Μαρξισμός και αλλοτρίωση
Η ημερίδα στην Άγκυρα για την Γενοκτονία των Ποντίων (μέρος β’)
Δρόμοι της Ιστορίας: Ιουλιανά
Αφιέρωμα: Πατριωτισμός και διεθνισμός στη στρατηγική της Αριστεράς
Ο Δρόμος της Αριστεράς δημοσίευσε στο φύλλο της 8ης Μαρτίου 2014, δύο τοποθετήσεις που πραγματεύονται τη σχέση του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα αλλά και της Αριστεράς και του μαρξισμού με τον διεθνισμό και τον πατριωτισμό. Πρόκειται για τις ομιλίες των Λουκά Αξελού και Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου που έγιναν σε εκδήλωση με τίτλο Πατριωτισμός και διεθνισμός στη στρατηγική της Αριστεράς την οποία διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ Χαλανδρίου στις 19 Φεβρουαρίου με τη στήριξη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.
Διαβάστε εδώ τα δύο κείμενα, καθώς και το εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος.
Πατριωτισμός και διεθνισμός στη στρατηγική της Αριστεράς - Εισαγωγικό σημείωμα
Πατριωτισμός, διεθνισμός και η σύνδεση του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα. Του Λουκά Αξελού
Η εμφάνιση μιας νέας Αριστεράς
Στη δεκαετία του ’60 οι διεθνείς μεταπολεμικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις κοινωνικές αλλαγές οδήγησαν και στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, στην εμφάνιση νέων οργανώσεων της Αριστεράς σε αντιπαράθεση με τα επίσημα κόμματα που είχαν αναδειχτεί μια προηγούμενη περίοδο. Είναι άλλωστε η περίοδος που προοιωνίζει το μεγάλο παγκόσμιο ξέσπασμα με ορόσημο το γαλλικό Μάη του 1968. Οι αντιθέσεις μεταξύ του ΚΚ Κίνας και του ΚΚΣΕ στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το αναπτυσσόμενο αντιαποικιακό και αντιμπεριαλιστικό κίνημα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η κουβανέζικη επανάσταση και το παράδειγμα του Τσε Γκεβάρα, επηρεάζουν και κινητοποιούν.
Φάκελος: Ιταλικό Δημοψήφισμα
Φεμινισμός είναι η πράξη
Τον 19ο αιώνα και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, η ελάχιστη δικαιοσύνη ήταν η πολιτική χειραφέτηση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της ψήφου προέκυψε από τον εξευτελισμό του αποκλεισμού. Όταν το 1846, στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο κατά της Δουλείας στο Λονδίνο, απαγορεύτηκε στις γυναίκες αντιπροσώπους των ΗΠΑ να συμμετάσχουν στις διαδικασίες, έγινε ολοφάνερο πως ήταν ειρωνικά μάταιο να αγωνίζονται (παίρνοντας αδιανόητα ρίσκα) για την ελευθερία των άλλων, την στιγμή που οι ίδιες δεν είχαν το στοιχειώδες δικαίωμα της συμμετοχής. Αλλά η διεκδίκηση συμμετοχής στα πολιτικά δικαιώματα πολύ γρήγορα έγινε διεκδίκηση συμμετοχής στην εκπαίδευση, την οικονομική ανεξαρτησία, τον λόγο, την πράξη. Και, χωρίς ακόμα να λέγεται εντελώς καθαρά, διεκδίκηση αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού, άρα δικαίωμα αυτονομίας του γυναικείου σώματος. Το σώμα μας, ο εαυτός μας – από τότε.
Το σώμα δέχεται πρώτο αυτό την ταπείνωση και την καταπίεση του ετεροπροσδιορισμού. Δέχεται πρώτο την επιβολή. Και προσχωρεί πρώτο στην πράξη της επανάστασης. Κι ας μοιάζει σαν οι διεκδικήσεις που αφορούν την ανεξαρτησία του γυναικείου σώματος να ήρθαν, ιστορικά μιλώντας, τελευταίες (με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, δηλαδή μετά το 1965). Γιατί όταν οι γυναίκες «βγήκαν», μεταφορικά, αλλά κυρίως κυριολεκτικά, από τον ιδιωτικό χώρο και διεκδίκησαν τον δημόσιο, αυτό που, μεταφορικά αλλά κυρίως κυριολεκτικά, βγήκε προς τα έξω για να διεκδικήσει και να εκτεθεί, ήταν το σώμα τους.
Η γυναικεία πράξη και, πολύ περισσότερο, η φεμινιστική πράξη είναι, σχεδόν εξ ορισμού, καταρχήν σωματική.
