Επιμέλεια: Γιάννης Σχίζας
Η γιγάντια τρύπα που βρέθηκε πριν από περίπου 20 χρόνια στον βυθό της Βόρειας Θάλασσας ανατολικά της Βρετανίας όντως δημιουργήθηκε από την πρόσκρουση αστεροειδή, εκτιμά νέα μελέτη, σύμφωνα με την οποία το συμβάν προκάλεσε ένα καταστροφικό τσουνάμι με ύψος 100 μέτρα.
Ο κρατήρας του Σίλβερπιτ ανακαλύφθηκε το 2002 στη διάρκεια σεισμικών ερευνών για υδρογονάνθρακες 80 χιλιόμετρα ανατολικά του Γιόρκσαϊρ της Βρετανίας. Η τρύπα έχει διάμετρο 20 χιλιομέτρων και περιβάλλεται από ζώνες ομόκεντρων ρηγμάτων σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων.
Οι αρχικές υποψίες ότι πρόκειται για κρατήρα πρόσκρουσης είχαν αμφισβητηθεί από γεωλόγους, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η κοιλότητα δημιουργήθηκε είτε από τη μετακίνηση μεγάλων ποσοτήτων αλατιού είτε από την κατάρρευση του βυθού λόγω ηφαιστειακής δραστηριότητας.
Η νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Nature Communications, η οποία βασίστηκε σε νέα σεισμικά δεδομένα και αναλύσεις πετρωμάτων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κρατήρας σχηματίστηκε πριν από 43-46 εκατ. χρόνια από την πρόσκρουση διαστημικού βράχου με διάμετρο γύρω στα 160 μέτρα.
Ο αστεροειδής «χτύπησε τον βυθό υπό μικρή γωνία από τα δυτικά» ανέφερε σε δελτίο Τύπου ο Ούστιν Νίκαλσεν του Πανεπιστημίου Heriot Watt στο Εδιμβούργο.
«Μέσα σε λίγα λεπτά, δημιούργησε ένα παραπέτασμα πετρωμάτων και νερού, ύψους 1,5 χιλιομέτρων, το οποίο στη συνέχεια κατέρρευσε στη θάλασσα και δημιούργησε τσουνάμι ύψους 100 μέτρων».
Κύριο πειστήριο, είπε ο ερευνητής, είναι οι κρύσταλλοι χαλαζία που ανασύρθηκαν από γεώτρηση στον βυθό και βρέθηκαν να περιέχουν ίχνη κρουστικής παραμόρφωσης.
Ο αστεροειδής είχε αρκετή ενέργεια για να προκαλέσει καταστροφή σε τοπικό επίπεδο, ήταν όμως πολύ μικρότερος από το διαστημικό αντικείμενο των 10-15 χιλιομέτρων που προσέκρουσε στο Τσιξουλούμπ του Μεξικού πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια και οδήγησε στην εξαφάνιση των δεινοσαύρων.
Ο κρατήρας του Σίλβερπιτ είναι ασυνήθιστα καλοδιατηρημένος και σημαντικός για τους γεωλόγους, είπε ο Νίκαλσον, επισημαίνοντας ότι «περίπου 200 επιβεβαιωμένοι κρατήρες πρόσκρουσης υπάρχουν στην ξηρά και μόνο 33 έχουν ανακαλυφθεί κάτω από τον ωκεανό».
Λευκός νάνος καταπίνει αντικείμενο στο μέγεθος του Πλούτωνα
Το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble εντόπισε έναν λευκό νάνο –το λείψανο ενός νεκρού άστρου σαν τον Ήλιο– να καταπίνει ένα παγωμένο αντικείμενο που πρέπει να έμοιαζε με τον πλανήτη νάνο Πλούτωνα.
Ο λευκός νάνος βρίσκεται στον Γαλαξία μας σε σχετικά μικρή απόσταση 255 ετών φωτός και έχει μάζα που αντιστοιχεί στο 57% της μάζας του Ήλιου.
Οι λευκοί νάνοι, πυκνά αντικείμενα που αποτελούνται κυρίως από άνθρακα και οξυγόνο, είναι ό,τι απομένει όταν ένα άστρο με μάζα έως και οκτώ φορές τη μάζα του Ήλιου εξαντλεί τα πυρηνικά του καύσιμα και εκτινάσσει τα εξωτερικά του στρώματα.
