Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη είχε στόχο να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, να είναι ταυτόχρονα συνέχεια των αγωνιστικών παραδόσεων, της ενωτικής προσπάθειας, της συνεργασίας των κατακερματισμένων συλλογικοτήτων της Αριστεράς, και α/συνέχεια=μετάβαση από ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών σε ΣΥΡΙΖΑ των μελών, ανοιχτό στην κοινωνία, ενάντια στους μηχανισμούς και τη γραφειοκρατία των διεκπεραιώσεων, με λειτουργίες και διαδικασίες πρωτόγνωρες, με φρεσκάδα, φαντασία και δυναμισμό, ένα κόμμα αντάξιο της Αριστεράς του 21ου αιώνα.
Κι αυτό όχι με αυτοαναφορικότητα, όχι εσώστρεφα, αλλά με συναίσθηση της πολύπλοκης και δύσκολης συγκυρίας, με τα μάτια στραμμένα στο παρόν της κρίσης και στο μέλλον του «ξέφωτου».
Η οριζόντια δομή, η άμεση δημοκρατία, οι απολογισμοί, η ανακλητότητα, η διαφάνεια, η ροτασιόν (περιοδική εναλλαγή υπευθυνοτήτων) ήταν ζητήματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο του συνδιασκεψιακού διαλόγου. Θέματα πολύ σημαντικά που όμως κάποιες στιγμές λειτούργησαν εις βάρος μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που ουσιαστικά δεν έγινε.
Αυτό φάνηκε με τη «μετακόμιση» των διεργασιών στις παράπλευρες αίθουσες, ενώ τυπικά η συζήτηση ξετυλιγόταν στο χώρο του Σταδίου, αλλά και με την απρόσμενη εξέλιξη της ξεχωριστής δεύτερης λίστας.
Άσχετα με το αν ήταν σωστή ή λάθος αυτή η λίστα, θα ήθελα να σημειώσω δυο-τρεις σκέψεις που δεν είχα την ευκαιρία να πω στο ΣΕΦ, μια που η, καθ’ όλα δημοκρατική, κλήρωση, στέρησε, εντελώς… αντιδημοκρατικά από πολλούς τη δυνατότητα να καταθέσουμε την άποψή μας στη Συνδιάσκεψη.
Συντονισμός παρά τους «-ισμούς»
Ανεξάρτητα από το βαθμό συνειδητοποίησης του καθένα και της καθεμίας μας της ουσίας της Συνδιάσκεψης, αυτή ομολογημένα ήταν το τι κόμμα θέλαμε, τι κόμμα χρειαζόταν η Αριστερά αλλά και η κοινωνία την 3η μεταμνημονιακή και εφιαλτικά καταστροφική χρονιά. Προερχόμενοι από μια Αριστερά με πλούσιο αγωνιστικό παρελθόν, αλλά και με βαρίδια, έχοντας στους ώμους μας νίκες αλλά και ήττες, εφόδους στον ουρανό αλλά και πισωγυρίσματα, μάθαμε να χρησιμοποιούμε τα εργαλεία της κριτικής περισσότερο, και της αυτοκριτικής λιγότερο… «στοχοπροσηλωμένοι» όμως στην οικοδόμηση αυτού του πολυπόθητου άλλου κόσμου. Αυτό που μας βοήθησε να συντονίσουμε τα βήματά μας προερχόμενοι από εντελώς διαφορετικές εμπειρίες και «-ισμούς» (ευρωπαϊσμούς, μαοϊσμούς, τροτσκισμούς κ.λπ.) ήταν ότι θελήσαμε και τολμήσαμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα: κόντρα στην κυρίαρχη πολιτική του καπιταλισμού και των φιλελεύθερων, νεοφιλελεύθερων ή καταστροφικών παραλλαγών του, αλλά και κόντρα στα κεκτημένα της Αριστεράς (συνήθειες, μηχανισμούς, γραφειοκρατία, έλλειψη σεβασμού της αυτονομίας των «μικρών» από τη μεριά των «μεγάλων», στείρα ερμηνεία της θεωρίας, τσιτατολογία κ.λπ., κ.λπ.).
Οι μικρές ή μεγαλύτερες αντιστάσεις έφεραν το στίγμα της παρέκκλισης από την «αριστερή ορθοδοξία» και ζούσαν για χρόνια κλεισμένες στους δικούς τους μικρόκοσμους, υπόδικες στις συνειδήσεις σαν ρεφορμιστικές-συμβιβασμένες ή περιθωριακές-εξωκοινοβουλευτικές. Το Κοινωνικό Φόρουμ ήταν η σπίθα της νέας συνεύρεσης, ο Χώρος Διαλόγου έδωσε τη «γεωγραφική» ευκαιρία και η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, άτολμα στην αρχή, πιο αποφασιστικά στη συνέχεια, σηματοδότησε μια τομή για την Αριστερά στον τόπο μας, και όχι μόνο. Ήταν εύστοχη η έκφραση ότι είμαστε η Αριστερά που άφησε τα κουβαδάκια της στην άκρη, όπου έπαιζε πριν, και βγήκε θαρρετά στο προσκήνιο.
