Συνέντευξη στον Μιχάλη Σιάχο
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιαζόντως κρίσιμη δοκιμασία, όπου η χώρα και ο λαός οδηγούνται σε δημοψήφισμα κάτω από την απειλή των δανειστών να διαλέξουμε ανάμεσα στην υποταγή ή την… καταστροφή. Σ’ αυτή την εύφλεκτη συγκυρία –που εκτός από ψυχραιμία και νηφαλιότητα, θέλει αρετή και τόλμη- ο Λουκάς Αξελός εξέδωσε ένα νέο βιβλίο με τον επίκαιρο τίτλο Ανάμεσα στις συμπληγάδες. Βιβλίο – βοήθημα θα το λέγαμε αφού διαπραγματεύεται την ξεχασμένη σχέση της πολιτικής με την ηθική, το ακανθώδες ζήτημα της εθνικολαϊκής συμμαχίας και της ηγεμονίας, καθώς και το εκρηκτικό δίπτυχο «πατριωτισμός – διεθνισμός» που συνεχίζει να διχάζει την Αριστερά. Αυτά και άλλα εξίσου κρίσιμα ζητήματα αποτέλεσαν το αντικείμενο της συνομιλίας που είχαμε μαζί του…
Εκδώσατε ένα βιβλίο με τον πολύ εύγλωττο για τις ημέρες μας τίτλο Ανάμεσα στις Συμπληγάδες. Τι σας ώθησε στο να βγάλετε το βιβλίο αυτό τώρα;
Το γεγονός ότι ύστερα από έξι χρόνια μνημονιακού ζόφου βρισκόμαστε ανάμεσα στις Συμπληγάδες της Νέας Τάξης και του νεοφιλελευθερισμού χωρίς να τις έχουμε περάσει, σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι η όποια αλλαγή στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο προϋποθέτει μιαν εκ βάθρων αναδιαμόρφωση της ίδιας της Αριστεράς ως φορέα αλλαγής, με οδήγησε στο να παρουσιάσω συγκεντρωμένη την πάντα δημόσια διατυπωμένη άποψή μου για την τρέχουσα πραγματικότητα.
Ουσιαστικά στο βιβλίο αυτό θέλω με πολιτικούς όρους να επιμείνω σε αυτά που από τα τέλη του 1970 θεωρούσα ως πρώτιστα μελήματα για την μαχόμενη Αριστερά. Πρώτον ότι δεν έπρεπε να ενδώσει στην γοητεία της τέχνης του εφικτού, αλλά στην γοητεία να κάνει εφικτό αυτό που απελευθερώνοντάς μας μάς εκτινάσσει στο μέλλον. Δεύτερον, ότι πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική κρίση αφορά πρώτιστα την ίδια και ότι οφείλει να διευρύνει και βαθύνει ηθικά, πολιτιστικά και πολιτικά την κουλτούρα της, αναδιαμορφώνοντάς την εκ βάθρων και, τέλος, τρίτον ότι θα πρέπει να ξεφύγει από την λατρεία της θεσμικότητας που την οδήγησε μετά την πολιτικοστρατιωτική μας ήττα το 1949 η αναγκαστική αναδίπλωση και να αντιληφθεί ότι η λογική του τύπου «θα τους ταράξουμε στην νομιμότητα» δεν είναι παρά μια παραλλαγή ενσωμάτωσης και μεταφοράς του αγώνα στην έδρα του αντιπάλου.
Στον υπότιτλο του βιβλίου αναφέρεστε σε τρία ξεχωριστά δίπολα, που αποτελούν και την κυρίως θεματική του βιβλίου. Τι σηματοδοτούν τα δίπολα αυτά ώστε να αποτελούν τις βασικές ενότητες αυτού του έργου σας;
Θα πρέπει να είμαι σαφής και ειλικρινής. Το βιβλίο αυτό στέκεται σε κάποια ζητήματα που μας απασχολούν, χωρίς να υποβάλλεται στον κόπο να αναδείξει την τυχόν προτεραιότητά τους, σε σχέση με άλλα ή να σταθεί αντιπαραθετικά με όσα δεν περιλαμβάνει.