Ίσως γι’ αυτό οι γυναίκες εφηύραν ως πολιτικό όπλο την απεργία πείνας (το 1909). Η απεργία πείνας μεταφέρει την πολιτική διεκδίκηση στο επίπεδο του σώματος. Στο κοινωνικό επίπεδο, οι γυναίκες σιτίζονταν πάντα και σε κάθε κοινωνία λιγότερο καλά από τους άντρες. Στο ψυχικό επίπεδο, η οικειοθελής στέρηση της τροφής, σήμερα γνωστή ως νευρική ανορεξία, ήταν ένας τρόπος να δηλωθεί το χάσμα ανάμεσα στην αναπόδραστη καταπίεση και την επιθυμία της διαφυγής. Οι γυναίκες που δεν άντεχαν τη βιαιότητα της αντρικής εξουσίας στα σπίτια τους, έπαυαν να τρώνε. Οι γυναίκες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρατική εξουσία στις φυλακές ανακάλυψαν ως όπλο την απεργία πείνας. Οι περιγραφές της βίαιης σίτισης (με ένα σωλήνα που, περνώντας από τα ρουθούνια και ξεσκίζοντας τον οισοφάγο, άδειαζε υγρή τροφή στα στομάχια των κρατούμενων γυναικών) μοιάζουν με περιγραφές βιασμού. Αλλά αν ο πραγματικός βιασμός είναι το απόλυτο όπλο στον ακήρυχτο πόλεμο κατά των γυναικών, ο μεταφορικός βιασμός της βίαιης σίτισης αποδείχθηκε ανεπαρκής. Γιατί οι γυναίκες που την υπέστησαν δεν κάμφθηκαν. Ακόμα χειρότερα, δημοσιοποίησαν τη φρίκη. Και η δημοσιοποίηση, η δημόσια έκθεση του σώματος και του λόγου τους, ήταν τελικά η αποτελεσματικότερη φεμινιστική πράξη σε ένα αγώνα που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Όταν, μισό αιώνα αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μια άλλη γενιά γυναικών ξανάπιασε το κομμένο νήμα του φεμινισμού, ήταν λογικό το γυναικείο σώμα να βρεθεί στο επίκεντρο των διεκδικήσεων και να γίνει το επίκεντρο της φεμινιστικής πράξης. Ο αγώνας για γυναικείο έλεγχο της μητρότητας και των αναπαραγωγικών λειτουργιών, ο αγώνας για ελεύθερη ασφαλή αντισύλληψη και ελεύθερη ασφαλή έκτρωση, ο αγώνας κατά του βιασμού, κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης, κατά της πορνογραφίας, ήταν τα επιμέρους κεφάλαια ενός ενιαίου αγώνα για το δικαίωμα των γυναικών να κατέχουν, αυτές και μόνον αυτές, επιτέλους, το ίδιο τους το σώμα.
Στην «Τζέιν», την Παράνομη Υπηρεσία Εκτρώσεων, που ιδρύθηκε το 1969 στο Σικάγο, συμμετείχαν πάνω από 3.000 νέες γυναίκες και ώς το 1973, όταν νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις στις ΗΠΑ, έκαναν πάνω από 12.000 παράνομες εκτρώσεις. Στην αρχή απλώς βοηθούσαν τις γυναίκες να βρουν γιατρό και πρόσφεραν ψυχολογική και πρακτική στήριξη, μετά επέβαλαν στους γιατρούς τους δικούς οικονομικούς και δεοντολογικούς όρους, μετά έγιναν παραϊατρικοί βοηθοί στις επεμβάσεις, μετά έμαθαν να προκαλούν ασφαλείς αποβολές σε γυναίκες που είχαν περάσει το πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης, και στο τέλος έμαθαν να κάνουν οι ίδιες τις αποξέσεις. 12.000 παράνομες, αλλά εντελώς ασφαλείς εκτρώσεις, μέσα σε ανθρώπινες συνθήκες. Kάνοντας πράξη (και μάλιστα άκρως παράνομη) τη φεμινιστική διεκδίκηση, η «Τζέιν» εντάχθηκε σε μία πανάρχαια γυναικεία παράδοση μαιευτικής. Πολύ περισσότερο, έδωσε ένα νέο νόημα σ’ αυτήν την παράδοση, το νόημα της συνειδητής στάσης και του δικαιώματος στην ελεύθερη επιλογή για όποιο θέμα αφορά το σώμα μας. Δηλαδή, τον εαυτό μας.
Η φεμινιστική πράξη είναι πάντα προκλητική. Κυρίως εξαιτίας της άκρας σωματικότητάς της. Κυρίως επειδή εκθέτει το γυναικείο σώμα διεκδικώντας την απελευθέρωσή του από τους έξωθεν προσδιορισμούς. Κυρίως γιατί θυμίζει πως είμαστε το σώμα μας και πως η ελευθερία είναι πρώτ’ απ’ όλα ελευθερία του σώματος.