Τελικά αποτελέσματα από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές δεν υπάρχουν ακόμη. Ούτε μία πολιτεία των ΗΠΑ δεν έχει ολοκληρώσει την καταμέτρηση! Στη Γεωργία μάλιστα αποφασίστηκε πλήρης επανακαταμέτρηση «με το χέρι»: η διαφορά Μπάιντεν-Τραμπ, με καταμετρημένο το 98% των ψήφων σε σύνολο 5 εκατομμυρίων ψηφισάντων, είναι μόλις 13.000 ψήφοι. Οι αρμόδιοι υπόσχονται πάντως ότι το ζήτημα θα έχει λήξει ως τις 20 Νοεμβρίου, ημέρα που ο εκλογικός νόμος απαιτεί την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Ή στη χειρότερη περίπτωση ως τις… 14 Δεκεμβρίου, οπότε πρέπει να συγκληθεί το σώμα των εκλεκτόρων για να αναδείξει τον επόμενο πρόεδρο. Εάν αυτό δεν συμβεί, π.χ. λόγω «εμπλοκής» στις πολιτείες όπου ο Τραμπ έχει ξεκινήσει νομικές διαδικασίες (λόγω αποδοχής επιστολικών ψήφων έως και 4 μέρες μετά τις εκλογές, αμφισβητούμενης καταμέτρησης κ.λπ.), θα πρέπει να ακολουθηθεί μια θολή και περίπλοκη διαδικασία που εμπλέκει το Ανώτατο Δικαστήριο και, τελικά, και το Κογκρέσο. Το Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι στιγμής ισοψήφισε επί του θέματος, αλλά αν στο μεταξύ η κενή θέση συμπληρωθεί με την Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, εκλεκτή του Τραμπ*, κι αυτό μπορεί να αλλάξει, παρατείνοντας την αμφισβήτηση.
Με άλλα λόγια, το βορειοαμερικανικό πολιτικό σύστημα ζει πρωτόγνωρες στιγμές κρίσης, που αντανακλά τον βαθύτατο συστημικό και κοινωνικό διχασμό που διαπερνά τις ΗΠΑ. Η πόλωση επιβεβαιώνεται και από την εκτίναξη της συμμετοχής: με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, φέτος ψήφισαν πάνω από 150 εκατομμύρια πολίτες, έναντι 137 εκατομμυρίων το 2016, παρά την περαιτέρω αυστηροποίηση από την κυβέρνηση Τραμπ των κανόνων και μεθόδων που μπλοκάρουν την πρόσβαση εκατομμυρίων Αμερικανών στην κάλπη. Σύμφωνα με το ερευνητικό ινστιτούτο Statista, η συμμετοχή ανέρχεται σε ένα πρωτοφανές 66,4%. Αυτό ξεπερνά κατά πολύ ακόμη και το ποσοστό που είχε σημειωθεί πάνω από μισό αιώνα πριν, στις προεδρικές εκλογές του ταραχώδους 1968 (60,9%). Η πόλωση συμπίεσε δραματικά τα μικρότερα κόμματα (Ελευθεριακοί, Πράσινοι κ.λπ.), που από 5,8% που είχαν συγκεντρώσει όλα μαζί το 2016 τώρα κατρακυλούν στο 1,8%.
Η άρνηση του Τραμπ να παραδώσει την εξουσία, αν και υποστηριζόμενος από ένα τμήμα μόνο του ρεπουμπλικανικού μηχανισμού και του βαθέος κράτους, προκαλεί παραληρηματικού χαρακτήρα αντιδράσεις. Έτσι οι New York Times έφτασαν προχθές να παρομοιάζουν τον Αμερικανό πρόεδρο ως «αντιγραφέα των μεθόδων του Λουκασένκο» και «αντιδημοκρατικό ηγέτη όπως ο Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε, ο Μαδούρο της Βενεζουέλας και ο Μιλόσεβιτς της Σερβίας»! Αλλά τι φταίει ο μακαρίτης Μιλόσεβιτς ή ο ζων και βασιλεύων Μαδούρο που στην ισχυρότερη, πλουσιότερη και τεχνολογικά πιο προηγμένη χώρα του κόσμου δεν μπορούν να βρουν ένα περισσότερο αξιόπιστο και λιγότερο αντιδημοκρατικό σύστημα ψηφοφορίας**; Ή για το γεγονός ότι μια τέτοια υπερδύναμη αδυνατεί να θρέψει, να σπουδάσει, να στεγάσει και να περιθάλψει επαρκώς δεκάδες εκατομμύρια πολιτών της, γεννώντας μόνιμη δυσαρέσκεια; Τι φταίει, τέλος, που οι ΗΠΑ βιώνουν τη δύση τους και οι ελίτ τους αδυνατούν να τη διαχειριστούν (πόσο μάλλον να την ανακόψουν) με στοιχειωδώς συμφωνημένο τρόπο; Το γεγονός ότι η υφήλιος ολόκληρη παρακολουθεί αποσβολωμένη τους κάποτε αδιαμφισβήτητους «πλανητάρχες» να αλληλομαχαιρώνονται με τέτοιο τρόπο, θα ήταν αιτία ιλαρότητας… αν δεν έκανε ακόμη πιθανότερους τους επικίνδυνους για όλη την ανθρωπότητα τυχοδιωκτισμούς στους οποίους μπορεί να σπρώξει η απελπισία.
