Η ριζοσπαστικοποίηση του λαού και το αίτημα για αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
Του Βαλάντη Στεργίου.

Οι πλατείες γέμισαν, οι πλατείες άδειασαν και θα ξαναγεμίσουν. Όχι από της γης τους κολασμένους, ούτε από το ταξικό εργατικό κίνημα της κυρίας Παπαρήγα. Γέμισαν από εκείνους που αντικρίζουν κατάματα τις πύλες της κολάσεως κι από εκείνους που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην καμένη γη, λησμονώντας για πάντα τις ψεύτικες υποσχέσεις για τεχνητούς παραδείσους. Πράγματι, πρόκειται για μικροαστούς που συνθλίβονται, για εργάτες που ξέρουν ότι θα μείνουν άνεργοι αν τολμήσουν να απεργήσουν, για άνεργους νέους που μοιράζονται το κομπόδεμα και το διαμέρισμα των γονιών τους. Αυτοί ξεσηκώθηκαν και αυτοί δεν είναι «η τάξη» με την καθαρή «ταξική συνείδηση».
Ίσως πολλοί από αυτούς που μαζεύτηκαν στις πλατείες να στήριξαν επί μακρόν αυτό το πολιτικό σύστημα. Ίσως να ψήφιζαν επί χρόνια ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ., να στήριξαν σε αυτά τα κόμματα την προσδοκία για ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα ακόμη και να συναλλάχθηκαν ως πελάτες μαζί τους.
Αλλά τώρα, τέλος! Το παραμύθι τελείωσε. Τώρα οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που αποτελούσαν τον κορμό του δικομματισμού είναι στο κόμμα του «κανένα», στην αποχή, ακηδεμόνευτοι, χωρίς πολιτική στέγη, καθυβρίζοντας το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του με φάσκελα πέντε δακτύλων και δύο χεριών. Και θα παραμείνουν ακηδεμόνευτοι μέχρι να ανακαλύψουν κάποια νέα πολιτική έκφραση.
Για να εκφράσουν τι; Να ξεκινήσουν από πού; Μα, φυσικά, από κοινούς τόπους και όχι από ιδεολογικά προαπαιτούμενα. Από την αντίθεση στο Μνημόνιο και στην πολιτική του ξεπουλήματος της χώρας. Από την ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού που σε όλη του την ιστορία μάχεται ενάντια σε ξένους κηδεμόνες και, σήμερα, βλέπει τη χώρα του προτεκτοράτο της Ε.Ε. και του ΔΝΤ. Από το αίτημα για δημοκρατία η οποία έχει υποταχθεί στην ολιγαρχία των πολιτικών υπαλλήλων των τραπεζιτών και των οίκων αξιολόγησης και δανεισμού. Από το αίτημα για δικαιοσύνη έναντι των κλεπτοκρατών που διαχειρίστηκαν επί τόσα χρόνια το δημόσιο χρήμα.