Ευρισκόμενος αντιμέτωπος με το υπαρκτό δίλημμα που έχουμε μπροστά μας, αν δηλαδή οι δυνάμεις της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης θα επιλέξουν να συγκρουστούν επί της ουσίας με την ευρωπαϊκή και ντόπια αριστοκρατία του χρήματος ή θα συμβιβαστούν με αυτήν, διεκδικώντας ορισμένες δευτερεύουσας σημασίας παραχωρήσεις, θεώρησα αναγκαίο να σταθώ σε τρία κομβικά, κατά την γνώμη μου, ζητήματα που αποτελούν βασικό κορμό μιας πολιτικής που φιλοδοξεί να περάσει το πληγωμένο άλογο στην απέναντι όχθη του ποταμού.
Το πρώτο αφορά την σχέση ηθικής και πολιτικής· αυτό το ριγμένο στα αζήτητα αξιακό στοιχείο. Το δεύτερο σχετίζεται με το μείζον πρόβλημα του ποιοι είναι οι φίλοι μας και ποιοι οι εχθροί μας. Με το ακανθώδες δηλαδή ζήτημα των συμμαχιών, της ηγεμονίας αλλά και του νέου εθνικού-λαϊκού μπλοκ ως αποφασιστικού, αποτρεπτικού παράγοντα στις διαρκείς επιθέσεις των πολεμίων. Το τρίτο εστιάζεται στην σχέση πατριωτισμού-διεθνισμού, την σχέση των κυρίαρχων και υποτελών τάξεων με το εκρηκτικό αυτό δίπτυχο, αλλά και την σύνδεση ή απόκλιση του δημοκρατικού πατριωτισμού με τον αυθεντικό διεθνισμό.
Ισχυρίζεστε πως ο κύκλος των βεβαιοτήτων που σηματοδότησαν το μεταπολιτευτικό μοντέλο έκλεισε οριστικά. Στο βαθμό που αυτό ισχύει, ποιες θα πρέπει να είναι οι ορίζουσες, ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο αναγεννητικό πολιτιστικό-πολιτικό πλαίσιο;
Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που διατύπωσα την άποψη ότι η περίοδος των όποιων βεβαιοτήτων έκλεισε οριστικά και ότι οφείλουμε στο εξής να κινηθούμε δραστικά ώστε να συγκεντρώσουμε το απαραίτητο υλικό για να ανανεώσουμε το οπλοστάσιό μας και να συνθέσουμε το νέο πλαίσιο. Πλαίσιο πάγιας μεθοδολογικής αμφιβολίας για κάθε επίδικο ζήτημα. Πλαίσιο με όχι «ετοιμοπαράδοτα» υλικά εκ Δύσεως ή Ανατολής, αλλά αποτέλεσμα κοπιώδους εργασίας και προσπαθειών, όσων στηριζόμενοι στον κεντρικό πυρήνα της στρατηγικής επιλογής για στήριξη στις δικές μας δυνάμεις, εξακολουθούν να υπηρετούν την πρώτιστη αυτή επιλογή ενάντια σε παλιούς και νέους δογματισμούς, ενάντια σε κάθε έκφραση διανοητικής νωθρότητας ή ψοφοδεούς συμπεριφοράς μπροστά στις πραγματικά μεγάλες, δυσκολίες. Η άποψή μου αυτή φρονώ πως δικαιώνεται από την πραγματικότητα της κατίσχυσης του νεοφιλελευθερισμού και την βαθύτατη δομική κρίση – ουσιαστικά χρεοκοπία του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος.
Ως εκ τούτου, αποτελεί πραγματικό αίτημα η επαναβάπτιση και επαναθεμελίωσή μας στα σημερινά δεδομένα. Επαναβάπτιση στην μεγάλη μας παράδοση του δημοκρατικού πατριωτισμού που κορύφωσή του υπήρξε η εποποιία του ΕΑΜ· επαναθεμελίωση με τα αναγκαία αξιακά στοιχεία και στα οποία η σύνδεση της ηθικής με την πολιτική και η ανάδειξη της δημοκρατίας σε βασικό εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής αναμόρφωσης, οφείλουν να αποτελούν τον πολικό μας αστέρα.
Είναι εμφανής η εμμονή σας στην ανάδειξη της αξίας που έχει η σύνδεση της ηθικής με την πολιτική. Η πραγματικότητα, όπως την περιγράφετε, πιστοποιεί την αποσύμπλεξή τους. Πόσο συμβατή είναι στις ημέρες μας η συνύπαρξη και το πάντρεμα του δίπολου ηθική και πολιτική;
Είναι πράγματι ορθός ο εντοπισμός σας. Έδινα και δίνω, προσωπικά, ξεχωριστή σημασία στο σημαντικό αυτό αξιακό στοιχείο που και μετά τον Ηρακλή δείχνει να απασχολεί πολλούς βασανιστικά.
