Ένα ιδεολόγημα που απάδει προς μια σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα
Του Δημήτρη Ουλή
Με αφορμή τη θυελλώδη συζήτηση που διεξήχθη τις προηγούμενες μέρες για το ζήτημα της αριστείας, ίσως δεν θα ήταν άσκοπο να κατατεθεί και η γνώμη ενός πτωχού, πλην τίμιου κοινωνικού ανθρωπολόγου. Αφήνοντας κατά μέρος οικεία επιχειρήματα από το χώρο της κριτικής παιδαγωγικής, θα προσπαθήσω να εξηγήσω στο παρόν άρθρο, για ποιους λόγους πιστεύω ότι το ιδεολόγημα της αριστείας απάδει συνολικά προς μια σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα. Κι ελπίζω οι αριστούχοι συνάδελφοί μου να μην παρεξηγήσουν τις αγαθές μου προθέσεις.
«Χρυσά μυαλά» και άριστοι παπαγάλοι
Ο πρώτος λόγος της επιφύλαξής μου είναι ότι το συγκεκριμένο ιδεολόγημα παραφράζει με αρχαιοπρεπές λεξιλόγιο τις γνωστές απόψεις της προηγούμενης κυβέρνησης περί «χρυσών μυαλών» (golden brains), τα οποία με τη σειρά τους απηχούν τη γνωστή νεοφιλελεύθερη ανθρωπολογική αντίληψη περί golden boys. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα προσδεδεμένο, αυστηρά, στο ιδεολόγημα της αριστείας, αργά ή γρήγορα θα δείξει τη σαφή προκατάληψή του υπέρ των «καλών» μαθητών, θα προβεί σε άτυπες (ή θεσμοθετημένες) διακρίσεις εντός της μαθητικής κοινότητας και θα εγγράψει στο κρυφό αναλυτικό του πρόγραμμα την προτεραιότητα της «επιτυχίας» και του success story. Επιπλέον, αν δεν οπλιστεί με σοβαρά δημοκρατικά αντισώματα, ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα θα υποτροπιάσει σταδιακά προς οικεία φαινόμενα εκπαιδευτικής παθολογίας, όπως είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός και η ανελέητη βαθμοθηρία. Τα φαινόμενα αυτά δεν συνιστούν «παρωνυχίδες», αλλά οργανικά παρεπόμενα των κομφορμιστικών κοινωνικών προσδοκιών και συμβάσεων, τα οποία συνυφαίνονται μοιραία με τον ρόλο του «αριστούχου». Ας μην κρυβόμαστε άλλο πίσω από το δάχτυλό μας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η αριστεία δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αυτοσκοπός: κάθε αριστεία προσβλέπει πάντοτε σε κάτι και προϋποθέτει σταθερά ένα αντικείμενο. Σε τι ακριβώς θέλουμε να είναι «άριστοι» οι μαθητές μας; Στην αποστήθιση; Ή μήπως στην «τεχνογνωσία» του μαθητή-κατεργαράκου, που ξέρει να διακρίνει τα θέματα SOS και να ξεκλειδώνει τις παγίδες των γραπτών διαγωνισμάτων; Επιτέλους, όσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα παραμένει προσανατολισμένο στην προτεραιότητα της αποστήθισης και στον οδοστρωτήρα των πανελλαδικών εξετάσεων, κάθε επίκληση της «αριστείας» παραπέμπει κατ’ ουσίαν στην αριστεία της παπαγαλίας και της φροντιστηριακής εξειδίκευσης: δεν θέλει να φτιάξει άριστους μαθητές, αλλά άριστα σπασικλάκια. Προτού, λοιπόν, βιαστούμε να πάρουμε θέση υπέρ ή κατά της αριστείας, ας αναλογισθούμε προηγουμένως το πραγματικό αντικείμενό της – αλλά και τους πραγματικούς σκοπούς τους οποίους υπηρετεί το «αειφόρο» εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Νοημοσύνη και ευγενής άμιλλα