Κανένα ρεύμα
Πάντως όλα τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ δίνουν τον Μπάιντεν νικητή, με 279 (κατ’ άλλα 290) εκλέκτορες μέχρι στιγμής, ενώ ο Τραμπ έχει «κολλήσει» στους 217, σε σύνολο 538. Άρα το μόνο μαθηματικά σίγουρο είναι ότι ο Μπάιντεν δεν θα φτάσει τους… 350 που του έδινε ο «έγκυρος» Economist – άλλη μια «επιτυχία» των πιο σοβαρών, υποτίθεται, δημοσκοπικών εταιριών, που δεν ανίχνευσαν (ηθελημένα ή όχι) την πραγματικότητα. Τα ίδια και στη Γερουσία, όπου επιβεβαιώνεται η οριακή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων (50), αφού χάνουν μόνο μία έδρα, ενώ όλες οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν ανάκτηση του ελέγχου της από τους Δημοκρατικούς. Η δε ακόμη ευρύτερη πλειοψηφία που έδιναν στους Δημοκρατικούς στη Βουλή των Αντιπροσώπων επίσης διαψεύστηκε: οι Δημοκρατικοί κρατούν εντελώς οριακά την πλειοψηφία (218), χάνοντας 5 έδρες σε σχέση με το 2016. Πολύ σωστά έγραφαν οι λονδρέζικοι Times ότι «πολλοί από τους δημοσκόπους που προέβλεπαν ένα μπλε κύμα, κατέληξαν με κόκκινα από ντροπή πρόσωπα» (αντίστοιχα, τα χρώματα των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων). Και ορθά επισημαινόταν στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου ότι «η άβυσσος μεταξύ πραγματικότητας και πρόβλεψης είναι ένα πιο μόνιμο στοιχείο των επιτελείων»***.
Κόντρα σε όλες τις προγνώσεις, η καμπάνια του Μπάιντεν δεν δημιούργησε ρεύμα. Με την ψυχή στο στόμα κατάφερε να διαμορφώσει μια ισχνή πλειοψηφία, αποσπώντας την ψήφο ενός ετερόκλητου αθροίσματος που το ένωνε μονάχα η βούληση να διώξει τον Τραμπ πάση θυσία [βλ. πλαίσιο δεξιά]. Απέναντι βρέθηκε ένα εξίσου σημαντικό πλήθος, αλλά πιο συμπαγές. Πώς λοιπόν θα κυβερνήσει το δίδυμο Μπάιντεν-Χάρις με ένα τέτοιο ρήγμα από τις κορυφές ως τη βάση της κοινωνίας, όταν αργά ή γρήγορα παρακαμφθούν οι νομικές και άλλες τρικλοποδιές του απερχόμενου προέδρου; Δύσκολα. Όσο δύσκολα συμβιβάζονται οι διαβεβαιώσεις του Μπάιντεν στους πλούσιους χρηματοδότες του ότι «τίποτα δεν θα αλλάξει ουσιαστικά» με τις προσδοκίες που καλλιέργησαν οι Δημοκρατικοί σε πλατιά στρώματα, ότι με αυτούς στο τιμόνι θα ζήσουν πιο αξιοπρεπώς, με περισσότερη δικαιοσύνη. Υπάρχει βέβαια και η «διέξοδος» της φυγής σε νέες πολεμικές περιπέτειες ανά την υφήλιο. Ήδη ο Μπάιντεν δήλωνε προεκλογικά ότι οι ΗΠΑ πρέπει να ανακτήσουν τη διεθνή ισχύ που απώλεσαν επί Τραμπ…
* «Ο Τραμπ θα χάσει αν…» (φύλλο 515).
