https://www.mavrosgatos.blogspot.com/
Της Τασίας Σταματοπούλου [email protected]
Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς την Ποίηση; Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές διαβάζοντας ποιήματα ελλήνων και ξένων ποιητών, γνωστών τε και όχι τόσο, που σχεδόν όλοι κρούουν χορδές και ανοίγουν συναισθήματα, είτε μιλούν για τον έρωτα, για τον Άνθρωπο, για μεγάλες αλήθειες, για καθημερινές πεζές στιγμές, για Επανάσταση, για Μοναξιά, για το Άγνωστο, για την Απόγνωση…
Τι θα ήταν και η μπλογκόσφαιρα χωρίς τους ποιητές της;
Μια λέξη άνυδρη.
Ακόμη και εκείνοι που θεωρούν την ποίηση «περιττή», «βαρετή» ή «ακαταλαβίστικη», δίχως να το ξέρουν, μιλούν μαζί της, μέσα από τραγούδια, μέσα σχεδόν από όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους, χαρά, λύπη, έκπληξη, αναπάντεχο, θυμός και χρησιμοποιούν ποιητικές εκφράσεις, άθελά τους, για να εκφρασθούν.
Μέσα στη μεγάλη ποικιλία των μπλογκς, και στις δυο μεγάλες κατηγορίες, που κατά τη γνώμη μου κυριαρχούν, τα πολιτικά-ενημερωτικά και τα «κοινωνικού σχολιασμού» (κουτσομπολιού), η φωνή του Μαύρου Γάτου «ακούγεται» παράταιρη, αλλά και τόσο ανακουφιστική και λυτρωτική.
Ο Μαύρος Γάτος έχει όνομα, είναι ο ποιητής Μιλτιάδης Θαλασσινός, «…δίποδο θηλαστικό, μια πολύπλοκη μορφή ζωής με βάση τον άνθρακα και τις ενώσεις του…» Έχουμε όλην τη Ζωή μπροστά μας για να Ταξιδέψουμε έχουμε όλον τον Θάνατο μπροστά μας για να ξεκουραστούμε
Ο Μαύρος Γάτος είναι μια όαση στις καθημερινές και, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, πικρές ,δυσάρεστες, αποπνικτικές καταστάσεις που αποτυπώνονται και στο Ίντερνετ, αλλά ζει μέσα σε αυτές και μιλά για αυτές, με τη δικιά του λαλιά.
Ο κ. Άστεγος
Ο Κ. είναι τριάντα χρονών. Έχει δυο γαλανά μάτια, ένα καστανό μουσάκι, ένα καπελάκι, μια κουβερτούλα, μια πλαστική σακούλα, κι ένα τραύμα στη μύτη. Εδώ και δύο μήνες κοιμάται στο ύπαιθρο, στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ο Κ. ήρθε από ένα χωριό της Μακεδονίας. Είχε εκεί ένα σπίτι, όπου ζούσε με τη μητέρα του, αλλά του το πήρε η Τράπεζα, όταν έπεσε έξω η βιοτεχνία ρούχων που είχε από τον πατέρα του. Όταν πέθανε και η μητέρα του, αποφάσισε να φύγει από το χωριό, αφού δεν υπήρχε τρόπος να βγάλει το ψωμί του. Έχει κάποιους φίλους εκεί, και μιαν αδερφή, που δεν γνωρίζουν τώρα ότι κοιμάται στο δρόμο, ξέρουν απλά ότι είναι στη Θεσσαλονίκη και ψάχνει για δουλειά – δεν άντεχε να βλέπουν όλοι την άθλια κατάστασή του, δεν ήθελε να γίνεται βάρος, δεν άντεχε να ζει από ελεημοσύνη, ούτε φυσικά μπορούσε να ζήσει σαν άστεγος εκεί. Προτίμησε να έρθει ν’ αναζητήσει μια δουλειά εδώ, όπου είναι τουλάχιστον ξένος μεταξύ ξένων. Εδώ ντρέπεται κάπως λιγότερο…
Ο Κ. ψάχνει, δυο μήνες τώρα, για δουλειά, εδώ, στη μεγάλη πόλη. Ξέρει να ράβει επαγγελματικά, όντας πρώην βιοτέχνης, μα οι περισσότερες βιοτεχνίες έχουν κλείσει, κι όσες ακόμα επιβιώνουν, απολύουν προσωπικό, δεν προσλαμβάνουν. Ελπίζει να βρει δουλειά σαν οικοδόμος, είναι γερός, λέει, αντέχει. (Δεν αντέχει όμως η οικοδομή, βρε Κ., πάει κι αυτή κατά διαόλου…)
Ο Κ. συνεχίζει να ψάχνει για δουλειά. Και δεν βρίσκει. Στο μεταξύ, ζει στο δρόμο. Και ντρέπεται. Αλλά ελπίζει.