Ο τρίτος λόγος της επιφύλαξής μου σχετίζεται με την άποψη ότι είναι θεμελιώδες λάθος να εκλαμβάνουμε την αριστεία ως δείκτη ευφυΐας ενός μαθητή – και επομένως ως κριτήριο αξιοκρατικής ιεράρχησης ολόκληρης της μαθητικής κοινότητας. Θυμίζω την καταλυτική κριτική που έχει ασκηθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες στην έννοια της «νοημοσύνης»(1), καθώς και στην εγκυρότητα των τεστ που υποτίθεται ότι την μετρούν(2). Θυμίζω, επίσης, την τομή που επέφερε στην προβληματική της σχολικής επίδοσης η θεωρία του Howard Gardner(3) περί πολλαπλών τύπων νοημοσύνης: μια θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι «συνολικά» ευφυής, αλλά ότι ο καθένας διαθέτει τις ευφυείς και τις βραδύνοες πλευρές του, ανάλογα με τον τύπο νοημοσύνης τον οποίο διαθέτει. Ένας «λογικο-μαθηματικός» τύπος νοημοσύνης μπορεί, έτσι, να αριστεύει στις «θετικές» επιστήμες και να υστερεί απολύτως στη γυμναστική ή στις τέχνες. Αντιστοίχως, ένας «κιναισθητικός» τύπος νοημοσύνης μπορεί να διαπρέπει σε συγκεκριμένα αθλήματα, αλλά να συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες στην κατανόηση της φιλοσοφίας ή της ποίησης. Όθεν και το κρίσιμο ερώτημα: σε ποιον τύπο νοημοσύνης αναφέρεται εντέλει η «αριστεία»; Ποιες ακριβώς δεξιότητες και επιδόσεις επιβραβεύει;
Ο τέταρτος λόγος, τέλος, της επιφύλαξής μου, αφορά στο έωλο των αντεπιχειρημάτων: ευγενής άμιλλα και αιέν αριστεύειν. Απαντώ: για να είναι πραγματικά «ευγενής» η άμιλλα πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ ίσων: δεν μπορείς να «ανταγωνιστείς» το βασιλιά σου ή το διευθυντή της εταιρίας σου. Αλλά δεν χρειάζονται, νομίζω, πολλά επιχειρήματα για να πείσουμε ότι οι μαθητές του ελληνικού σχολείου ούτε «ίσοι» είναι μεταξύ τους, ούτε ξεκινούν όλοι από την ίδια αφετηρία. Όσο δε για το περίφημο «αιέν αριστεύειν», θα αρκούσε ίσως να θυμίσω ότι συνιστά ένα πολεμικό πρόταγμα -συγκεκριμένα: ένα πρόταγμα ανδρείας- το οποίο αναφέρεται στο συμφραζόμενο μιας ομηρικής μονομαχίας (Ιλιάδα Ζ 208) και δεν έχει, φυσικά, την παραμικρή σχέση με μια σύγχρονη συζήτηση περί εκπαιδευτικής αριστείας. Έλεος πια με τους εύκολους και άκριτους ισομορφισμούς.
Με όλα τα παραπάνω δεν υπαινίσσομαι, φυσικά, την εγκατάλειψη της συζήτησης περί σχολικής επίδοσης. Επιθυμώ μονάχα να υπογραμμίσω ότι χρειαζόμαστε πολύ πιο εκλεπτυσμένα και σαφή κριτήρια, προκειμένου να αποδώσουμε εύσημα ικανοτήτων και ευφυΐας σε έναν μαθητή. Κριτήρια, τα οποία το ιδεολόγημα περί «αριστείας» οπωσδήποτε δεν διαθέτει.
1. Δες το βιβλίο της Αnny Cordie, Κουμπούρες δεν υπάρχουν (μετάφραση Ακριβή Αλεξιάδη), Αθήνα, Εκδ. Ολκός
2. Δες το βιβλίο του John White, Intelligence, destiny and Education: The ideological roots of intelligence testing, London/NY: Routledge
3. Δες το βιβλίο του Howard Gardner, Frames of Mind: Οι Θεωρίες των Πολλαπλών τύπων νοημοσύνης, μετάφραση Πέτρος Γεωργίου, Αθήνα, Εκδ. Μαραθιά