Από τους κακούς Τούρκους στους κακούς Έλληνες.

Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, το 1958, ήμασταν πολύ χαρούμενοι. Οκτώ εγώ, έξι η αδερφούλα μου. Αγαπούσαμε με πάθος τον τόπο από τις αφηγήσεις, από τη γλώσσα, από την ιστορία. Η μάνα μας είχε ένα βιβλίο για τον Μέγα Αλέξανδρο και μας διάβαζε για την εκστρατεία του στην Ασία. Στο σπίτι ακούγαμε ελληνικό ραδιόφωνο και με κάθε ευκαιρία βγάζαμε από το σεντούκι την ελληνική σημαία που είχε ράψει με τα χέρια της, κλείναμε τις χειμωνιάτικες κουρτίνες και την ανεμίζαμε πηδώντας πάνω στους καναπέδες, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Δεν είχαμε κανένα μίσος για τους Τούρκους, ούτε πριν ούτε μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955.

Στη γειτονιά παίζαμε με τη δική μας μπάλα με τα Τουρκάκια και έτσι μαθαίναμε γρήγορα και άπταιστα τα τουρκικά πριν πάμε στο σχολείο, όπου τα περισσότερα μαθήματα ήταν στα ελληνικά. Υπήρχαν καλοί και κακοί Τούρκοι, όπως καλοί και κακοί Έλληνες. Η ζωή στην Πόλη ήταν εξαιρετική. Ο Ελληνισμός στα φόρτε του. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά, χτίζονταν καινούρια σπίτια, διακοπές στα Πριγκηπόννησα, και στα ελληνικά κέντρα διασκέδασης γλεντούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι και Εβραίοι με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου και πάρα πολλούς άλλους καλλιτέχνες από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το ’55, το κλίμα ανατράπηκε εντελώς απρόσμενα. Έγινε πολύ βαρύ, αγνώριστο και ασήκωτο. Κανείς δεν είχε προβλέψει το σεισμό που συντάραξε την κοινότητα, γιατί ο Ελληνισμός ζούσε αρμονικά με τους Τούρκους και ευημερούσε. Ο τρόμος εκείνης της βραδιάς, 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, συντηρήθηκε από τους εθνικιστές και οι Έλληνες, ξαφνικά, αισθάνονταν πιεστικά την ανάγκη να φύγουν μαζικά, με πρώτους αυτούς που είχαν μικρά παιδιά. Οι δικοί μας γονείς είχαν τουρκική υπηκοότητα και δεν κινδύνευαν με απέλαση, αλλά φοβόντουσαν για μας, στο νέο εχθρικό περιβάλλον.