** «Βαθύτερο ρήγμα στις ΗΠΑ» (φύλλο 518).
*** «Αμερικανικός εφιάλτης στη θέση του ονείρου» (φύλλο 518).
Τεχεράνη καλεί Ουάσιγκτον, ακούει κανείς;
Ο Ιρανός πρόεδρος Ρουχανί, σε μήνυμά του μετά τη διαφαινόμενη νίκη του Μπάιντεν, τον κάλεσε «να διορθώσει τα προηγούμενα λάθη» και να ξαναβάλει τις ΗΠΑ στη διεθνή συμφωνία του 2015 για τα πυρηνικά του Ιράν, από την οποία αποχώρησαν μονομερώς το 2018 με απόφαση του Τραμπ. Είναι γνωστό ότι ο Μπάιντεν, ως αντιπρόεδρος τότε του Ομπάμα, είχε συμμετάσχει άμεσα στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας, κι άρα ο Ρουχανί είχε ένα λόγο παραπάνω να του απευθυνθεί. Είναι άγνωστο όμως αν ο Ιρανός πρόεδρος πραγματικά περιμένει απάντηση, και από ποιον. Ο Τραμπ πάντως, που παραμένει πρόεδρος έως τις 20 Ιανουαρίου του επόμενου χρόνου, έχει ήδη απαντήσει: υπόσχεται μία νέα δέσμη κυρώσεων κάθε εβδομάδα, σε διαβούλευση με το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα!
Σχολιάζοντας τις νέες απειλές ο Μπιζάν Ζανγκανέ, υπουργός Πετρελαίου του Ιράν (που στοχοποιήθηκε από την Ουάσιγκτον ως «υποστηρικτής της τρομοκρατίας»), είπε ειρωνικά: «Οι νέες κυρώσεις δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα, δεδομένου ότι δεν έχει απομείνει τίποτα και κανείς που να μην υποστεί κυρώσεις. Μόνο τους μαγείρους των υπουργείων μας δεν έχουν “τιμωρήσει” μέχρι στιγμής»… Ακόμη κι όταν ο Μπάιντεν βρεθεί στον Λευκό Οίκο, δεν πρέπει να αναμένονται γρήγορες και δραστικές αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Είναι ενδεικτικές γι’ αυτό οι δηλώσεις συνεργατών του, ότι θεωρεί «εσφαλμένα και αντιπαραγωγικά» τα δώρα του Τραμπ στο Ισραήλ (μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ, αναγνώριση των κατεχόμενων συριακών Υψωμάτων του Γκολάν ως ισραηλινών κ.λπ.), αλλά δεν πρόκειται να τα πάρει πίσω.
Μίνι ρεπουμπλικανικός εμφύλιος
Ο Τραμπ αρνείται να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών, και δεν ξεκινά (για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ) τη διαδικασία ενημέρωσης του Μπάιντεν και του επιτελείου του. Με ποιων τις πλάτες κρατά μια τέτοια στάση ο Τραμπ; Δεν αρκεί η στήριξη του στενού κύκλου του, ούτε των ένοπλων ακροδεξιών πολιτοφυλακών που πλαισιώνουν τις διαμαρτυρίες των οπαδών του για τη «νοθεία». Είναι ένα σημαντικό τμήμα του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, διαφόρων ισχυρών λόμπι (όπως το φιλοϊσραηλινό) και τομέων του βαθέος κράτους που του επιτρέπει να αψηφά τη διαφαινόμενη κατάληξη της αντιπαράθεσης στις κάλπες. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτών των παραγόντων είναι ο υπουργός Δικαιοσύνης Γουίλιαμ Μπαρ (κάτω δεξιά), που αυτήν την εβδομάδα έδωσε οδηγίες για δικαστικές έρευνες σχετικά με «τυχόν αλλοίωση των αποτελεσμάτων» – κάτι που δεν έχει ξαναγίνει από προκάτοχό του. Αλλά και ο Μιτς ΜακΚόνελ, ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία (επάνω δεξιά), έκανε σαφές αυτήν την εβδομάδα ότι δεν αναγνωρίζει τη νίκη του Μπάιντεν και δήλωσε ότι «ο Πρόεδρος έχει κάθε δικαίωμα να ερευνήσει τυχόν παρατυπίες». Ανάλογες δηλώσεις έκανε και ο Κέβιν ΜακΚάρθι, επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων: «Κάθε ένδικη προσφυγή πρέπει να εξεταστεί προτού ανακοινωθεί ποιος κέρδισε τις εκλογές».