Την ίδια τύχη θα έχει και ο Ήλιος σε περίπου 5 με 7 δισεκατομμύρια χρόνια.
Ο λευκός νάνος της νέας μελέτης είναι κατάλοιπο ενός άστρου που εκτιμάται ότι είχε μάζα 50% μεγαλύτερη από του Ήλιου. Έχει περίπου την ίδια διάμετρο με τη Γη, αν και η μάζα του είναι περίπου 190.000 μεγαλύτερη.
Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο Monthly Notices of the Royal Astronomical Society, ανιχνεύει μια φασματική υπογραφή που υποδεικνύει ότι το σώμα που έπεσε στον λευκό νάνο αποτελείτο όχι από πετρώματα αλλά από πάγο νερού και αζώτου, όπως το εξωτερικό στρώμα του Πλούτωνα.
Το αντικείμενο πιθανότατα διαλύθηκε λόγω της βαρυτικής έλξης του λευκού νάνου καθώς τον πλησίαζε, είπαν οι ερευνητές.
«Ο λευκός νάνος πιθανώς απορρόφησε θραύσματα από τον φλοιό και τον μανδύα ενός παγωμένου κόσμου σαν τον Πλούτωνα» δήλωσε η Σνεχαλάτα Σάχου του Πανεπιστημίου του Γουόρικ στη Βρετανία, επικεφαλής της μελέτης.
«Αν δεν ήταν ένας ολόκληρος Πλούτωνας, πρέπει να ήταν ένα θραύσμα που αποσπάστηκε από ένα παγωμένο σώμα σαν τον Πλούτωνα λόγω σύγκρουσης με άλλο αντικείμενο. Όπως και να έχει, από τη στιγμή που το σώμα αυτό πλησίασε αρκετά τον λευκό νάνο, σε μια απόσταση συγκρίσιμη με τη διάμετρο του Ήλιου, η ισχυρή βαρυτική έλξη θα του προκαλούσε παλιρροϊκή παραμόρφωση και τελικά θα το ράγιζε και θα το θρυμμάτιζε» εξήγησε ο Μπόρις Γκένσικλ του Πανεπιστημίου του Γουόρικ, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
«Η βασική ένδειξη προέρχεται από την ασυνήθιστα υψηλή συγκέντρωση αζώτου που ανιχνεύσαμε, πολύ υψηλότερη από ό,τι σε έναν τυπικό κομήτη, η οποία βρίσκεται σε συμφωνία με τους αζωτούχους πάγους που κυριαρχούν στην επιφάνεια του Πλούτωνα» είπε η Σάχου.
Το φαινόμενο, πρόσθεσε, εκτιμάται ότι συνεχίζεται εδώ και 13 χρόνια, με περίπου 200 τόνους υλικού να πέφτουν στον λευκό νάνο κάθε δευτερόλεπτο.
Νέο διαστημικό μεταγωγικό έμεινε από βλάβη
Η παρθενική πτήση του Cygnus XL, του νέου, μεγαλύτερου διαστημικού μεταγωγικού της αμερικανικής Northrop Grumman, δεν εξελίσσεται ομαλά.
Το μη επανδρωμένο σκάφος παρουσίασε πρόβλημα στον βασικό κινητήρα του την Τρίτη στη διάρκεια ελιγμών για να προσεγγίσει τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ISS), ανακοίνωσε η NASA.
Το Cygnus ΧL είχε εκτοξευτεί με πύραυλο της SpaceX προκειμένου να μεταφέρει πέντε τόνους προμηθειών στο τροχιακό συγκρότημα, το οποίο αυτή την περίοδο φιλοξενεί διεθνές πλήρωμα επτά ατόμων.
Σε ανακοίνωσή της η NASA ανέφερε ότι ο κινητήρας του σκάφους «σταμάτησε να λειτουργεί νωρίτερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί» καθώς επιχειρούσε να αυξήσει το ύψος της τροχιάς του. Όλα τα υπόλοιπα συστήματα λειτουργούν κανονικά, πρόσθεσε η αμερικανική διαστημική υπηρεσία.