Στο παρελθόν, οι Πολίτες είχαν περάσει κρίσεις με το τουρκικό κράτος, αλλά τις θεωρούσαν εφήμερες. Αυτή τη φορά, αντιλαμβάνονταν ότι κάτι βαθύτερο είχε συμβεί. Το Κυπριακό είχε δημιουργήσει εμπόλεμη κατάσταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία που έδινε πολλή τροφή στους εθνικιστές για να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους Ρωμιούς της Πόλης. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι γονείς μας έκαναν την τεράστια θυσία να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, την ενορία τους, τους φίλους και συγγενείς, το Βόσπορο και την Προποντίδα, για πάντα. Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά. Απ’ το τριώροφο σπίτι μας στα Ταταύλα βρεθήκαμε χωρίς φίλους, χωρίς βοήθεια, χωρίς δουλειά, στο ημιυπόγειο της Πλατείας Καλλιγά στα Πατήσια, γιατί όσα χρήματα έφερε στην Ελλάδα παράνομα ο πατέρας, του τα έφαγε ένα από τα λαμόγια που την έπεφταν στους αφελείς Κωνσταντινουπολίτες, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους που άρπαζαν τις βέρες από τα δάχτυλα των Μικρασιατών προσφύγων πριν ακόμα βγουν από τις βάρκες που τους μετέφεραν από τα πλοία στο Λιμάνι του Πειραιά. Το πάθημα ήταν ασυγκρίτως χειρότερο απ’ το μπαχτσίσι που έδωσε ο πατέρας για να περάσουν οι βαλίτσες από το τουρκικό τελωνείο. Η προσγείωση στην Ελλάδα ήταν ανώμαλη. Από τη μια τα φιλόξενα σπίτια στην Κοκκινιά, μικρά αλλά ευρύχωρα για όλους, κι απ’ την άλλη ένα κράτος συνεπικουρούμενο από τη χωροφυλακή, που είχε σε διαρκή επιτήρηση και καταδίωξη τους πολίτες του.
Τα χρόνια που οι δικοί μας προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν, οι νέοι από τα χωριά και τις λαϊκές συνοικίες εγκατέλειπαν τις οικογένειές τους για μια θέση στις φάμπρικες της Γερμανίας, τις φάρμες της Αυστραλίας ή τις υπόγειες στοές του Βελγίου. Από τα ζεστά πέτρινα σπίτια της ορεινής Ελλάδας στα δωμάτια-κελιά των γκάστχαους, χωρίς επικοινωνία, χωρίς οικογένεια, χωρίς ισότιμη μεταχείριση. Οι πολιτικές της εντόπιας πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής εξουσίας ήταν αντιλαϊκές και ξενόδουλες. Ο κοινωνικός ιστός διαλυόταν από τις πολιτικές διακρίσεις και τη μετανάστευση. Οι μανάδες και οι αδερφάδες στα χωριά της Αρκαδίας ή της Δράμας, χωρίς τηλέφωνα και χωρίς ραδιόφωνα, κλαίγανε τα παλικάρια που ήταν σε ξένους τόπους μακρινούς. Σκορπισμένες φαμίλιες, άδεια χωριά, ρημαγμένος πολιτισμός. Και βουβαμάρα. Όσοι είχαν αντισταθεί ήταν φυλακή, εξορία ή πρόσφυγες στο εξωτερικό. Οι συγγενείς και οι απόγονοί τους υπό παρακολούθηση, με κακομεταχείριση στο στρατό και αποκλεισμό από το δημόσιο, στιγματισμένοι με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων.

Ρήμαξαν τον τόπο για να πλουτίσουν

Από το μαγαζί του πατέρα μου, στην οδό Λευκωσίας, περνούσαν οι ασφαλίτες και τον πίεζαν να καρφώνει τους πελάτες του. Τη γλύτωνε κάνοντας τον άσχετο, κι όταν έπαιρνε ΤΑ ΝΕΑ από το περίπτερο δίπλωνε την εφημερίδα στα τέσσερα και την έβαζε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού για να μη χαρακτηριστεί «συνοδοιπόρος» κι ας ήτανε ακομμάτιστος. Η μάνα μας, με τα λεπτεπίλεπτα χέρια, άφηνε τα κεντήματα και τα ραψίματά της για να βοηθήσει τον πατέρα στο μαγαζί κουβαλώντας τις βαριές σακούλες με τα ψώνια στους εύπορους μικροαστούς των επάνω ορόφων. Ποιος να μετρήσει τα χιλιόμετρα που έκανε φορτωμένη στους δρόμους της Πλατείας Αμερικής; Εποχές που κατέφθαναν κι άλλοι ξεριζωμένοι, οι επαρχιώτες που χρησιμοποιούσε η νομενκλατούρα στις οικοδομές καταστρέφοντας με την αντιπαροχή ό,τι ωραίο είχε η Αθήνα.
Όμως, με το μικρό τους εισόδημα, οι γονείς μας έχτισαν κάστρα. Λεφτά δεν έκαναν, γιατί δεν έκλεβαν στο ζύγι, αλλά μας μεγάλωσαν με ανέσεις χαράς και αγάπης και έβγαλαν δυο δικηγόρους. Τρεις ξένες γλώσσες με δασκάλες, ιδιαίτερα! Σπουδάσαμε, ενώ εκείνοι έκαναν αιματηρές οικονομίες χωρίς να βαρυγκομούν. Παράλληλα με εκατομμύρια άλλους Έλληνες που με ιδρώτα και πόνο υπηρετούσαν άθελά τους τη γερμανική βιομηχανία ή την ελληνική ανερχόμενη παρασιτική τάξη των κερδοσκόπων. Ό,τι πλούτος παραγόταν από τους εργαζόμενους στα καρκινογόνα εργοστάσια λιπασμάτων στη Δραπετσώνα, στα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, στις καπνοβιομηχανίες του Πειραιά και στα νταμάρια του Γαλατσίου, διοχετευόταν σε παρασιτικές δραστηριότητες, που αργά ή γρήγορα οδήγησαν στην πλήρη αποβιομηχάνιση της χώρας, στη συρρίκνωση της γεωργίας και την εξάρτηση από τις εισαγωγές και τα δάνεια. Ο μαζικός ξεριζωμός των Ελλήνων στο εξωτερικό και το εσωτερικό, οι πολιτικές γρήγορου πλουτισμού της κακιάς φάρας που κυριάρχησε μετά τον πόλεμο με τη στήριξη Άγγλων και Αμερικάνων, και η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, διέβρωσαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Την οικονομία, την κοινωνική συνοχή, την αξιοπιστία, την αισιοδοξία, τον πολιτισμό. Όλοι οι κόποι, αργά ή γρήγορα, θα πήγαιναν χαμένοι αφού κάτω από την ανισόρροπη ανάπτυξη και την όποια ευημερία αναλογούσε στα λαϊκά στρώματα, έστρωναν άμμο.