Επανερχόμενος στον πυρήνα της ερώτησής σας θα διερωτηθώ κατ’ αρχήν. Έχει κάνει καλό στην κοινωνία αλλά και στην Αριστερά η πιστοποιημένη πλέον αποσύμπλεξη της ηθικής από την πολιτική; Είμαστε και εμείς χειροκροτητές της λογικής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αρκεί να οδηγεί στην κατίσχυση επί του αντιπάλου, αρκεί να βεβαιώνει την υλική μας υπεροχή;
Δεν ήμουν και δεν είμαι με αυτή την άποψη, όσο «παραγωγική» και αν δείχνει. Φρονώ ότι οι δυνάμεις της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης και δη η μαχόμενη Αριστερά, δεν μπορούν να στηριχθούν μονομερώς στην τυπική πολιτικοθεσμική πλευρά και γενικότερα στην υλική υπεροχή. Έχουν, όπως θα το έθετε και ο Γκράμσι ανάγκη από την ηθική νομιμοποίησή τους. Ένα πλεονέκτημα που η μαχόμενη Αριστερά το κράτησε στα πέτρινα χρόνια· στις εξορίες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα και που της έδωσε για δεκαετίες αυτό το «ηθικό προβάδισμα» που εμπνέει ακόμα και στον πολέμιο τον σεβασμό.
Ως εκ τούτου, η Αριστερά δεν αρκεί να επικαλείται την αρετή, οφείλει να είναι ενάρετη η ίδια· δεν αρκεί να στηλιτεύει το κακό, πρέπει η ίδια να το τιμωρεί παραδειγματικά. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι εύκολα πράγματα. Χωρίς, όμως, αυτά, η έννοια άσκησης πολιτικής υπέρ των υποτελών τάξεων είναι παίγνιο εξουσίας ομογάλακτων πολιτικών σχηματισμών.
Θεωρείτε πως οι ιδέες της Αριστεράς των καιρών μας μπορούν να ξαναγίνουν ηγεμονικές και υπό ποιες προϋποθέσεις. Το «πρώτη φορά Αριστερά», όπως εκπέμπεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και όπως το βιώνουμε μέχρι σήμερα, εκτιμάτε ότι αντανακλά το πλαίσιο της ηγεμονίας, όπως εσείς την προσλαμβάνετε ή πρέπει ν’ αλλάξει κάτι;
Θα θεωρούσα επιβοηθητικό το να διευκρινίσω δύο ζητήματα. Πρώτον την διαφορά ανάμεσα στον ηγεμονισμό και την ηγεμονία, όπου η άρνηση του πρώτου δεν σημαίνει παραίτηση από την δεύτερη και δεύτερον την βαθύτερη πεποίθησή μου ότι σε όλη την ιστορική διαδρομή των τριών τελευταίων αιώνων οι όροι του «άλματος προς τα μπροστά» ή του «άλματος προς τα πίσω» δεν είχαν μονοταξικό χαρακτήρα. Παντού, μα παντού, συνεκροτείτο ένα πλατύτερο μέτωπο δυνάμεων με συγκλίνοντα ή αποκλίνοντα χαρακτήρα. Αυτό ενισχύει περαιτέρω την άποψη για την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός πλατιού εθνικού-λαϊκού μπλοκ ενάντια στην Νέα Τάξη και τον νεοφιλελευθερισμό.
Για να νικήσουμε, λοιπόν, χρειαζόμαστε συμμάχους ώστε να συγκεντρώσουμε την μέγιστη δυνατή δύναμη πυρός. Η Ιστορία, όμως, απέδειξε ότι η συγκρότηση ενός νέου εθνικού-λαϊκού μπλοκ, αν και αποτελεί αναγκαίο όρο για την αλλαγή, δεν είναι από μόνη της ικανή, στον βαθμό που δεν απαντά με επάρκεια στο κομβικό ζήτημα της ηγεμονίας.
