Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε νέα αύξηση στον κατώτατο μισθό από την 1η Μάη, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των συνεπειών του πληθωρισμού. 713 ευρώ από τα 663 στις αρχές του έτους, δηλαδή αύξηση 9,7%. Ορισμένα συνοπτικά σχόλια για την εξέλιξη αυτή:
1. Η κυβέρνηση που κράτησε σταθερό τον κατώτατο μισθό επί δυόμισι χρόνια (θυμίζουμε ότι λόγω μνημονίων που… τελείωσαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει Εθνική Συλλογική Σύμβαση και η αύξηση ή μη είναι πρωτοβουλία της κυβέρνησης) υποχρεώθηκε από τις ίδιες τις εξελίξεις να δώσει τη δεύτερη αυτή αύξηση. Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που το 2020 και το 2021, εν μέσω πανδημίας, δεν έδωσε καμία αύξηση στους μισθούς όταν η μέση αύξηση στην Ε.Ε. ήταν 8,4% και 3% αντίστοιχα.
2. Η δεύτερη αύξηση στον κατώτατο μισθό διαμορφώθηκε στο 7,7% ή 50 ευρώ μηνιαία. Η αύξηση αυτή είναι υψηλότερη από όλα τα συγκλίνοντα σενάρια που είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με αυτά, η υψηλότερη προβλεπόμενη αύξηση ήταν στο 6%. Καμία από τις προτάσεις που υποβλήθηκαν στη διαβούλευση, πλην εκείνης από πλευράς ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (13,3%) και των ΓΣΕΒΕ και ΕΣΣΕ για αυξήσεις στα επίπεδα του πληθωρισμού, δεν ήταν μεγαλύτερη. Συνεπώς, αν και η κυβέρνηση φαίνεται πολύ «ανοιχτοχέρα», αλλού πρέπει να αναζητηθεί η εξήγηση της «υπέρβασης» αυτής. Είναι η φθορά λόγω των αρνητικών εξελίξεων από την κυβερνητική διαχείριση σε όλα τα μέτωπα και όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας. Η επιδεινούμενη δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να προχωρήσει στο μέτρο αυτό. Με άλλα λόγια, η χώρα βρίσκεται σε τροχιά προετοιμασίας εκλογών…
3. Η σωρευτική αύξηση (9,7%) φαινομενικά καλύπτει τον πληθωρισμό (8,9% τον Μάρτιο), ισχυρίζεται το Υπουργείο Εργασίας. Καταρχάς δεν γνωρίζουμε ακόμα πού θα είναι ο πληθωρισμός τον Μάιο, όταν θα εφαρμοστεί ο νέος κατώτατος μισθός. Η εξέλιξη της πορείας των τιμών και τα «μαντάτα» από την πασχαλινή αγορά δείχνουν ραγδαία επιδείνωση, χωρίς να υπάρχει καμία δέσμευση για το μέλλον και τη σύνδεση του κατώτατου μισθού με τον πληθωρισμό. Η αύξηση δίνεται με σημαντική χρονική υστέρηση. Υπενθυμίζουμε ότι ο πληθωρισμός άρχισε να ανεβαίνει από τον περασμένο Μάιο και πήρε δραματική τροπή από τον Ιούλιο (1,4%). Όλο αυτό το διάστημα, με καθηλωμένους μισθούς, ο πληθωρισμός «ροκάνιζε» τα εισοδήματα και οι εκ των υστέρων αυξήσεις καλύπτουν ένα μόνο μέρος των απωλειών. Το ίδιο ισχύει και για τις αυξήσεις τιμών από εδώ και μετά. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει η γνωστή Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή –που διεκδικούσε το εργατικό κίνημα και σήμερα έχει «ξεχαστεί»– οι εργαζόμενοι σταδιακά επιβαρύνονται από την άνοδο των τιμών. Όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική υστέρηση μεταξύ της αύξησης τιμών και της όποιας αναπροσαρμογής μισθών τόσο μεγαλύτερη είναι η απώλεια για τους εργαζόμενους.
Η επιδεινούμενη δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να προχωρήσει στο μέτρο αυτό. Με άλλα λόγια, η χώρα βρίσκεται σε τροχιά προετοιμασίας εκλογών…
4. Με δείκτη τον κατώτατο μισθό, οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να είναι φτωχότεροι συγκριτικά με το 2012, δηλαδή μία δεκαετία μετά. Υπενθυμίζουμε ότι ο κατώτατος μισθός το 2012 ήταν 751 ευρώ και τον κούρεψαν τα μνημόνια στα 583 ευρώ. Έφτασε στα 650 ευρώ την 1/2/2019, στα 663 ευρώ την 1/1/2022 και στα 713 ευρώ την 1/5/2022. Συνεπώς, συνεχίζει να υπολείπεται του μισθού του 2012 κατά 5,1%. Εάν σε αυτή την απώλεια προστεθούν ο πληθωρισμός καθώς και οι αυξήσεις άμεσων και κυρίως έμμεσων φόρων αλλά και τα χαράτσια που νομοθετήθηκαν με τα μνημόνια –ρυθμίσεις που συνεχίζουν να εφαρμόζονται– γίνεται κατανοητό το μέγεθος της φτωχοποίησης του λαού. Αλλά και το γιατί συνεχίζουν και συσσωρεύονται πάσης φύσεως ανεξόφλητες οφειλές. Για παράδειγμα, οι νέες συσσωρευμένες οφειλές προς το δημόσιο σε δωδεκάμηνη βάση τον Φεβρουάριο 2022 ήταν 1,8 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 73% έναντι του προηγούμενου έτους.
