Στον καιρό του Νόιμπαχερ

Τον Απρίλιο του 1941 η Ελλάδα υποδουλώθηκε στον Άξονα. Οι συνέπειες της κατάκτησης ήταν καταστροφικές για την ελληνική οικονομία και για την ίδια την επιβίωση του λαού στις πόλεις και στα αποκλεισμένα νησιά. Ενάμιση χρόνο μετά, ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη εκμηδενίζοντας την αξία των μισθών. Το σκληρό νόμιμα της εποχής, η χρυσή λίρα είχε διακοσιοπλασιάσει την αξία της σε σχέση με την προπολεμική δραχμή και οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν διαρκώς. Οι πολιτικές εκμετάλλευσης της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις είχαν οδηγήσει σε οξύτατη οικονομική κρίση. Τα κεντρικά συγκεντρωμένα προϊόντα, οι βιομηχανικές πρώτες ύλες, τα μεταφορικά μέσα αλλά και εργοστάσια και επιχειρήσεις επιτάχθηκαν. Μετά από μια πρώτη λεηλασία μέσω πληρωμών με μάρκα Κατοχής χωρίς αντίκρισμα, συμφωνήθηκαν κεντρικά τα έξοδα Κατοχής που θα πλήρωνε η δωσίλογη κυβέρνηση στους κατακτητές. Οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις των κατακτητών οδηγούσαν σε διαδοχικές προσπάθειες ρύθμισης του ζητήματος, μέχρι που η Ελλάδα υποχρεώθηκε να δώσει και δάνειο στη Γερμανία.
Φυσικά τα έσοδα της δωσίλογης κυβέρνησης ήταν μηδαμινά, είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του ελέγχου της χώρας ενώ δεν ήταν σε θέση να συλλέξει ούτε φόρους ούτε μέρος της αγροτικής παραγωγής. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Βασίλης Μανουσάκης, ενώ πριν την Κατοχή, τα έσοδα έφταναν το 96% των εξόδων, κατά τη διάρκειά της μειώνονταν συνεχώς, στο 29%, στο 18% και τον τελευταίο χρόνο μόλις στο 6%.
Οι Γερμανοί δεν ανησυχούσαν για την τύχη των Ελλήνων, αλλά μια κατάσταση ολοκληρωτικού χάους στη χώρα θα μπορούσε να επηρεάσει την πολεμική τους δραστηριότητα και τα μεγάλα έργα που οικοδομούσαν (οχυρά, αεροδρόμια, λιμάνια), ενώ θα κλόνιζε τους πολύτιμους για αυτούς οικονομικούς συνεργάτες τους (κάθε είδους υπεργολάβους και προμηθευτές), οι οποίοι σε συνθήκες κρίσης δεν μπορούσαν να αποθησαυρίσουν τα υπερκέρδη τους.
Έτσι, ενάμιση χρόνο μετά την Κατοχή, με απόφαση του ίδιου του Χίτλερ τον Οκτώβριο του 1942 ο ειδικός στα οικονομικά ζητήματα Χέρμαν Νοϊμπάχερ διορίστηκε «εντεταλμένος για οικονομικά και χρηματιστικά ζητήματα στην Ελλάδα». Οι Ιταλοί από τη μεριά τους διόρισαν με τα ίδια καθήκοντα τον τραπεζίτη Ντ’ Αγκοστίνο. Ο Νόιμπαχερ προσπάθησε να ακολουθήσει «αντιπληθωριστική» πολιτική επιβάλλοντας την ελεύθερη αγορά σε καιρό πολέμου, καταργώντας τις διατιμήσεις, και επιβάλλοντας λιτότητα. Φυσικά αφού μεγαλύτερη λιτότητα δεν μπορούσε να επιβληθεί στον λιμοκτονούντα ελληνικό λαό, η λιτότητα αφορούσε τις σπάταλες γερμανικές υπηρεσίες. Τελικά το μόνο που κατάφερε ο Νοϊμπάχερ ήταν να καθυστερήσει για μικρό διάστημα την πλήρη κατάρρευση της εγχρήματης οικονομίας και αυτό πουλώντας χρυσό στο Χρηματιστήριο και απορροφώντας έτσι μεγάλες ποσότητες δραχμών που είχαν συσσωρεύσει οι οικονομικοί συνεργάτες του καθεστώτος.
