Οι πανηγυρισμοί και η αλήθεια πίσω από τις αυξημένες αφίξεις τουριστών. Του Μάριου Διονέλλη
Σε όλο και πιο πανηγυρικούς τόνους διατυπώνονται οι εκτιμήσεις του τουριστικού κλάδου αλλά και της κυβέρνησης για το οικονομικό αποτέλεσμα από τη φετινή τουριστική σεζόν. Η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας προβάλλεται ως η μοναδική παραγωγική πηγή για τη χώρα με μετρήσιμα αποτελέσματα και εν πολλοίς καθορίζει και τις πολιτικές εξελίξεις από τις επιστρατεύσεις των ναυτεργατών μέχρι την πάση θυσία αποτροπή των εκλογών… Ασφαλώς σε γενικές γραμμές ο ισχυρισμός ότι από τον τουρισμό προέρχεται η σημαντικότερη πηγή εσόδων για τη χώρα έχει βάση. Το θέμα όμως είναι αν όντως αυτά είναι έσοδα που διαχέονται στην πραγματική οικονομία και εντέλει στην κοινωνία.
Άνιση κατανομή του τζίρου στον κλάδο
Όλο και περισσότερο πυκνώνουν οι φωνές, κυρίως από τους «μικρότερους» επιχειρηματίες του τουρισμού για την εξόφθαλμα άνιση κατανομή του κέρδους στο συγκεκριμένο κλάδο, αλλά πολλές φορές ακόμα και για την ύπαρξη αυτού καθεαυτού του οφέλους. Χαρακτηριστικά είναι τα ερωτήματα που θέτει ο Μανώλης Αργυράκης, ιδιοκτήτης μικρού και διεθνώς βραβευμένου ξενοδοχείου στα Μάλλια της Κρήτης: «Σκεφτείτε το λίγο. Τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της χώρας ανήκουν πλέον σε ξένους ομίλους και αλυσίδες, για τα πακέτα διακοπών οι τουρίστες πληρώνουν σε ξένους tour operators, φτάνουν στην Ελλάδα με πτήσεις τσάρτερ ξένων αεροπορικών εταιριών και τελικά μένουν για μία εβδομάδα κλεισμένοι μέσα στο ξενοδοχείο με το σύστημα all inclusive, χωρίς να καταναλώνουν τίποτα στον τόπο που βρίσκονται. Πόσο κερδίζει πραγματικά η χώρα από αυτό;».
Ίδια γεύση για τους εργαζόμενους
Στα 17 εκατομμύρια υπολόγισε τους αναμενόμενους τουρίστες για φέτος ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων ΕΤΕ, Ανδρέας Ανδρεάδης, υπολογίζοντας στα 11 δισ. τα συνολικά έσοδα από την τουριστική βιομηχανία. Το ζήτημα, βέβαια, είναι έσοδα για ποιον; Παρά τα αυξημένα έσοδα των τελευταίων ετών και τις θετικές προβλέψεις για το μέλλον, τα χαμόγελα παγώνουν όταν πέφτει στο τραπέζι η συζήτηση για τις συλλογικές συμβάσεις των ξενοδοχοϋπαλλήλων. Με πολύ κόπο η ομοσπονδία τους κράτησε σε γενικές γραμμές στα ίδια επίπεδα τις συμβάσεις με πέρυσι, ενώ τα φαινόμενα απολύσεων λίγο πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου ώστε να προσληφθεί νέο ηλικιακά και χαμηλότερα αμειβόμενο προσωπικό επιβεβαίωσαν την πάγια τακτική των ξενοδόχων.
Η πρακτική της «μαθητείας», οι υπερβάσεις ωραρίου και η παντελής έλλειψη ελέγχων από την Επιθεώρηση Εργασίας στις τουριστικές περιοχές συμπληρώνουν την εικόνα για τους εργαζόμενους στον τουρισμό που, ασφαλώς, καμία σχέση δεν έχει με το γενικότερο κλίμα ευφορίας που επικρατεί στους τουριστικούς επιχειρηματίες.
Τέλος, η ρύθμιση του Μεσοπρόθεσμου που αποκλείει μεγάλο μέρος των εποχικά εργαζόμενων από το επίδομα ανεργίας συμπληρώνει το παζλ της αναντιστοιχίας μεταξύ των επίσημων προβλέψεων και της πραγματικής ζωής στον τουριστικό κλάδο.
«Πολύ αργά η μείωση του ΦΠΑ»
Η επικείμενη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από την 1η Αυγούστου προβλήθηκε ως υπέρτατη οικονομική επιτυχία του ίδιου του πρωθυπουργού που θα επιφέρει μεγάλη τόνωση της κίνησης, ειδικά στις τουριστικές περιοχές, έστω και αν αυτή γίνεται μέσα στον Αύγουστο. Στη μείωση αυτή, μάλιστα, επιχείρησε να δώσει άρωμα θριάμβου μέσω του τηλεοπτικού διαγγέλματος με τη γνωστή εξέλιξή του σε επικοινωνιακό φιάσκο. Ωστόσο, για την πραγματική εικόνα πίσω από τα διαγγέλματα μιλά στον Δρόμο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εστιατόρων Νομού Ηρακλείου, Μιχάλης Παρασύρης: «Ας έρθει να δει ο πρωθυπουργός πόσο κόστιζε η μερίδα από το 2009 μέχρι σήμερα. Τις αυξήσεις ήμασταν αναγκασμένοι να τις απορροφήσουμε για να μη χάσουμε την πελατεία μας και τώρα περιμένει ότι θα υπάρξει και μείωση στις τιμές; Όχι μόνο δεν υπάρχει περιθώριο για μείωση, αλλά ήδη έχει γίνει το κακό. Δεκάδες επιχειρήσεις εστίασης κλείνουν σε όλη την Ελλάδα ακόμα και σε τουριστικές περιοχές μέσα στο καλοκαίρι.
Μιλάνε για εκατομμύρια τουριστών που όμως δεν κουνάνε ρούπι από τα ξενοδοχεία. Δεν μένει τίποτα στη ν τοπική αγορά. Πίσω από τα νούμερα υπάρχει η πραγματική εικόνα της αγοράς και γι’ αυτή θα έπρεπε να μεριμνήσει πολύ νωρίτερα ο κύριος Σαμαράς».