Από την άλλη, εξίσου βαριά ρεπουμπλικανικά ονόματα τηρούν μια σιωπή την οποία δεν συνηθίζουν, προετοιμάζοντας την «επόμενη μέρα», δηλαδή ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα απαλλαγμένο από τον Τραμπ, τον οποίο θεωρούν πλέον βαρίδι. Υπάρχουν και «δεύτερης τάξης» Ρεπουμπλικάνοι που λειτουργούν ως λαγοί, εγκαταλείποντας τον Τραμπ και δηλώνοντας ότι αναγνωρίζουν ως νικητή τον Μπάιντεν: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται μια σειρά γερουσιαστές, όπως και ο Μιτ Ρόμνι, πρώην προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων. Αλλά το ισχυρότερο δείγμα του γεγονότος ότι και εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μαίνεται ένας μίνι εμφύλιος ήταν η εκδίωξη τη Δευτέρα, πάλι με τον άκομψο τρόπο που συνηθίζει ο Τραμπ (μέσω ανακοίνωσης στο twitter), του υπουργού Άμυνας Μαρκ Έσπερ (στο κέντρο). Τη θέση του παίρνει ο Κρίστοφερ Μίλερ (αριστερά), με μακρά προϋπηρεσία ως… Ράμπο σε διάφορα πολεμικά μέτωπα, κι έπειτα ως ιδιωτικός εργολάβος παροχής «υπηρεσιών» στο Πεντάγωνο. Από τον περασμένο Μάρτιο ο Μίλερ είχε διοριστεί διευθυντής του «Εθνικού Αντιτρομοκρατικού Κέντρου» των ΗΠΑ, και θεωρείται έμπιστος του Τραμπ και ικανός να «ελέγξει» τη δυσαρέσκεια του στρατιωτικού επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.
Τα προβλήματα των Δημοκρατικών
Βάζοντας μπροστά τον κρυπτορεπουμπλικάνο Μπάιντεν, το Δημοκρατικό Κόμμα κέρδισε προσωρινά ένα τμήμα εύπορων Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων που δεν άντεχαν τις «ακρότητες» του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου, ενώ απέσπασε και την ψήφο εκατομμυρίων προοδευτικών που ήθελαν να διώξουν τον Τραμπ πάση θυσία, δίνοντας στις προεδρικές εκλογές χαρακτήρα δημοψηφίσματος υπέρ ή κατά του νυν προέδρου. Αλλά τώρα πρέπει να διαχειριστεί όλη αυτήν την εύθραυστη ετερογονία, κάτι που δεν θα είναι εύκολο. Ήδη μια σειρά σημαίνοντα στελέχη των Δημοκρατικών ξιφουλκούν εναντίον «ανεύθυνων και ακραίων» προγραμματικών προτάσεων των εσωκομματικών αντιπάλων τους, θεωρώντας τους υπεύθυνους για τη μικρή διαφορά που τους χωρίζει από τους Ρεπουμπλικάνους. «Κανείς Δημοκρατικός δεν πρέπει να υποστηρίξει ξανά το σύνθημα για μείωση των κονδυλίων της αστυνομίας» δήλωνε εμφατικά (μετά τις εκλογές βέβαια!) η Αμπιγκέιλ Σπανμπέργκερ, μέλος του Κογκρέσου και εκ των θεματοφυλάκων της Δημοκρατικής σωφροσύνης. Αναφερόταν στο κεντρικό σύνθημα “Defund the Police” του κινήματος Black Lives Matter, του οποίου η χρησιμότητα θεωρείται προφανώς λήξασα…
Όμως η Σπανμπέργκερ και οι όμοιοί της μάλλον είναι άδικοι. Ακόμη και ριζοσπάστες Δημοκρατικοί φρόντισαν να μην εκτεθούν ανοιχτά υπέρ «ακραίων» αιτημάτων, περιλαμβανομένων οικονομικών, αποξενώνοντας έτσι κρίσιμο τμήμα της δυνητικής βάσης τους. Από αυτήν την άποψη βγάζει μάτι η Φλόριντα, την οποία κατάφερε να κερδίσει ο Τραμπ με 51,2% (αυξάνοντας κατά 2,2% το ποσοστό του 2016), ενώ το ίδιο ακριβώς εκλογικό σώμα, το υποτίθεται κατά το ήμισυ «ψεκασμένο», υπερψήφισε συντριπτικά (61%) σε παράλληλη κάλπη την «ακραία ριζοσπαστική» πρόταση για διπλασιασμό σχεδόν του ελάχιστου μεροκάματου στον ιδιωτικό τομέα – που δεν υποστηριζόταν από το Δημοκρατικό Κόμμα. Με άλλα λόγια, όταν ο μπαμπούλας Τραμπ εκλείψει, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να βρουν άλλους τρόπους για να συσπειρώσουν τη βάση τους. Τα επείγοντα ζητήματα δεν λείπουν: πέρα από το καυτό θέμα της βαθιάς οικονομικής κρίσης, ή ενός δημόσιου και καθολικού συστήματος περίθαλψης (ιδίως στην εποχή μιας πανδημίας που έχει πάρει μέχρι τώρα τις ζωές 250.000 Αμερικανών κι έχει καταστρέψει πολλαπλάσιες), υπάρχει π.