Την ίδια περίοδο το ΕΑΜ στις πόλεις κατάφερνε με κινητοποιήσεις και απεργίες να υπερασπιστεί την επιβίωση του λαού, να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση και να πολιτικοποιήσει τη λαϊκή αντίσταση. Στην ύπαιθρο δε η ένοπλη Αντίσταση είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να προστατέψει την αγροτική παραγωγή αλλά και τα κανάλια διακίνησής της από τις ορέξεις της δωσίλογης κυβέρνησης και των κατακτητών. Οι μεταπολεμικές εξελίξεις όμως ήταν τέτοιες που το αντιστασιακό κίνημα βρέθηκε στα σίδερα και οι πρώην δωσίλογοι στην εξουσία. Στις μεταπολεμικές διαδικασίες για την επιδίκαση αποζημιώσεων, οι δεξιές ελληνικές κυβερνήσεις έθαψαν την ελληνική Αντίσταση και το ηθικό κύρος που αυτή μπορούσε να δώσει στις ελληνικές διεκδικήσεις. Αντιθέτως, υποβάθμισαν τις οικονομικές αξιώσεις της χώρας και προέβαλλαν εθνικιστικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος των γειτονικών χωρών, προκαλώντας την αντίδραση τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και των ΗΠΑ.
Οι σχέσεις του ελληνικού κράτους με το αντίστοιχο δυτικογερμανικό αντιθέτως αναθερμάνθηκαν εξαιρετικά γρήγορα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, ένας από τους πρώτους γερμανούς διπλωμάτες στη χώρα μας σημείωνε πως «τα συμβάντα της γερμανικής Κατοχής ευτυχώς έχουν επικαλυφθεί κατά μεγάλο μέρος από τις κομμουνιστικές θηριωδίες του Εμφυλίου Πολέμου». Φυσικά, το κατοχικό δάνειο της Ελλάδας προς τη Γερμανία, σημερινής αξίας 5 δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς τους τόκους, ουδέποτε απαιτήθηκε. Ήδη από το 1950, ο φιλόλογος Αναστάσιος Γεωργοπαπαδάκος, εθνοσύμβουλος στην Κατοχή, έλεγε με πικρία πως, «αν ξανάρχονταν μια ξένη κατοχή, όπως η πρόσφατη γερμανική, όλοι θα γίνονταν συνεργάτες των κατακτητών». Και στους μαθητές του που απορούσαν, συμπλήρωνε: «ξέρετε γιατί, διότι κανένας δεν τιμωρήθηκε». Αντιθέτως οι συνεργάτες των Γερμανών, όπως ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και άλλοι ασχημονούσαν από τα έδρανα της βουλής και πολλοί άλλοι αποτέλεσαν επίλεκτα μέλη της οικονομικής ελίτ της χώρας. Η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας σημαδεύτηκε επίσης από τις ελληνογερμανικές σχέσεις στην πολιτική και την οικονομία ενώ δεν έλειψαν τα σκάνδαλα από τη διαχρονική ΖΗΜΕΝΣ.
Ίσως μοιάζει λίγο παράταιρο αυτό το εισαγωγικό σημείωμα σε ένα αφιέρωμα για το ΕΑΜ. Όμως ο δωσιλογισμός, που απωθήθηκε από την ιστορική μνήμη, ήταν η άλλη όψη της αντίστασης, και της ηθικής και πολιτικής της παρακαταθήκης, όπως την παρουσιάζει στο άρθρο του ο κοινωνιολόγος Βαγγέλης Τζούκας.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στην ομιλία του στη Βιάννο, την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης, ο ναζισμός δεν ήταν ατύχημα αλλά μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και η ναζιστική Νέα Ευρώπη δεν απέχει χρονικά και πολύ από τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει διαπιστωθεί από την ιστορία πως το ναζιστικό όραμα για την Ευρώπη ήταν βασικά οικονομικό, μια μεγάλη επικράτεια οικονομικής εκμετάλλευσης (Grossraumwirtschaft) για το γερμανικό Ράιχ στην προσπάθειά του για παγκόσμια κυριαρχία. Άραγε οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας τι ήταν και είναι για τη σημερινή Γερμανία; Πάντως, ενάμιση χρόνο μετά το Μνημόνιο και την οικονομική κατάρρευση που επέφερε, ο Γερμανός ειδικός στα οικονομικά ζητήματα Χορστ Ράιχενμπαχ διορίστηκε επικεφαλής 30μελούς ομάδας κρούσης (task force) για να επιβλέψει την ορθή εκτέλεση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος. Σας θυμίζει κάτι;