Το «XL» είναι μια σημαντικά μεγαλύτερη έκδοση του αρχικού Cygnus (κεντρική εικόνα), ένα από τα τρία σκάφη ανεφοδιασμού που εξυπηρετούν τον ISS, μαζί με το Dragon της SpaceX και τα ρωσικά Progress. Το Dragon είναι επαναχρησιμοποιούμενο, ενώ τα δύο άλλα σκάφη καταστρέφονται στην ατμόσφαιρα στο τέλος κάθε αποστολής.
«Το Cygnus XL δεν θα φτάσει στον διαστημικό σταθμό την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο, με τη νέα ημερομηνία άφιξης να εξετάζεται» ανέφερε η υπηρεσία.
Πολλαπλές βλάβες είχε εμφανίσει στην παρθενική του αποστολή και το σκάφος Starliner της Boeing, το οποίο παρόλα αυτά κατάφερε να μεταφέρει δύο αστροναύτες της NASA στον ISS τον Ιούνιο του 2024.
Το σκάφος κρίθηκε ακατάλληλο για το ταξίδι της επιστροφής και οι δύο αστροναύτες αναγκάστηκαν παραμείνουν στον σταθμό σχεδόν δέκα μήνες αντί για οκτώ ημέρες όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί.
Πόσο έχει επιβαρυνθεί η ατμόσφαιρα από τις φετινές φωτιές
Θεαματικά αυξάνονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από τις φωτιές όταν είναι ακραίες αν και σε ποσοστιαία σύγκριση είναι γενικά πολύ μικρότερες των ανθρωπογενών εκπομπών (<5% των συνολικών εθνικών εκπομπών κάθε έτους). Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα έντονο το αποτύπωμα από τις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα στη σύσταση της ατμόσφαιρας και της ποιότητας του αέρα. Αυτό αναδεικνύει λεπτομερής ανάλυση τoυ AtmoHub που συντονίζεται από την ομάδα NOA – ReACT του ΙΑΑΔΕΤ/Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Σε ανάλυσή τους για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η επιστημονική ομάδα του AtmoHub επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια η χώρα μας βιώνει με αυξανόμενη συχνότητα και ένταση φαινόμενα εκτεταμένων δασικών πυρκαγιών, ενισχυμένα από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. «Στην Ελλάδα, έως τις 19/08/2025, καταγράφηκαν περίπου 470.000 στρέμματα καμένων εκτάσεων, τοποθετώντας το έτος 2025 στην 5η θέση της κατάταξης των συνολικών ετήσιων καμένων εκτάσεων των τελευταίων δύο δεκαετιών» τονίζουν οι ειδικοί.
Ειδικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση το έτος 2025 καταγράφει ρεκόρ καύσης δασικών εκτάσεων, με περισσότερα από 10 εκατ. στρέμματα καμένης γης. Η Ισπανία, η Κύπρος, η Γερμανία και η Σλοβακία ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο ετήσιο ρεκόρ καμένων εκτάσεων των τελευταίων 20 ετών, με την Πορτογαλία και την Ισπανία να παραμένουν οι πιο σκληρά δοκιμαζόμενες χώρες της ΕΕ για το έτος 2025, με περισσότερα από 4 εκατ. στρέμματα να έχουν μετατραπεί σε στάχτη», υπογραμμίζει η ομάδα.
Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Υπηρεσία Παρακολούθησης της Ατμόσφαιρας του προγράμματος Copernicus (Copernicus Atmosphere Monitoring Service / CAMS), σύμφωνα με τα οποία, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από τις φετινές φωτιές στην Ευρώπη έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 23 ετών, από τότε δηλαδή που ξεκίνησε η συστηματική καταγραφή.
Αναφορικά με την Ελλάδα για το 2025, όπως σημειώνει η ομάδα του AtmoHub, από την αρχή του έτους μέχρι τα τέλη Αυγούστου, οι εκπομπές μαύρου άνθρακα στη χώρα μας έφτασαν τους 685 τόνους, ακολουθώντας τον μέσο όρο των ετών 2003-2024.