Ο Κώτσος και η Χρυσούλα δεν πούλησαν την ψυχή τους

Σ’ αυτό τον εκφυλισμό, οι γονείς μας αντιστέκονταν. Με τον τρόπο τους. Δεν συμβιβάστηκαν ποτέ. Δεν έβαλαν ούτε στιγμή νερό στο κρασί τους. Έπιναν πιο λίγο, αλλά καθαρό, ατόφιο. Δεν ξεπούλησαν την ψυχή τους. Δεν έγιναν ποτέ, ούτε στο ελάχιστο, σαν τους «άλλους». Ο πατέρας μας άφησε ορφανό το εργαστήριο ζαχαροπλαστικής του, τσακίστηκε οικονομικά και κοινωνικά, αλλά δεν άλλαξε ήθος για να επιβιώσει στην Ελλάδα που ο λόγος, η τιμή και η μπέσα είχαν αρχίσει να φθίνουν κάτω από την πίεση της εισαγόμενης κουλτούρας του εύκολου και χωρίς ηθικά όρια πλουτισμού. Από τη γλεντζέδικη ζωή περιορίστηκε στο τάβλι με τους φίλους του στο καφενείο και τη ρετσινούλα στο οινομαγειρείο της γειτονιάς. Ο στόχος παρέμενε σταθερός. Τα παιδιά να μεγαλώνουν με αρχές και αξίες, σαν να μην είχε συμβεί η μεγάλη καταστροφή, και να σπουδάσουν. Όλοι οι Έλληνες ήθελαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Αυτό και μόνο το πλεονέκτημα θα μπορούσε να απογειώσει τον τόπο αν δεν χαραμιζόταν από τη διεφθαρμένη άρχουσα τάξη που καλλιέργησε την αναξιοκρατία και ανέπτυξε τους μηχανισμούς του λαδώματος και του ρουσφετιού υποσκάπτοντας την κοινωνία. Δεν φτάνει να μην κλέβετε, αλλά και να μην χρωστάτε λεφτά ή εκδουλεύσεις, έλεγε πολύ συχνά ο πατέρας, για να μην σας πατρονάρει κανένας. Και το μόνο που ζήταγε, με τόσες θυσίες, ήτανε να του φέρουμε τα πτυχία, για να μας καμαρώνει ήσυχος. Δεν μας ζήτησε ποτέ τίποτα παραπάνω. Ήθελε να είμαστε μορφωμένοι και αξιοσέβαστοι. Η αδερφούλα μου, η Βάσω, το διαμάντι μας, σπούδασε με ελάχιστα χρήματα στο Αριστοτέλειο μένοντας μαζί με μία συμφοιτήτρια σε ένα μικρό δωμάτιο μιας οικογένειας. Και στην Αθήνα, μεγαλώναμε τη Ρούλα που είχε μείνει ορφανή. Στο τέλος, ο πατέρας μας για να συμπληρώσει τα ένσημα που του έλειπαν από την Πόλη, αναγκάστηκε σε μεγάλη ηλικία να δουλέψει μπουφετζής σε ξενοδοχείο στην Κρήτη, γιατί το πρώτο σουπερμάρκετ που άνοιξε στην Πλατεία Αμερικής είχε αναγκάσει, σε μικρό χρονικό διάστημα, πολλά μαγαζιά να κλείσουν, ανάμεσά τους και το δικό μας. Ήταν η αρχή της σουπερμαρκετοποίησης των πάντων και του θανάτου των αμέτρητων εμποράκων που κρατούσαν τις γειτονιές ζωντανές και συντηρούσαν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους.
Οι γονείς μας δεν μολύνθηκαν. Συνειδητά. Δεν ακολούθησαν την κατηφορική πορεία εκείνων των Νεοελλήνων που δεν αντιστάθηκαν στη διάδοση της διαφθοράς, υπονομεύοντας το μέλλον του τόπου και των παιδιών. Δεν έπεσαν στην παγίδα που η εξουσία έριξε τους πολίτες για να τους κάνει συνένοχους, προκειμένου να ανέχονται ή να στηρίζουν τις πολιτικές απορρύθμισης, υποβάθμισης, ξεπουλήματος και φθοράς του τόπου. Οι γονείς μας αποτελούσαν μια μικρή, αλλά στέρεη εστία αντίστασης. Ήθος, ειλικρίνεια, αγάπη για τη ζωή· καμία μιζέρια, κανένας φθόνος, καμία ανταγωνιστικότητα, κανένα από τα γνωρίσματα που συνθέτουν το σύγχρονο λαϊφστάιλ. Πολύ παραδοσιακοί και πολύ μοντέρνοι ταυτόχρονα.