Γιάννης Σκαλιδάκης

«ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο», «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς»: Το ΕΑΜ στην πολιτική μνήμη και συνθηματολογία

Τα εβδομηκοστά γενέθλια του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ)», στη συγκυρία μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, μας καλούν να στοχαστούμε πάνω στην αγωνία μιας προβληματισμένης (και προβληματικής;) κοινωνίας να βρίσκεται σε επαφή με  το ηρωικό παρελθόν της θέτοντας ακατάπαυστα ερωτήματα πάνω σε αυτό. Το ΕΑΜ παρέμενε σταθερά σημείο αναφοράς τόσο στην συνθηματολογία της Αριστεράς όσο και στο κυνήγι μαγισσών της δεξιάς που στη δεκαετία του ’60 έβλεπε ακόμα και πίσω από τα πρώτα μνημόσυνα εκτελεσμένων αντιστασιακών, πιθανή «επανάληψη των δεκεμβριανών σφαγών».

Σκέψεις για την πολιτική του ΚΚΕ στην Κατοχή

Αυτές τις μέρες που συμπληρώνονται 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, η πραγματικότητα φέρνει με διάφορους τρόπους στην επιφάνεια το πολιτικό του παράδειγμα. Οι ηγεσίες, μεγάλες και μικρές, της Αριστεράς εγκαλούνται από τον απλό αριστερό κόσμο, για την έλλειψη ενωτικής πολιτικής. Η έννοια του μετώπου φαντάζει ως ο μόνος αποτελεσματικός δρόμος απόκρουσης μιας ολομέτωπης στ’ αλήθεια αντιλαϊκής επίθεσης. Εξ ου και η δημιουργία διαφόρων μετώπων που στην καλύτερη περίπτωση συσπειρώνουν ορισμένες οργανώσεις και στη χειρότερη αποτελούν μάλλον προσωπική υπόθεση, χωρίς να ξεχνάμε και την από παλιά γνωστή συνταγή μετατροπής των κομματικών παρατάξεων σε μετωπικά σχήματα που συσπειρώνουν τη λεγόμενη… επιρροή.

Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα στην Αθήνα

Το αντιστασιακό κίνημα που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υπήρξε ένα πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο που εξέφραζε ταυτόχρονα το πατριωτικό αίσθημα για την απελευθέρωση της χώρας και το πολιτικό αίτημα για την αποτροπή επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος μετά τη λήξη του πολέμου, όπως συνέβη και σε άλλες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες.

