Του Βασίλη Νομπιλάκη
Μία από τις διαστάσεις του αόρατου πολέμου στον οποίο, εκόντες άκοντες, είμαστε ριγμένοι έχει να κάνει με τα περίφημα «αυτονόητα». Τα τελευταία βεβαίως μόνο τέτοια δεν είναι, εξ ου και η λυσσαλέα μάχη που διεξάγεται σχετικά με το ποιος θα επιβάλει τα δικά του. Από την άλλη πλευρά, το Σύνταγμα, το οποίο εγγυάται μια σειρά από θεμελιώδη δικαιώματα που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν έχει καταργηθεί ακόμα. Ωστόσο, στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται σαφώς πιο σύνθετα, καθώς οι σοβαρές, σεμνές, υπεύθυνες και ακραιφνώς φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις που οδήγησαν με εξαιρετική μαεστρία το πλοίο «Ελλάς» ίσια στα βράχια φαίνεται να το αντιμετωπίζουν περίπου σαν κουρελόχαρτο.
Παρακολουθούμε, λοιπόν, εδώ και τέσσερα χρόνια μια κυβέρνηση -από τις ημέρες του ΓΑΠ έως και σήμερα δεν έχουμε να κάνουμε παρά με την ίδια κυβέρνηση, το ίδιο μπουλούκι που αλλάζει κάθε τόσο τους «ηθοποιούς» που αναλαμβάνουν ξανά και ξανά να ανεβάσουν το επικό μελόδραμα «Η σωτηρία της πατρίδος (διά του εξανδραποδισμού των κατοίκων αυτής)»- η οποία καθημερινά, με μοναδική πράγματι συνέπεια, πασχίζει να ρίξει όσο περισσότερο γίνεται τη στάθμη όσων μέχρι χθες θεωρούσαμε αυτονόητα. Έχοντας βεβαίως στην διάθεσή της όλους αυτούς τους, χειρουργικής ακριβείας, μηχανισμούς προπαγάνδας που κατ’ ευφημισμό αποκαλούμε ΜΜΕ η κυβέρνηση προσπαθεί, εφαρμόζοντας σαν υπάκουος μαθητής «το δόγμα του σοκ» και εξαπολύοντας αλλεπάλληλα χτυπήματα κάτω από τη μέση, να επιβάλει στους ημιλιπόθυμους τηλεθεατές -παρεμπιπτόντως και πολίτες- τα δικά της αυτονόητα. Έτσι, στο «θαυμαστό καινούργιο κόσμο», ήτοι στη θεαματική προσομοίωση της πραγματικότητας όπως παρουσιάζεται από τα διάφορα καθεστωτικά μέσα, το βίαιο κλείσιμο της ΕΡΤ, οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και το ξεχαρβάλωμα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μεταμορφώνονται μαγικά σε «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», οι κοινωνικοί αγώνες λοιδορούνται ως «επικίνδυνον πράγμα» και ένας ανεκδιήγητος τηλε-πλασιέ προσφωνείται «υπουργός Υγείας».
Ανάμεσα σε όσα δεν επιθυμούμε να μάθουμε συγκαταλέγεται και η απάντηση στο ερώτημα έως πού είναι διατεθειμένη να κατακρημνίσει τον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» η κυβερνώσα αλητεία. Σε συνθήκες όπως οι σημερινές, όπου η κατάσταση εξαίρεσης μετατρέπεται μέσω του γκλομπ του Νόμου σε νέα κανονικότητα, η στάθμη των αυτονόητων έχει κατρακυλήσει τόσο χαμηλά που ακόμη και ο πιο απαισιόδοξος (ή -ακριβέστερα- ο λιγότερο παραμυθιασμένος) δύσκολα θα φανταζόταν ότι θα συνέβαινε σε διάστημα μικρότερο της δεκαετίας από τη χρονιά διεξαγωγής εκείνων των αλησμόνητων Ολυμπιακών Αγώνων, της τελευταίας «μεγάλης εθνικής ιδέας», καταπώς έχει λεχθεί.
Δίχως να πρωτοτυπούμε ιδιαίτερα, αξίζει ωστόσο να θυμίσουμε ότι όσα βιώνουμε σήμερα δεν αποτελούν παρά την άλλη όψη, την πίσω πλευρά εκείνης της τόσο κοντινής και συνάμα τόσο μακρινής «ισχυρής Ελλάδας», ο «λαός» της οποίας επέμενε να καταπίνει αμάσητα όσα τον τάιζαν: σκυλάδικα και life-style γκλαμουριά, εκσυγχρονισμούς και «μεγάλα οράματα», δανεικό χρήμα και μηδενική μέριμνα για το μέλλον. Κι ότι ένα από τα ελάχιστα «αυτονόητα» που μας έχει απομείνει είναι ακριβώς ότι κανένα φως «στο βάθος του τούνελ» δεν πρόκειται να φανεί, όσο η σκέψη μας παραμένει εγκλωβισμένη σε ψευδεπίγραφα διλήμματα, στραμμένη σε προφήτες, μεσσίες και ειδήμονες κάθε είδους ή περιορισμένη μέσα στα ετοιματζίδικα κοστούμια της συμφοράς που διάφοροι καλοθελητές έχουν βαλθεί να μας φορέσουν με το στανιό.