Μάνα από χρυσό και μέλι

Η μάνα μας ήταν η γυναίκα του αγώνα, καλομαθημένη, αλλά πολύ ανθεκτική. Με επιμονή, σθένος, σοφία και ανεξάντλητη υπομονή. Μεταδοτική και καθόλου καταπιεστική. Η ήπια δύναμη σε όλο της το μεγαλείο. Δεν λύγισε ποτέ. Ούτε όταν έχασε την άνετη και ανέμελη ζωή στην Πόλη και βρέθηκε να πολεμάει σχεδόν από το μηδέν, φτου κι απ’ την αρχή, σε ηλικία 40 ετών, σε ξένο τόπο. Για να στηρίξει τα οικονομικά του σπιτιού, έραβε τις γειτόνισσες. Ήταν μία από τις γυναίκες που κρατούσαν στις πλάτες τους έναν πολιτισμό αιώνων, που στηριζόταν στην αγάπη, την αλληλεγγύη, τη δημιουργικότητα και την εργασία.
Η μάνα μας που έφυγε την περασμένη Κυριακή, συνέχισε και μετά το θάνατο του πατέρα μας, απτόητη, τον αγώνα για το καλό και το ωραίο. Όχι μόνο δεν μας στάθηκε εμπόδιο σε ό,τι θέλαμε να κάνουμε, αλλά έβρισκε πάντα τρόπους να μας υποστηρίζει ακόμα κι αν κατά βάθος ανησυχούσε ή διαφωνούσε με την επιλογή μας. Στα εφηβικά χρόνια που ο πατέρας ως κλασικός τζέντλεμαν ήταν κόντρα στα παντελόνια των γελαδάρηδων και τις καμπάνες της μόδας, εκείνη μου φάρδαινε με τσόντες τα μπατζάκια υπό την προϋπόθεση να γυρίζω σπίτι πριν από τον πατέρα που θα στεναχωριόταν αν μ’ έβλεπε να τα φοράω. Όταν μπλέχτηκα με τα πολιτικά, στη χούντα, έτρεμε, αλλά δεν με απέτρεψε απ’ το να αναμιχθώ. Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, ξέροντας ότι είμαι μέσα, είχε βγει στην Πατησίων για να έχει εικόνα της κατάστασης και παρ’ ολίγον να χτυπηθεί από μια σφαίρα που πέρασε δίπλα της και καρφώθηκε στο πόδι ενός νεαρού. Μετά τις αφισοκολλήσεις, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70, μαζευόμασταν όλοι στο μικρό μας διαμέρισμα, στις δύο-τρεις το πρωί, για να μας φτιάξει τσάι. Το σπίτι ήταν διάπλατα ανοιχτό σε όλους τους φίλους και συντρόφους όλο το εικοσιτετράωρο, φουλ πανσιόν, για γλέντια, πολύωρες συνεδριάσεις και φλερτ.
Η κυρία Χρυσούλα ήταν ο οικοδεσπότης με το χαμόγελο. Και με μουσική, η οποία δεν έλειψε ποτέ από το σπίτι. Μαζί με χιλιάδες δίσκους, βιβλία και περιοδικά, ανεχόταν και τις ροκιές μου αν και προτιμούσε τον Καζαντζίδη. Αυτός έχει λάδι στη φωνή του, έλεγε. Ήταν ευγνώμων στον Ανδρέα Παπανδρέου που έκανε γενναία αύξηση στις συντάξεις, το ’81. ΑΕΚτζού και δευτερευόντως ΠΑΟΚ, λόγω δικεφάλου. Εξαίρετη μαγείρισσα με πολίτικες σπεσιαλιτέ που δεν τις έγραψε γιατί έλεγε ότι όλα τα φτιάχνει με το μάτι. Σπανάκι με κιμά, γεμιστά με ρύζι και κουκουνάρια, μενεμένι και γλυκά του κουταλιού, πορτοκάλι, φράουλα, βερίκοκο, λεμόνι και νεράντζι. Έτρωγε λίγα, μοίραζε πολλά. Με την κυρία Άννα, που μένει σε διπλανή πολυκατοικία, με ένα σκοινί στα κάγκελα των μπαλκονιών τους αντάλλασσαν γλυκά, πίτες και φρούτα. Στο σπίτι, δεν φάγαμε ποτέ κάτι δεύτερο. Τζανκ φουντ δεν πέρασε από την πόρτα. Το φαγητό ήταν μια ιερή απόλαυση, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Και το ουζάκι απαραίτητο κάθε μεσημέρι στο τραπέζι. Ένα ποτηράκι, ποτέ δεύτερο.