Από το Παλλαϊκό Μέτωπο στο ΕΑΜ

Η έκταση και η ένταση της ελληνικής Αντίστασης δεν θα μπορούσε να προκύψει αν δεν συντελούνταν μια συνολικότερη κίνηση μαζών στην Ελλάδα της Κατοχής, γεγονός που προϋπέθετε κοινωνικές συνθέσεις, κυριαρχία της αντιστασιακής ιδεολογίας και μεταβολές στους πολιτικούς προσδιορισμούς των κοινωνικών τάξεων της χώρας. Και είναι προφανής αυτή η προϋπόθεση στο βαθμό που η ελληνική αντίσταση συνιστά μια ιστορική περίπτωση συγκρίσιμη, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, με τα αποτελέσματα απελευθερωτικών αγώνων που πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία του 1960, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ. Γιατί και ο πόλεμος της Αντίστασης ήταν και με τυπικούς όρους νικηφόρος.

70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ – Πρώτο μέρος

Η Εθνική Αντίσταση, υπόθεση του λαού

Η γερμανική επίθεση σηματοδοτεί στο πολιτικό επίπεδο, τη διαδικασία κατάρρευσης του μεταξικού δικτατορικού καθεστώτος. Εμφανής στην ηττοπάθεια  της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, τη ραγδαία επιδείνωση στο μέτωπο, τις κινήσεις των στρατηγών να συνθηκολογήσουν παρά την κατηγορηματική απαγόρευση, η κατάρρευση αυτή εντείνει το κενό εξουσίας. Καθώς βασιλιάς και κυβέρνηση εγκαταλείπουν τη χώρα, ο ελληνικός λαός μένει μόνος του να αντιμετωπίσει την τριπλή κατοχή και τις κυβερνήσεις συνεργατών.
Η σκληρή καθημερινότητα και αβεβαιότητα που βίαια έχει επιβάλει η τριπλή κατοχή με τις στερήσεις, την πείνα και την έλλειψη ασφάλειας στην ύπαιθρο και την αδυναμία του κατοχικού κράτους να προστατέψει τους πολίτες του οδηγούν σε μία de facto απονομιμοποίηση του κράτους και προκαλούν έντονο πολιτικό προβληματισμό. Η απαξίωση αυτή συνδέεται με τη διάχυτη επιθυμία για αντίσταση, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Ν. Σβορώνος, για άσκηση δηλαδή βίας εναντίον του κατακτητή και των οργάνων του με σκοπό την αποτίναξη του ξένου ζυγού.
Αρχικά, μεμονωμένα άτομα και ομάδες κινητοποιούνται πραγματοποιώντας αυθόρμητες αντιστασιακές ενέργειες. Κομμουνιστές που δραπετεύουν από τη εξορία δημιουργούν τους πρώτους πυρήνες αντίστασης. Στα πλαίσια μίας σύνθετης πολιτικής πρωτοβουλίας, το ΚΚΕ αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Με μεγάλο μέρος του αστικού κόσμου είτε να συνεργάζεται με τους κατακτητές είτε να ανήκει στους «απόντες» του εθνικού προσκλητηρίου, ενάντια στο συμβιβασμό και τη μοιρολατρία, επιδιώκει ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση και δίνεται σε έναν ολομέτωπο αγώνα που συσπειρώνει όλα τα λαϊκά στρώματα εφαρμόζοντας την πολιτική του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου που έχει υιοθετήσει η Κομμουνιστική Διεθνής.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 υπογράφεται από τους αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας,  Σοσιαλιστικού Κόμματος,  Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και Αγροτικού Κόμματος το ιδρυτικό κείμενο του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.  Το ΕΑΜ ανοίγει το δρόμο της ενεργού αντίστασης, του αγώνα για το διώξιμο του κατακτητή και των ντόπιων συνεργατών του και την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών.  Πάνω από όλα όμως είναι η θέληση του λαού να αντισταθεί που κάνει δυνατή την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό.
Με ενότητα στους σκοπούς, την οργάνωση και την καθοδήγηση του αγώνα,  το ΕΑΜ και οι οργανώσεις του απαντούν στην ανάγκη ανασυγκρότησης της κοινωνικής ζωής μέσα στις ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες της κατοχικής Ελλάδας. Εδώ βρίσκεται και η ειδοποιός διαφορά του ΕΑΜ από τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Η Αντίσταση μετατρέπεται από επιτελική άσκηση, όπως επιδιώκει να την περιορίσει το Αγγλικό Στρατηγείο για να την ελέγχει ευκολότερα, σε παλλαϊκή υπόθεση.  