χ. και το πρόβλημα της για μια ζωή υπερχρέωσης εκατομμυρίων Αμερικανών από τα δάνεια που πήραν για να πληρώσουν τα δίδακτρα κολεγίων και πανεπιστημίων. Το συνολικό ύψος αυτού του χρέους ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των 1,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και αφορά 45 εκατομμύρια Αμερικανούς! Αλλά οι προτάσεις για διαγραφή ή έστω περικοπή αυτού του χρέους θεωρούνται ακραίες από τον Μπάιντεν και το Δημοκρατικό κατεστημένο…
Η Ομάδα των 4
Πολλοί προοδευτικοί και αριστεροί εντός και εκτός ΗΠΑ πανηγύρισαν για την επανεκλογή στο Κογκρέσο της Ομάδας των 4 – δηλαδή των τεσσάρων γυναικών που αποτελούν την εμβληματική αιχμή της ριζοσπαστικής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος. Πρόκειται για τις Αλεξάνδρα Οκάζιο-Κορτέζ (πορτορικανικής καταγωγής, Ν. Υόρκη), Αγιάνα Πρέσλι (μαύρη, Βοστόνη), Ρασίντα Τλαΐμπ (παλαιστινιακής καταγωγής, Ντιτρόιτ) και Ιλάν Ομάρ (σομαλικής καταγωγής, Μινεάπολη). Αυτές θεωρούνται μαύρα πρόβατα, με θέσεις που παραείναι «ακραίες» για το κομματικό κατεστημένο – το οποίο όμως τις ανέχεται, αφού φέρνουν ψήφους που αλλιώς είναι αμφίβολο ότι θα έμπαιναν στο Δημοκρατικό καλάθι.
Τούτων λεχθέντων, δεν είναι όλα ρόδινα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ορισμένες από τις θέσεις που προβάλλει η Ιλάν Ομάρ: ούτε λίγο ούτε πολύ ποζάρει ως φίλη του… «αντιιμπεριαλιστή» Ερντογάν, αρνείται να καταδικάσει τις διώξεις των Κούρδων και τη Γενοκτονία των Αρμενίων κ.ο.κ. Αυτές τις απόψεις δεν τις μοιράζονται, ευτυχώς, οι άλλες τρεις γυναίκες της Ομάδας. Ούτε όμως χαλούν τις καρδιές τους με την Ομάρ…
Η κατάσταση αυτή έχει καταστεί τόσο άβολη ώστε το περιοδικό Jacobin (που κάθε άλλο παρά για συντηρητισμό ή φιλοϊμπεριαλισμό μπορεί να κατηγορηθεί) αναγκάστηκε να δημοσιεύσει άρθρο* το οποίο περιγράφει διεξοδικά τις απογοητεύσεις που προκαλεί η Ομάρ και καταλήγει: «Η Ομάρ εμφανίζεται επικριτική στον ιμπεριαλισμό, αντίπαλος της τυραννίας και υπερασπίστρια των καταπιεσμένων. Αλλά όπως ακριβώς είναι κούφια μια αριστερά που αγνοεί τα βάσανα των Παλαιστινίων, το ίδιο κούφια είναι και αυτή που αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τη φρίκη που υπέστησαν οι Αρμένιοι το 1915, τις βαρβαρότητες της Τουρκίας και τη συστηματική καταπίεση από την οποία υποφέρει το μεγαλύτερο μέρος των κουρδικών πληθυσμών της Μέσης Ανατολής». Η εποχή που οι αριστεροί έπρεπε να κάνουν τα στραβά μάτια και να καταπίνουν τα πάντα χάριν ενός υποτιθέμενου «υπέρτερου συμφέροντος» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Είναι φτηνός πολιτικαντισμός τα προσχήματα που προβάλλει η Ομάρ για τη στάση της (π.χ. ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί η Αρμενική Γενοκτονία αν πρώτα δεν καταδικαστεί η Γενοκτονία των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής!). Θα ήταν χρήσιμοι λοιπόν λίγο σεμνότεροι πανηγυρισμοί για την επανεκλογή μιας «ριζοσπαστικής» θαυμάστριας του Ερντογάν.
* “Ilhan Omar and the Turkey Question” («Η Ιλάν Ομάρ και το Ζήτημα της Τουρκίας», www.jacobinmag.com).