Και εδώ είναι που προβάλλει η αναγκαιότητα της ηγεμονίας, της «πρωτοκαθεδρίας» δηλαδή των ιδεών της Αριστεράς απέναντι στους πολεμίους, αλλά και σε όλο το μπλοκ των συμμαχικών με αυτήν δυνάμεων. Οι όροι, όμως, μιας τέτοιου τύπου ηγεμονίας, όπως τουλάχιστον τους έθετε ο Γκράμσι, είναι όροι πρώτιστα ηθικής και διανοητικής-ιδεολογικής υπεροχής, γιατί μια Αριστερά άξια του ονόματός της δεν επιτρέπεται να αποσυνδέει την ηθική από την πολιτική.
Αυτό το καθόλου φαντασιακό σε άλλες εποχές και καταστάσεις σχήμα, απέχει αισθητά από αυτό που εκπέμπεται από τις κρατούσες στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πολιτικές λογικές, που είναι εμφανώς ανεπαρκείς να διοχετεύσουν το αναγκαίο χειραφετητικό-απελευθερωτικό περιεχόμενο στο σύνθημα «Πρώτη φορά Αριστερά», που στα μάτια των υποτελών τάξεων φαντάζει ως σχεδόν αδειανό πουκάμισο.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η επιστροφή μας στην 11η θέση για τον Φόυερμπαχ καθίσταται, δυστυχώς, εκ νέου αναγκαία.
Λέτε πως η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο 1843 και η Ευρώπη ένα νέο 1848. Αυτό σημαίνει ότι ως χώρα και ως ήπειρος βρίσκονται σε επαναστατικές συνθήκες και γιατί η επιστροφή σας στο 1843 και 1848 και όχι στο 1917;
Αξίζει ίσως να σταθούμε σε δύο σταθερά επαναλαμβανόμενες καταγραφές στις διάφορες δημοσκοπήσεις, σε σχέση με τα μνημόνια και τις διαθέσεις του κόσμου απέναντί τους. Εξετάζοντάς τες, λοιπόν, θα διαπιστώσουμε δύο αντιφατικά, στην πρώτη ανάγνωση, αποτελέσματα. Στην πρώτη περίπτωση ότι το 70-80% των πολιτών είναι κατά των μνημονίων και το 20-30% υπέρ και στην δεύτερη ότι το 20-30% είναι διατεθειμένο να αγωνιστεί με ό,τι συνεπάγεται για την κατάργησή τους, ενώ το 70-80% ονειρεύεται να ξυπνήσει στο 2008, άγνωστο με ποιον τρόπο.
Στον βαθμό που οι παραπάνω ανιχνεύσεις είναι σωστές, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι μόνο μια μειοψηφική μερίδα πολιτών έχει βαθύνει την κριτική της στάση απέναντι στο σύστημα και θα απετόλμα και να συγκρουστεί μαζί του, ενώ η πλειοψηφία θέλει απλώς πιο διαχειρίσιμους όρους ζωής, περισσότερη δημοκρατία και πάνω απ’ όλα κοινωνική και πολιτική ειρήνη.
Θεωρώ διολίσθηση στον υποκειμενισμό την υποτίμηση των παραπάνω στοιχείων που θα οδηγούσε στην άποψη ότι η χώρα και η ήπειρος βρίσκονται σε επαναστατικές συνθήκες, γι’ αυτό και πιστεύω ότι η εμμονή σε αυτόν, η μη στήριξη δηλαδή της ανάλυσής μας στο ποιο είναι το πραγματικό επίπεδο συνείδησης των λαϊκών τάξεων, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ήττες. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το κατεξοχήν αποφασιστικό-ουσιαστικό αλλά και πραγματικά ώριμο προς εκπλήρωση στοιχείο· το γεγονός δηλαδή ότι αυτό που απαιτείται σήμερα για την Ελλάδα είναι πιο βαθιά ριζοσπαστική-δημοκρατική-πολιτιστική αναμόρφωση της κοινωνίας προς όφελος των δυνάμεων της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης.
Όλα, λοιπόν, τα παραπάνω είναι που δεν με οδηγούν στο 1917, αλλά στο συμπέρασμα ότι τα αιτήματα του ελληνικού λαού εξακολουθούν να εστιάζονται στο τρίπτυχο: εθνική ανεξαρτησία-δημοκρατία-κοινωνική δικαιοσύνη, με τη δημοκρατία να είναι ο αποφασιστικός κρίκος στην όλη σχέση. Και είναι αυτή ακριβώς η εκτίμηση που με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα χρειάζεται το νέο 1843 της και η Ευρώπη το νέο 1848 της.