Το ΕΑΜ αρθρώνει ένα διαφορετικό λόγο και ορθώνει μία διαφορετική παρουσία.  Επιδιώκει και επιτυγχάνει να είναι παρόν για να δίνει απαντήσεις σ’ όλα τα μέτωπα μίας κοινωνίας σε κρίση. Πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις που είχαν ανασταλεί βίαια με την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας αναπτύσσονται πάλι ελεύθερα, μέσα από το πρόγραμμα και τις εκδόσεις του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ παίρνει θέση και προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για τα προβλήματα που προκύπτουν στην κατοχή. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο η  αποτίναξη του ξενικού ζυγού αλλά και η μορφή του κοινωνικού καθεστώτος μετά την απελευθέρωση.
Με αντιστασιακές ενέργειες που εκτείνονται από τις πιο απλές μορφές απείθειας, την εκδήλωση συλλογικής αλληλεγγύης και συνεργασίας, τη μαζική διαμαρτυρία και με κορύφωση την ένοπλη πάλη και τη δημιουργία αξιόμαχου Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, η ΕΑΜική αντίσταση κατορθώνει να υποσκάψει τους μηχανισμούς εξουσίας του Άξονα και να απελευθερώσει μεγάλα τμήματα της χώρας φθάνοντας ακόμα και στην αντικατάσταση των δομών κυριαρχίας των κατακτητών με λαϊκοδημοκρατικές εξουσίες και πολιτική αυτό-οργάνωση.  
Το ΕΑΜ εισάγει πρωτοφανείς πρακτικές στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ιδίως όσον αφορά τη συμμετοχή των χωρικών στις διαδικασίες αυτοκυβέρνησης τους και εδραιώνει μία σχέση εμπιστοσύνης με τις τοπικές κοινότητες. Μέσα από τους λαϊκούς θεσμούς της «λαοκρατίας» και τη συμμετοχική άσκηση της εξουσίας προτείνεται μία νέα, εναλλακτική κρατική οργάνωση και ένας ουσιαστικά ριζοσπαστικός τρόπος ζωής.   
Η μαζικότητα και κυρίως η απήχηση του ΕΑΜ σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα   ανησυχεί ιδιαίτερα τους ποικιλώνυμους αντιπάλους του. Κατασταλτικοί  μηχανισμοί ναζιστικών δυνάμεων κρούσης, Ταγμάτων Ασφαλείας, παρακρατικών οργανώσεων, εθνοτοπικών ομάδων εξουσίας, εκτεταμένων δικτύων συνεργατών, κατασκόπων και καταδοτών σε συνδυασμό με μια πολιτική συμμαχία του βασιλιά, αστών πολιτικών, Άγγλων και  «εθνικιστικών» οργανώσεων αντίστασης   συνειδητοποιούν ότι πρέπει να συσπειρωθούν για να αντιμετωπίσουν το εαμικό αντιστασιακό φαινόμενο. Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, καταστροφές χωριών, αντίποινα, συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις, συνεχείς πολιτικές δολοπλοκίες και διαπραγματεύσεις είναι το αποτέλεσμα της κινητοποίησης αυτής.
Σταθερό στην ενωτική του πολιτική το ΕΑΜ απέδειξε ότι ήθελε ειλικρινά να συνεργαστεί με τα άλλα «αστικά κόμματα». Η υπαγωγή ανταρτικών δυνάμεων στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και όχι στο βαλκανικό στρατηγείο, οι συμφωνίες του Λίβανου και της Καζέρτα, η είσοδος του ΕΑΜ στην κυβέρνηση στα τέλη του καλοκαιριού 1944 αποδεικνύουν την πρόθεσή του για μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων ώστε να γίνει εφικτή η εκδίωξη του κατακτητή.  Αυτό δεν μειώνει τη βαθιά δυσπιστία των αστών πολιτικών και των Άγγλων ως προς τις προθέσεις του. Το ενδεχόμενο σύγκρουσης με το ΕΑΜ αναβάλλεται  έως την απρόσκοπτη βρετανική επιστροφή και εδραίωση στην Ελλάδα. Μετά τη στρατιωτική σύγκρουση του Δεκεμβρίου με πρόσχημα την αποκατάσταση της πολιτικής νομιμότητας και ομαλότητας το ΕΑΜ εξοβελίζεται σταδιακά από την πολιτική ζωή ενώ οι οπαδοί του βιώνουν συνεχείς αποκλεισμούς και διώξεις.
Στην επέτειο των εβδομήντα χρόνων από την ίδρυση του ΕΑΜ, οι Δρόμοι της Ιστορίας παρουσιάζουν σε δύο συνέχειες ένα αφιέρωμα στο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, τομή στη νεότερη ελληνική ιστορία, συνεισφέροντας κατά αυτόν τον τρόπο στην ιστορική διερεύνηση του κλασικού ερωτήματος που  έθεσε ο Δημήτρης Γληνός τον Σεπτέμβριο του 1942: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».  