5. Η κυβέρνηση υπερτονίζει διαρκώς τη δικαιοσύνη στη διανομή της μεγέθυνσης της οικονομίας. Όμως η πορεία του βασικού μισθού δεν έχει καμία σχέση με την όποια βελτίωση σημειωνόταν στην πορεία της οικονομίας την περίοδο της παρούσας κυβέρνησης. Η αύξηση του ΑΕΠ το 2019 ήταν 1,9%, το 2020 ήταν μείωση 9% και το 2021 αύξηση 8,3%. Πρακτικά, σε όλη αυτή την περίοδο, η αύξηση του 2019 πήγε υπέρ των οικονομικά ισχυρών και δεν δόθηκε απολύτως τίποτε για τους εργαζόμενους. Η αύξηση 2% για την 1/1/2022 ανακοινώθηκε τέλη Ιουλίου 2021, όταν είχε ξεκινήσει η ακρίβεια να χτυπά με δραματικό τρόπο τα εργατικά εισοδήματα. Μαζί και η συζήτηση για τον πληθωρισμό και τη διάρκειά του. Φυσικά, τα όσα ακολούθησαν απέδειξαν το πόσο υποτιμημένες ήταν οι όποιες αρχικές προβλέψεις. Άρα η κυβέρνηση όχι μόνο δεν εφάρμοσε τη δέσμευσή της για αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο της ανάπτυξης, για όλη την περίοδο που κυβερνά, αλλά η όποια αύξηση έχει αρχίσει να δίνεται λόγω του πληθωρισμού χωρίς και αυτός να καλύπτεται. Συνεπώς, μέσω της καθήλωσης αρχικά των μισθών (2019-2021) και των αυξήσεων που υπολείπονται και ακολουθούν εκ του μακρόθεν χρονικά τον πληθωρισμό συνεχίζεται η αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων και υπέρ του κεφαλαίου.
6. Η κυβέρνηση κρίνεται για τα έργα της από το λαό και ακριβώς σε αυτή την διογκούμενη αγανάκτηση του κόσμου προσπαθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να επενδύσουν, υποσχόμενα, όπως ακριβώς έκαναν και στο παρελθόν. Ξεκίνησε λοιπόν ομοβροντία υποσχέσεων, διεκδικήσεων και γενική πλειοδοσία. Όλοι έχουν κάτι να υποσχεθούν χωρίς όμως να γίνονται πειστικοί λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος τους.
Το ΠΑΣΟΚ–ΚΙΝΑΛ τού «λεφτά υπάρχουν», που έφερε τα μνημόνια και συνεχίζει στη λογική τους, ζητά αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ που ήταν πριν τη μνημονιακή περικοπή του 2012, που το ίδιο ψήφισε και εφάρμοσε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πλειοδοτεί λίγο περισσότερο και υπόσχεται, όταν γίνει κυβέρνηση, κατώτατο μισθό 800 ευρώ, όπως ακριβώς υποσχόταν κατάργηση των μνημονίων για να φέρει τελικά το τρίτο και χειρότερο. Άλλωστε οι υποσχέσεις και οι εξαγγελίες δεν κοστίζουν τίποτε.
Το ΚΚΕ ζητά ακόμα μεγαλύτερη αύξηση στα 825 ευρώ και όπως πάντοτε εκτιμά ότι μόνο αυτό είναι συνεπές και μπορεί να διεκδικήσει αυξήσεις για την εργατική τάξη. Συνεπώς, για ένα ακόμα καυτό θέμα δεν γίνεται καμία κουβέντα για την ανάπτυξη ενωτικού, εργατικού και λαϊκού κινήματος. Όλα θα λυθούν με τη συσπείρωση γύρω από το ΚΚΕ και τις όποιες κινηματικές και συνδικαλιστικές εκφράσεις του.
Όλα αυτά, χωρίς προγράμματα, χωρίς εξειδίκευση, χωρίς δεσμεύσεις και κυρίως χωρίς λαϊκό–εργατικό κίνημα που να μπορεί να διεκδικεί αυξήσεις και εργασιακά δικαιώματα, καθώς το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο βασικός μισθός. Το πολιτικά κόμματα που έχουν οδηγήσει με τις πολιτικές τους –και τα συνδικαλιστικά στελέχη τους σε διατεταγμένη υπηρεσία– σε απαξίωση και μαρασμό το συνδικαλιστικό κίνημα υπόσχονται αυξήσεις πλειοδοτώντας έναντι της κυβέρνησης και μεταξύ τους.