Είναι γνωστό ότι το ζήτημα της σχέσης πατριωτισμού-διεθνισμού ταλανίζει έντονα την Αριστερά, δημιουργώντας αντιπαραθέσεις και πολώσεις. Ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς «εκχώρησε» τον πατριωτισμό στους ιδεολογικούς και πολιτικούς της αντιπάλους. Μπορούν, κατά τη γνώμη σας, να «ξανασυναντηθούν» ο δημοκρατικός πατριωτισμός με τον αυθεντικό διεθνισμό, όπως έγινε με το ΕΑΜ;
Το ζήτημα της σχέσης πατριωτισμού-διεθνισμού είναι ευτυχώς ή δυστυχώς κυρίαρχο στοιχείο στην σκέψη και την δράση μου, από τότε που ως μαθητής πολιτικοποιήθηκα συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της αυτοδιάθεσης-ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η απομάκρυνση τμήματος της ιστορικής ελληνικής Αριστεράς από τις πατριωτικές-διεθνιστικές θέσεις που με συνέπεια εξέφρασε από τον Άρη και τον Μπελογιάννη και όχι χωρίς αντιφάσεις ακολούθησε μέχρι και το αντιδικτατορικό κίνημα, με προβλημάτισε έντονα και με οδήγησε στο να ασχοληθώ ιδιαίτερα με το ζήτημα στον βαθμό που διαπίστωνα ότι το εθνικό ζήτημα αποτέλεσε και αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της καθόλου Αριστεράς. Σήμερα είμαι πεπεισμένος για την ορθότητα της άποψης του Γκράμσι που πίστευε ότι «ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι “εθνικό” και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε». Είμαι, επίσης, πεπεισμένος ότι ο δημοκρατικός πατριωτισμός, ως πατριωτισμός των υποτελών τάξεων από τον Ρήγα μέχρι το ΕΑΜ αποτελούν την καλύτερη παράδοση στην οποία μπορεί να στηριχθεί μια ριζοσπαστική άποψη που θεωρεί πολιτικά και επιστημονικά ανεπαρκείς τις απόψεις της ά-τοπης και ά-χρονης μεταμοντέρνας διεθνιστικής Αριστεράς, που εκούσια ή ακούσια στεγάζεται κάτω από την κοσμοπολίτικη ομπρέλα της αριστοκρατίας του χρήματος.
Αποτελεί μέγα λάθος η πίστωση στους μεταμοντέρνους αναθεωρητές των απόψεων των Μαρξ-Ένγκελς, Λένιν, Γκράμσι, Μάο, Τσε κ.λπ. Ας διαβάσουν οι επιλεκτικοί ανθολόγοι το ίδιο το Μανιφέστο και την θέση των Μαρξ-Ένγκελς, για το Ιρλανδικό και το Πολωνικό Ζήτημα, ας διαβάσουν τις απόψεις του Λένιν για τα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη (κι όμως, υπάρχει και ο ιμπεριαλισμός), ας ερευνήσουν τι έγραψαν και έπραξαν οι Μάο, Τσε, Χο-Τσι Μινχ και Κάστρο, ας δούνε εντέλει ότι καμία, μα καμία απολύτως επανάσταση δεν έγινε χωρίς να ενωθεί το εθνικό με το κοινωνικό ζήτημα. Καμία, μα καμία, επανάσταση, δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς το σύνθημα Patria o Muerte. Venceremos!
Ως εκ τούτου, η απάντηση στο δεύτερο σκέλος της ερωτήσεώς σας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Καμία αυθεντική αλλαγή υπέρ των άμεσων παραγωγών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και στις μέρες μας, χωρίς την ένωση του δημοκρατικού πατριωτισμού με τον αυθεντικό διεθνισμό. Τον αυθεντικό διεθνισμό του Ρήγα, του Μπολιβάρ, των φιλελλήλων, του Γκαριμπάλντι, του Μπακούνιν, των διεθνών ταξιαρχιών στην Ισπανία στον Ισπανικό Εμφύλιο, του Τσε στα βουνά της Βολιβίας, αυτού του διεθνισμού που χωρίς μεταπρατισμούς ποικίλου είδους, εξέφρασε και εκφράζει το «θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη την λευτεριά».