Στο στόχαστρο και η Αριστερά
Κι εμείς, η Αριστερά; Τι ρόλο παίζουμε σε αυτή την κίνηση της κοινωνίας; Γιατί βρισκόμαστε κι εμείς στο στόχαστρο; Αφού δεν ασκήσαμε εξουσία; Αφού δεν ήμασταν διαπλεκόμενοι; Γιατί οι πλατείες αναζητούν νέο πολιτικό εκφραστή, αφού υπάρχει η Αριστερά; Γιατί αυτός ο κόσμος μας προσπερνάει, ενώ ίσως και να του τα έχουμε πει από τα πριν; Γιατί ο λαός στις πλατείες μας εξανάγκασε να εμφανιστούμε μεταμφιεσμένοι και όχι με τις σημαίες και τα λάβαρά μας;
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε πως το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται σε κίνηση, ριζοσπαστικοποιείται και απομακρύνεται από το δικομματισμό δεν σημαίνει ότι ξαφνικά απέκτησε αριστερή πολιτική συνείδηση. Ίσως να μετατοπίστηκε προς τα αριστερά, στη συγκυρία, αλλά δεν προσέφυγε στην Αριστερά. Η κίνηση του λαού, η ριζοσπαστικοποίησή του είναι αυτόνομη, έχει τους δικούς της ρυθμούς και τη δική της πορεία. Και η έκβαση αυτής της κίνησης δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην αριστερή όχθη. Άλλωστε, έχει φανεί αρκετά ξεκάθαρα ότι η κοινωνία μολονότι ακούει τις δικές μας εκκλήσεις είναι άγνωστο αν, σε ποιο βαθμό και με ποιους τρόπους επηρεάζεται από αυτές.
Απέναντι στον ελληνικό λαό είμαστε αναξιόπιστοι. Όχι μόνο διότι δεν λέμε πώς φτάσαμε στο σημερινό αδιέξοδο, από μία περίοδο οικονομικής ευφορίας, χωρίς καν να το πάρουμε χαμπάρι, ούτε, μόνο, λόγω της αδυναμίας μας να εκπονήσουμε ένα πειστικό πολιτικό σχέδιο για το μέλλον. Αλλά και διότι αρκούμε δύο αριστεροί για να στήσουμε έναν καβγά με βάση ένα ακατανόητο για το λαό ιδεολογικό νεφέλωμα που, συχνά, αποκαλύπτεται ότι είναι προκάλυμμα εγωισμών.
Το αίτημα για αλλαγή του πολιτικού σκηνικού αφορά και την ίδια την Αριστερά που με τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς της είναι μέρος του παλιού πολιτικού σκηνικού. Η πλατεία πιέζει για αλλαγή της Αριστεράς και εμείς μεταμφιεζόμαστε επειδή δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Η πλατεία αποδέχεται τη συμβολή μας με ιδέες, με απόψεις, με συνθήματα, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα συμβάλλουμε στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής έκφρασης που θα υπερβαίνει κατά πολύ την Αριστερά. Η πλατεία δεν θέλει την Αριστερά που κουβαλάει «απ’ έξω» την πολιτική συνείδηση, δεν θέλει την Αριστερά πολιτικό διαφωτιστή με έτοιμο πολιτικό λόγο και, ακόμα περισσότερο, με έτοιμο πολιτικό σχήμα.

ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ
Δυστυχώς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η Αριστερά δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στο νέο ρόλο που της αναθέτει ο λαϊκός ριζοσπαστισμός. Το δε ΚΚΕ διότι δεν θέλει. Αδιαφορεί για το λαϊκό ριζοσπαστισμό και προσπαθεί να αντλήσει ό,τι μπορεί από αυτόν, με μοναδικό στόχο την κομματική αναπαραγωγή του. Φοβάται ότι η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, η ανάδυση νέων πολιτικών υποκειμένων θα του στερήσει αυτό που χτίζει εδώ και είκοσι χρόνια γύρω από τον εαυτό του. Σήμερα το ΚΚΕ είναι η συντηρητική δύναμη της Αριστεράς που θέλει να συμβάλει στη διάσωση του πολιτικού σκηνικού που καταρρέει, επενδύοντας αυτή την επιλογή με ιδεολογικές επιστρώσεις.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι… «χαμένος στη μετάφραση». Προσπαθεί ακόμα να λύσει το πρόβλημα του οργανωτικού του και να αναλύσει τη σχέση του εθνικού με το διεθνιστικό. Έτσι, θα μπορέσει να τοποθετηθεί αναλόγως στις πλατείες και στις προτάσεις των αριστερών οικονομολόγων και θα συμβιβάσει τη μετεξέλιξη της Ελλάδας σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ, των Ισραηλινών και της Ε.Ε. με την υπεράσπιση μιας καταρρέουσας, χρεοκοπημένης, αντιδημοκρατικής ευρωπαϊκής φαντασίωσης. Αρνείται να συνειδητοποιήσει ότι στην ιστορία αυτού του τόπου, όσες φορές ήρθε στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας, το ταξικό ζήτημα ήταν στενά δεμένο με κάποιο εθνικό ζήτημα.
Βεβαίως, η ηγεσία του ΣΥΝ αντιλαμβάνεται τόσο την απελευθέρωση δυνάμεων από το ΠΑΣΟΚ όσο και την ανάγκη η Αριστερά να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση για να συναντηθεί με αυτές τις δυνάμεις, σε ένα νέο σχηματισμό εξουσίας. Όμως, όλα αυτά τα κάνει πίσω από τις κουίντες, με το μόνο τρόπο που ξέρει, χωρίς σχέδιο, χωρίς θέσεις και πολλές φορές χωρίς αρχές. Αυτό που ενδιαφέρει την ηγετική ομάδα του ΣΥΝ είναι να «τρυπώσει» σε ένα νέο πολιτικό σχήμα και όχι να συμβάλλει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ως η αριστερή συνιστώσα αυτού του σχήματος.
Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ, τον τελευταίο καιρό, κινδυνεύει να πατήσει για άλλη μία φορά μία γνωστή (από το 2008) μπανανόφλουδα. Το ΠΑΣΟΚ ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ ως κύριο αντίπαλό του και πολιτικό εκφραστή της λαϊκής αγανάκτησης, με αποτέλεσμα να εισπράττει υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά. Με αυτόν τον τρόπο το πολιτικό και μιντιοκρατικό κατεστημένο φαίνεται να θέλει να εγκλωβίσει το ΣΥΡΙΖΑ σε μία διαχειρίσιμη πολιτική αυτάρκεια και να δημιουργήσει ένα ανάχωμα στην ανάδειξη νέων πολιτικών δυνάμεων που είναι πολλαπλώς πιο επικίνδυνες για το πολιτικό σύστημα.

