσχεση» του Μπάιντεν για άνευ όρων στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία, όσο και οι κατηγορίες του επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας Γουάνγκ Γι κατά των ΗΠΑ για την υπόθεση του φερόμενου ως κατασκοπευτικού κινεζικού αερόστατου που καταρρίφθηκε από τις ΗΠΑ, και η πρότασή του για διμερή σύνοδο κορυφής των αρχηγών κρατών της Ρωσίας και της Κίνας.
ΤΟ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΜΠΛΟΚ κάνει πλέον λόγο για διπλή πρόκληση λόγω της στρατηγικής ανόδου της Κίνας και μιας «ρεβανσιστικής Ρωσίας, αποφασισμένης να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους του τέλους του Ψυχρού Πολέμου». Και οι δύο χώρες, σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, «έχουν κοινό συμφέρον να υπονομεύσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια τάξη, η οποία πιστεύουν ότι είναι πιθανό να ενισχυθεί από τη δυτική ενότητα για την υποστήριξη της Ουκρανίας».
Για τη Wall Street Journal, ωστόσο, ένας στρατηγικός άξονας μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας εγκυμονεί κινδύνους για την τελευταία, διότι «πιθανώς θα ανάγκαζε τις ευρωπαϊκές χώρες (…) να κινηθούν πιο αποφασιστικά στην τροχιά της Ουάσινγκτον, και να εγκαταλείψουν την οικονομική συνεργασία με το Πεκίνο». Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, «θα παγιωνόταν ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ της Δύσης (περιλαμβανομένης της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας) και του άξονα Μόσχας-Πεκίνου».
Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι η Κίνα θα αποφασίσει να μετατοπίσει το στρατιωτικό της βάρος προς υποστήριξη της Ρωσίας στην Ουκρανία, και η Ευρώπη ελπίζει ότι «η ειρηνευτική πρόταση που αναμένεται αυτές τις ημέρες από την κινεζική κυβέρνηση μπορεί να ωθήσει τη Μόσχα να επανεξετάσει τους στρατηγικούς της υπολογισμούς».
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ, σκιαγραφούνται οι λεπτομέρειες της συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Σήμερα πραγματοποιείται στη Μόσχα συνάντηση μεταξύ του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Λαβρόφ και του Κινέζου απεσταλμένου Γουάν Γι. «Οι σχέσεις μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας είναι ακλόνητες, και τα δύο μέρη σκοπεύουν να συνεργαστούν για να υπερασπιστούν τα αμοιβαία συμφέροντά τους και να προωθήσουν τη μεταξύ τους συνεργασία, που θα είναι επωφελής για όλους»: αυτό δήλωσε ο Διευθυντής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Κ.Ε. του Κινεζικού Κ.Κ., Γουάνγκ Γι, στο τέλος της χθεσινής του συνάντησης με τον Γραμματέα του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Νικολάι Πατρούσεφ, στο πλαίσιο της επίσκεψής του στη Μόσχα.
Πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια κυκλοφόρησε το βιβλίο «Clash: Σύγκρουση δυνάμεων» (εκδόσεις Jaca Book), το οποίο επιμελήθηκαν οι Τζέιμς Πέτρας, Μάουρο Καζαντίο και Λουτσιάνο Βαζαπόλο, τρεις μαχητικοί μαρξιστές επιστήμονες. Σε αυτό το βιβλίο, που αποτέλεσε ένα αποφασιστικό αντι-αφήγημα για την παγκοσμιοποίηση, υπέδειξαν με σαφήνεια την επικράτηση του ανταγωνισμού και την τάση σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων οικονομικών και γεωπολιτικών πόλων σε διεθνές επίπεδο. Σήμερα, αυτή η τάση έχει γίνει πραγματικότητα, και όλες οι πραγματικές δυνάμεις που δρουν σε αυτήν δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να τη λάβουν υπόψη τους στον προσανατολισμό των ενεργειών τους, των προτεραιοτήτων τους και της κατεύθυνσης προς την οποία θα δράσουν.
* Ο Σέρτζιο Καράρο είναι ηγετικό στέλεχος του ιταλικού Δικτύου των Κομμουνιστών και διευθυντής του ιστότοπου εναλλακτικής ενημέρωσης Contropiano (contropiano.org), όπου και δημοσιεύθηκε στις 22/2/2023 το παρόν κείμενό του.