Ακόμα.
Πανικός στο μαντρί
Μια μέρα ο τσοπάνης μάζεψε γύρω του όλα τα ζώα του μαντριού για να τους μιλήσει σοβαρά.
«Αγαπημένα μου πρόβατα, λατρεμένα μου κατσίκια, τιμημένα μου σκυλιά. Ξέρετε όλα σας για την κρίση που επικρατεί. Το γάλα που παράγετε λιγοστεύει συνεχώς, και μού βγαίνει όλο και πιο ξινό. Το κατσιασμένο μαλλί σας μόλις σας κουρέψω γεμίζει σκώρους. Το κρέας σας είναι σκληρό και άνοστο. Ενώ εκείνο το Ευρωπαϊκό γάλα… είναι όλο άρωμα και γλύκα… εκείνο το ινδικό μαλλί, είναι σαν μετάξι… εκείνα τα κινέζικα κρέατα… είναι δέκα φορές πιο φτηνά… Είμαι όμως ο τσοπάνης σας, από πάππο προς πάππο, και σας αγαπώ απεριόριστα, γι’ αυτό και θα σας σώσω. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό μόνος μου, γιατί εκείνος ο άθλιος, ο ακατονόμαστος, ο άχρηστος, ο προηγούμενος τσομπάνης ντε, σάς είχε κακομάθει με τζάμπα σανό, κι έκλεβε ασύστολα στα στέγαστρα και στις ποτίστρες.
Τόσα χρόνια όμως έχουμε περάσει τόσα και τόσα μαζί… χαρές, λύπες, αγωνίες, επιτυχίες… Είμαι υπεύθυνος για σας, και πρέπει οπωσδήποτε να σας σώσω, το θεωρώ χρέος μου. Όσο δύσκολες κι αν είναι οι αποφάσεις που πρέπει να πάρω, δύσκολες τόσο για σας, όσο και για μένα.»
Γύρω τα πρόβατα είχαν σαστίσει. Ακόμα και τα συνήθως φωνακλάδικα και θρασεία τσοπανόσκυλα άκουγαν άφωνα και σκυθρωπά. Ο τσοπάνης συνέχισε, πιο χαμηλόφωνα: «Μέσα σε αυτήν την εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση, ένας μόνος τρόπος υπάρχει για να σώσω το μαντρί, και θα το κάνω, όποιο κι αν είναι το κόστος. Το σκέφτηκα από ‘δω, το σκέφτηκα από ‘κει, μέχρι και έρπη έβγαλα, αλλά το αποφάσισα και δεν θα κάνω με τίποτα πίσω, κι ας μην ξαναεκλεγώ ποτέ τσομπάνης: Θα σας φέρω το λύκο».
Κάντε τους την έκπληξη, βγείτε από το μαντρί!
ΥΓ. Δυστυχώς δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ τις εξαιρετικές εικονογραφήσεις των κειμένων του, το ραδιόφωνο του Μαύρου Γάτου και άλλα πολλά.