Πρέπει «να λερωθούν»
Τέλος, υπάρχουν τμήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που φαντασιώνονται αριστερά μετωπικά σχήματα, καθιστώντας τις επιθυμίες τους οδηγό για την ανάλυση της πραγματικότητας. Η κοινωνική κίνηση δεν επιτρέπει τέτοιες φαντασιώσεις. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι ακόμα και στην πιο άγρια κοινωνική εξέγερση που μπορεί κανείς να φανταστεί, ο λαός θα αναζητήσει αριστερή διέξοδο από την κρίση, σε κομμάτια που μέχρι σήμερα έχουν πολύ μικρή κοινωνική ανταπόκριση. Εκτός κι αν προσδοκούμε θαύματα! Το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουν αυτά τα τμήματα της Αριστεράς -στον εαυτό τους πρώτα απ’ όλα- είναι αν θέλουν να συμβάλουν πραγματικά σε μία ριζοσπαστική λύση, στη σημερινή πολιτική κατάσταση. Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε πρέπει να αποφασίσουν «να λερωθούν».
Η πολιτική λύση, σήμερα, θα είναι εκ των πραγμάτων εντός του αστικού συστήματος. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, αλλά, κυρίως, η δημόσια παραδοχή του, είναι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να πάψουμε να κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους και να εκπονήσουμε ένα σχέδιο για τη συμμετοχή μας σε ένα ευρύ λαϊκό μέτωπο. Σε αυτό θα συμβάλλουμε ως μία συνιστώσα. Καταρχάς, χωρίς αξιώσεις ηγεμονίας, χωρίς απαιτήσεις ηγετικού ρόλου για το προβεβλημένο ή μη πολιτικό προσωπικό της Αριστεράς.
Έτσι μόνο θα επιτύχουμε να συνδεθούμε με την κοινωνική κίνηση και το λαϊκό ριζοσπαστισμό, να ανασυγκροτήσουμε την Αριστερά, να διαχωριστούμε από τις άλλες δυνάμεις στη βάση πραγματικών πολιτικών αντιθέσεων στους κόλπους του κινητοποιούμενου λαού, να ξανασυνδέσουμε την Αριστερά με πλατύτερα ακροατήρια, να δοκιμάσουμε τις απόψεις μας και να δοκιμαστούμε στο πραγματικό πολιτικό πεδίο, στο φως του ήλιου και όχι υπό σκιάν.

Το άγχος των ΜΜΕ
Εδώ και δύο εβδομάδες είναι διάχυτη η ανησυχία σε ορισμένες εφημερίδες και ηλεκτρονικά μέσα για το τι θα πράξουν οι δυνάμεις που δεν καταμετρούνται στις δημοσκοπήσεις. Ρίχνουν «άδεια» για να αποσπάσουν ομολογίες προθέσεων, τσουβαλιάζουν τους πάντες για να προκαλέσουν την αντίδρασή τους, διατυπώνουν αυτοαναιρούμενα σενάρια για να δημιουργήσουν εντυπώσεις, επαινούν ορισμένους για να διεγείρουν τη ματαιοδοξία τους. Και όλα αυτά με… φιλική διάθεση.
Φοβούνται, φαίνεται, μη χαλάσει η ξαναζεσταμένη σούπα που ετοιμάζονται να σερβίρουν. Δεν έχουν κατανοήσει ότι ο αποχαιρετισμός στο παλιό πολιτικό σκηνικό έχει ήδη αρχίσει και δεν αφορά τα στελέχη που κουνάνε το χέρι από το… πλοίο, αλλά στο μεγάλο κομμάτι του λαού που έχει ζητήσει διαζύγιο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!