* Η Βασιλική Λάζου, είναι δρ. Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου

Από το Παλλαϊκό Μέτωπο στο ΕΑΜ, του Μιχάλη Λυμπεράτου

Πρώιμες ένοπλες αντιστασιακές εκδηλώσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη (1941 - 1942),  της Μαρίας Καβάλα

Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα στην Αθήνα, του Μενέλαου Χαραλαμπίδη

Σκέψεις για την πολιτική του ΚΚΕ στην Κατοχή, του Γιάννη Σκαλιδάκη

Το ΕΑΜ στην πολιτική μνήμη και συνθηματολογία , του Ιάσονα Χονδρινού

Μια ματιά στον Αλγερινό Aγώνα Aνεξαρτησίας μέσα από κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές

Του Δημήτρη Παπαγαλάνη.
Ο Πόλεμος της Αλγερίας, όπως ονομάστηκε ο αγώνας του αλγερινού λαού για αποτίναξη της γαλλικής κυριαρχίας και αυτοδιάθεση, διήρκησε 8 χρόνια (1954-1962), όμως ο απόηχός του τόσο στη Γαλλία όσο και στην ίδια την Αλγερία δεν έχει ακόμα καταλαγιάσει και εξακολουθεί να επηρεάζει εν πολλοίς τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Ψυχρός πόλεμος και νέες μορφές αποικιοποίησης: Οι αποικιοκράτες που έγιναν αποικιοκρατούμενοι

Όταν το 1993 ο Edward Said εξέδιδε το Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός, ολοκληρώνονταν εικοσιτέσσερα χρόνια ακριβώς, από την κυκλοφορία μιας άλλης εξίσου σημαντικής μελέτης του Herbert Schiller με τίτλο, Μαζικές Επικοινωνίες και Αμερικανική Αυτοκρατορία.1 Η τελευταία αποτέλεσε στην ουσία την πρώτη διατύπωση της θεωρίας του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.

Μεταπολεμική πραγματικότητα και αντιαποικιακοί αγώνες

Του Αντώνη Αντωνίου *
H εποχή που ξεκινάει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σηματοδοτεί την υπέρβαση του προηγούμενου ευρωκεντρικού διεθνούς συστήματος. Η διαμόρφωση δύο διακριτών «στρατοπέδων» μεταφέρει τις συγκρούσεις εκτός Ευρώπης (Κίνα, Κορέα κ.λπ.), ο Ψυχρός Πόλεμος μεταφέρεται από το κέντρο στην περιφέρεια.