Αυτό ήταν και η ερώτηση που ζητούσε απάντηση στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη: τι θέλουμε να κρατήσουμε, τι θέλουμε να πετάξουμε, τι θέλουμε να οικοδομήσουμε, για να φέρουμε την πολυπόθητη αλλαγή όχι μόνο με την Αριστερά, αλλά μαζί με την κοινωνία.
Κι από αυτό νομίζω ότι από κάποια στιγμή και μετά ξεστρατίσαμε. Αν και οι πολύτιμες σκέψεις που κατέθεταν από καρδιάς οι συμμετέχοντες, αυτή την αγωνία εξέφραζαν και μάλιστα με πρωτόγνωρα ώριμο τρόπο, η συζήτηση περιορίστηκε στον αυτοσκοπό μιας αστικής εκδοχής Δημοκρατίας.
Όμως, η ίδια η συμμετοχή μας στη Συνδιάσκεψη, συνεπαγόταν μια εθελούσια εκ μέρους μας άρνηση μιας μερίδας δημοκρατίας: συναποφασίσαμε την κλήρωση των ομιλητών, το τρίλεπτο, τα ωράρια, τη διαδικασία. Κι αυτά με στεγνούς τυπικούς όρους ίσως δεν ήταν «Δημοκρατία». Δεν «κάναμε όλοι αυτό που αυθαίρετα θέλαμε», σεβαστήκαμε αυτό που ‘θέλαν και οι υπόλοιποι γιατί αλλιώς… απλά δεν θα είχαμε λειτουργήσει! Η απόλυτα νομιμοποιημένη στις συνειδήσεις μας ανάγκη να δώσουμε φρέσκια απάντηση στα παλιά μας προβλήματα, στο έλλειμμα εσωτερικής δημοκρατικής διαδικασίας εν προκειμένω, δεν μπορεί να νομιμοποιήσει μια δημοκρατικο-λαγνεία. Πασχίζοντας να χτίσουμε έναν ενιαίο φορέα νέου τύπου, ανιχνεύουμε -και σωστά- νέα εργαλεία. Αλλά το ζητούμενο είναι αυτός ο νέος αποτελεσματικός φορέας, που θέλουμε να συμβάλει στη δημιουργία ενός πλατιού, μαζικού, λαϊκού κοινωνικού ρεύματος που από τα μνημονιακά σκοτάδια θα μας οδηγήσει επιτέλους στο μεταμνημονιακό ξέφωτο. Κι όπως για να φτιάξεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις αβγά, έτσι και για να πετύχεις αυτό τον ιερό στόχο, θα βάλεις στην άκρη και κάποια, λίγα «δημοκρατικά» δικαιώματα, πώς να το κάνουμε;
Ποιος θα τραβήξει δυνατά την κούκλα;
Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου, τους διάβαζα συχνά το όμορφο παραμύθι του Μπρεχτ «Σάστρε, η χαμένη κούκλα». Σ’ αυτό το παραμύθι, ο τρόπος που επινοεί ο γερο-Παλιατζής για να βρει σε ποιο κοριτσάκι ανήκει στ’ αλήθεια η χαμένη κούκλα Σάστρε, είναι σοφός: βάζει τα δύο κοριτσάκια που τη διεκδικούν να την τραβήξουν δυνατά το καθένα από ένα χεράκι. Η «μαμά» της κούκλας θα αποδειχτεί τελικά όχι εκείνη που θα το τραβήξει πιο δυνατά, αλλά εκείνη που θα αφήσει το χεράκι της κούκλας Σάστρε για να μην πονέσει…
Το ζητούμενο για το ευαίσθητο κοριτσάκι δεν είναι το δικαίωμα σε μια αφηρημένη ιδιοκτησία, αλλά η ακεραιότητα της συγκεκριμένης αγαπημένης κουκλίτσας…
Επιστρέφοντας στα δύσκολα, συναισθανόμαστε ότι το βασικό ζητούμενο παραμένει ο νέος μαζικός, λαϊκός, αποτελεσματικός και για όλα τούτα αριστερός, νέος φορέας-κόμμα που θέλουμε να οικοδομήσουμε;
Και πως για να γίνει αυτό πρέπει να εμπνεύσουμε, να κερδίσουμε, να προσελκύσουμε τον κόσμο που ακόμη δεν μας εμπιστεύεται απόλυτα, που αποπροσανατολίζεται από τα ΜΜΕ και μπερδεύεται με ασάφειες και διγλωσσίες, που ζητάει καθαρές θέσεις και ομοψυχία, ενότητα, ζεστασιά και συντροφικότητα από μας γιατί από εμάς προσδοκά καλύτερες μέρες; Και πως από δω και πέρα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στη στάση, τις θέσεις και τη δράση μας, όχι για να μη μας βάλει στο στόχαστρο ο κ. Πρετεντέρης (τιμή μας άλλωστε!) αλλά για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του λαού μας; Διατυπώθηκε, απαντήθηκε αυτό το βασικό ερώτημα στη Συνδιάσκεψη; Είχαμε σαν μπούσουλα, σε όλους τους προβληματισμούς, το αντίκτυπο που θα έχει κάθε μας κίνηση στην κοινωνία; Προτάξαμε τις ανάγκες της κοινωνίας βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα παράπονα, τα ελλείμματα του παρελθόντος του δικού μας μικρόκοσμου; Όποια κι αν είναι η ερώτηση, ο άνθρωπος πρέπει να είναι η απάντηση.