Το χειμώνα, το πρωί, αν είχε ακεφιές ή κρύωνε, έπινε και ένα δάχτυλο ουίσκι, μόνο Σίβας. Η ποιότητα σε όλα, με μέτρο σε όλα, ήταν ο φυσικός κανόνας, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς περιττές σκέψεις. Και όλα είχαν περισσότερες από μία ζωές. Το περισσευούμενο ψωμί ζυμωνόταν για τους κεφτέδες, γινόταν τοστ ή ψίχουλα για τα περιστέρια που σύχναζαν στο παράθυρο της κουζίνας. Τα μπουκάλια πήγαιναν για ανακύκλωση, αλλά ένα -μόνιμα κάτω από τη βρύση- μάζευε τις σταγόνες για να ποτίζει τις γλάστρες. Ένα πουκάμισο που δεν φοριόταν πια, μετασκευαζόταν σε φούστα, μετά σε μαξιλαροθήκη και αργότερα σε τραπεζομάντηλο. Μαντήλια, κομμάτια από σεντόνια, φόδρες και πολλά άλλα υφάσματα στολίζονταν με κεντήματα. Πέρσι, κέντησε 88 διαφορετικά πολύχρωμα λουλούδια που τα σχεδίασε η ίδια, με ιδέες από το μυαλό της, από περιοδικά, από τσάντες, από πίνακες ζωγραφικής, από οπουδήποτε.
Το τελευταίο διάστημα, έγραφε ποιήματα, συμπλήρωνε τη βιογραφία της, κεντούσε υπέροχα κεράσια και έκανε μαξιλαροθήκες με το μονόγραμμα της Μελίνας, της τρίχρονης δισέγγονής της. Η αγάπη της για ράψιμο και κέντημα συνδυαζόταν με την υψηλή αισθητική της. Πρόσεχε πάρα πολύ το ντύσιμό της. Έραβε, ξήλωνε και ξαναέραβε μέχρι να πετύχει το τέλειο. Παρακολουθούσε τις τάσεις της μόδας και έδινε συμβουλές, με πολύ τακτ, σε όλες τις γυναίκες, για το τι τους πάει. Στην πωλήτρια του Μαρινόπουλου για το κραγιόν της, στη γυναίκα του δημάρχου της Λυκόβρυσης για το ταγεράκι της, στη Γλυκερία για την τουαλέτα που φορούσε σε μια τηλεοπτική εμφάνιση, στην αγαπημένη της εγγονή Χρύσα για το χτένισμά της. Μάζευε ρούχα για τους φτωχούς μετανάστες, τους οποίους γνώριζε τα βράδια που έβγαινε βόλτα στην πλατεία Βικτωρίας. Έπιανε κουβέντα με τουρκόφωνους από την ανατολή και γαλλόφωνους από την Αφρική, με λέξεις, μορφασμούς και χειρονομίες, χωρίς φόβο και προκατάληψη. Έκανε συστάσεις μόνο σ’ εκείνους που έβαζαν τα πόδια τους πάνω στα παγκάκια ή πετούσαν σκουπίδια κάτω. Κι όποτε άκουγε στο ραδιόφωνο τα Χίλια περιστέρια που έγραψε η Ιωάννα με τον Ζαμπέτα ή έβλεπε κάτι ενδιαφέρον πολιτικό ή καλλιτεχνικό στην τηλεόραση (πέρα από τα τουρκικά σίριαλ που ενεργοποιούσαν τις αναμνήσεις της), μού τηλεφωνούσε για να με ενημερώσει.

 

Οι πιο τυχεροί

Με τη Χρυσάνθη και τον Κωνσταντίνο ήμασταν οι πιο τυχεροί άνθρωποι στον κόσμο. Όλα τα ευγενικά στοιχεία αποτελούσαν ψηφίδες του χαρακτήρα και του καθημερινού τους βίου. Αγάπη, ευγένεια, ποιότητα, αλληλεγγύη, αλτρουισμός, μαχητικότητα, θυσία, αφοσίωση, δημιουργικότητα, εργασία, φαντασία, αισθητική, καλλιτεχνία και αισιοδοξία συνέθεταν τον πολιτισμό τους. Γνήσιοι εκπρόσωποι ενός πολύτιμου αυθεντικού λαϊκού πολιτισμού που είναι είδος προς εξαφάνιση σε κοινωνίες παρακμής και απανθρωπιάς που βυθίζονται στην ανυποληψία, τη βία, τον ανταγωνισμό, την αρπαγή, τη διαφθορά, το ψέμα και το κακό γούστο. Εξαφάνιση που περιλαμβάνει όχι μόνο την πολιτισμική, αλλά και τη φυσική εξόντωση των ανθρώπων, αν σκεφτεί κανείς ότι ο υιός Παπανδρέου έκανε περικοπή και στην πενιχρή σύνταξη των 440 ευρώ που έπαιρνε η μητέρα μας, μετά από τόσα χρόνια έντιμης και αδιάκοπης προσφοράς στον τόπο.
Οι γονείς μας δεν ήταν τα μόνα θύματα. Η ντόπια νομενκλατούρα, χρόνια τώρα, καταστρέφει τον εθνικό πολιτισμό και τσαλαπατάει την αξιοπρέπεια και τη δημιουργικότητα των Ελλήνων. Και κάνει το παν για να τους μεταλλάξει. Να τους κάνει άπληστους, κακόγουστους και υποτελείς.

Δυο πόρτες έχει η ζωή

Αποχαιρετήσαμε τη μαμά, την περασμένη Τετάρτη, στο νεκροταφείο της Μεταμόρφωσης, όπως επιθυμούσε. Να φορέσετε κόκκινα, όχι μαύρα, και τα λεφτά για στεφάνια να τα δώσετε στο «Χαμόγελο του παιδιού», ήταν οι οδηγίες της. Και ’μεις, της ευχηθήκαμε «Καλό ταξίδι» με ένα ποτηράκι ούζο Μυτιλήνης και δύο τραγούδια που αγαπούσε ιδιαιτέρως: το κουβανέζικο Γκουανταναμέρα που έπαιξε κιθάρα και τραγούδησε σπαρακτικά η Ζανέτ και το Δυο πόρτες έχει η ζωή που έπαιξε μπουζούκι ο παλιόφιλος Σωτήρης και τραγούδησε η μεγάλη χορωδία των αγαπημένων φίλων και συγγενών που ξαλάφρωσαν τον πόνο μας με την παρουσία τους.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!