Διακηρυγμένοι στόχοι και επιμέρους τακτικές. Του Βαλάντη Στεργίου.
Από τις στήλες του Δρόμου έχουν επισημανθεί εγκαίρως τέσσερα βασικά στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη παρέμβαση της Αριστεράς στη συγκυρία. Πρώτον, η Αριστερά θα πρέπει να προωθήσει άμεσα τη συγκρότηση ενός ευρύτατου λαϊκού μετώπου που θα επιχειρήσει πολιτικές αλλαγές ενάντια στα Μνημόνια, την τρόικα και τους δανειστές για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας στη χώρα. Δεύτερον, η πολιτική βάση του μετώπου θα πρέπει να είναι σε πλήρη αρμονία με την πραγματική συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του κινητοποιούμενου λαού και όχι με τις γενικές δυνατότητες τις οποίες διαβλέπουν στο λαό ή στις οποίες προσβλέπουν τα πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς. Τρίτον, το λαϊκό μέτωπο θα πρέπει να θεωρείται καταρχήν αποσυνδεδεμένο από τις εκλογές, έστω κι αν σε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση λάβει τη μορφή κάποιας εκλογικής συνεργασίας. Και, τέταρτον, το μέτωπο θα πρέπει να εξασφαλίζει την ενότητα ως προς τη βάση της πολιτικής συμφωνίας που θα το συγκροτήσει αλλά και τη δημοκρατική διαπάλη των απόψεων ανάμεσα στα διάφορα τμήματά του, χωρίς άγονες συγκρούσεις.
Μολονότι όλα τα κομμάτια της Αριστεράς μιλάνε για κάποιου είδους μετωπική δράση, οι πράξεις τους συνίστανται στην προσπάθεια να φέρουν το μέτωπο στα «δικά τους μέτρα», σε βαθμό που επί της ουσίας να το ακυρώνουν.
Από τη μία πλευρά υπάρχουν δυνάμεις της Αριστεράς που θέτουν ως όρο για τη δημιουργία του μετώπου πολιτικές θέσεις οι οποίες βρίσκονται σε δυσαρμονία με τη συνείδηση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά του αγωνιζόμενου λαού. Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι στο μέτωπο που φαντάζονται να αποκλείονται άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και, κατά μείζονα λόγο, δυνάμεις που αποσυνδέονται από τα αστικά πολιτικά κόμματα και μαζί μ’ αυτούς εκείνα τα τμήματα του αγωνιζόμενου λαού που δεν έχουν φτάσει στο «επιθυμητό» επίπεδο συνείδησης. Αυτή η σεχταριστική στάση, είτε στρέφεται ενάντια στα μονοπώλια είτε ενάντια στον καπιταλισμό, είναι αντίθετη με τη διαμόρφωση ενός λαϊκού πόλου με κοινούς στόχους αλλά και με εσωτερικές αντιθέσεις που να ταυτιστεί με το αγωνιζόμενο κομμάτι της κοινωνίας. Ουσιαστικά, αρνείται στον κινητοποιούμενο λαό να αποκτήσει συλλογική πολιτική έκφραση σήμερα. Δεν δείχνει εμπιστοσύνη σε αυτόν, ούτε πιστεύει ότι μέσα από την πείρα του ο λαός μπορεί να υιοθετήσει πιο προωθημένα αιτήματα, να κάνει βήματα προς πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, να μετατοπιστεί πραγματικά, μέσα από την ίδια τη ζωή του. Ο μόνος στόχος που μπορεί να έχει μία τέτοια πρόταση είναι η πολιτική και η εκλογική αναπαραγωγή και η ενίσχυση των φορέων που την προτείνουν. Η στάση αυτή είναι πολύ μακριά από τις καλύτερες παραδόσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος: από τη γραμμή του Παλλαϊκού Μετώπου και της λαϊκοδημοκρατικής κυβέρνησης του 1936, από τη γραμμή που συγκρότησε το ΕΑΜ το 1941, από τη γραμμή της ΕΔΑ στις εκλογές του 1956 που την έκανε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958.
Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται δυνάμεις της Αριστεράς που επιδιώκουν να εκφυλίσουν την ιδέα της μετωπικής δράσης σε μία ευκαιριακή εκλογική συμμαχία επενδυμένη με παρασκήνιο, ίντριγκες, προσωπικές πολιτικές, κομματικές επετηρίδες και λογιστικούς υπολογισμούς ποσοστών και εδρών. Ακόμα και οι πολιτικές θέσεις αυτών των δυνάμεων για τη συγκυρία ενέχουν την έγνοια της επόμενης δημοσκόπησης. Το γεγονός ότι σήμερα το ζήτημα των εκλογών και της εκλογικής παρουσίας ενός μετωπικού σχήματος είναι πρωτεύον, δεν τις απαλλάσσει καθόλου από την ευθύνη για τον τρόπο που σκέφτονται και ενεργούν. Μολονότι εδώ και αρκετό καιρό οι δυνάμεις αυτές έχουν διαπιστώσει ορθά την ανάγκη για ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο με προοπτική την κυβερνητική εξουσία, κάνουν ελάχιστα πράγματα για να το συγκροτήσουν είτε σε επίπεδο βάσης είτε σε επίπεδο κορυφής. Οι καθυστερήσεις αυτές μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ακόμα και τις προθέσεις τους. Είναι άγνωστο αν το σχέδιο υλοποιείται σταδιακά, ώστε να εμφανιστεί «άφθαρτο» στις εκλογές ή αν η θέση αυτή είναι απλώς ένα όχημα επίδειξης πολιτικής ευρύτητας και πίεσης των άλλων πολιτικών χώρων της Αριστεράς. Επίσης, είναι άγνωστο αν αυτό το σχέδιο οδηγείται σκοπίμως σε ναυάγιο για να δικαιολογηθεί η εκλογική κάθοδος στελεχών που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ με τη σημαία ενός αριστερού πολιτικού σχήματος, γεγονός που θα παρέπεμπε σε βόλεμα παραγόντων παρά σε μετωπική εμφάνιση σε εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, η στάση αυτή υπονομεύει, επί της ουσίας, τη θέση για το μέτωπο αφού δεν δίνει κανένα εχέγγυο πολιτικής συνέχειας, ζωντανής σχέσης με τον αγωνιζόμενο λαό και δημοκρατικής εκπροσώπησης τάσεων και απόψεων, ενώ χρωματίζει την Αριστερά με ακόμη μεγαλύτερη αφερεγγυότητα.
Με δεδομένα όλα αυτά δεν είναι να απορεί κάποιος που ο αγωνιζόμενος λαός κινείται αυτόνομα και δεν αναζητά στην υπάρχουσα οργανωμένη Αριστερά την πολιτική του έκφραση. Αυτό έδειξαν το καλοκαίρι οι πλατείες αλλά και οι λαϊκές παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου. Αυτό θα φαίνεται και σε κάθε ευκαιρία εφόσον εμείς οι ίδιοι στην Αριστερά δεν υπερβούμε τον εαυτό μας. Βεβαίως, από την άλλη, είναι άξιο απορίας γιατί πρέπει να διεκδικούμε ως Αριστερά την πρωτοπορία σε ένα τέτοιο μέτωπο.
Μολονότι όλα τα κομμάτια της Αριστεράς μιλάνε για κάποιου είδους μετωπική δράση, οι πράξεις τους συνίστανται στην προσπάθεια να φέρουν το μέτωπο στα «δικά τους μέτρα», σε βαθμό που επί της ουσίας να το ακυρώνουν.
Από τη μία πλευρά υπάρχουν δυνάμεις της Αριστεράς που θέτουν ως όρο για τη δημιουργία του μετώπου πολιτικές θέσεις οι οποίες βρίσκονται σε δυσαρμονία με τη συνείδηση και τα πολιτικά χαρακτηριστικά του αγωνιζόμενου λαού. Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι στο μέτωπο που φαντάζονται να αποκλείονται άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και, κατά μείζονα λόγο, δυνάμεις που αποσυνδέονται από τα αστικά πολιτικά κόμματα και μαζί μ’ αυτούς εκείνα τα τμήματα του αγωνιζόμενου λαού που δεν έχουν φτάσει στο «επιθυμητό» επίπεδο συνείδησης. Αυτή η σεχταριστική στάση, είτε στρέφεται ενάντια στα μονοπώλια είτε ενάντια στον καπιταλισμό, είναι αντίθετη με τη διαμόρφωση ενός λαϊκού πόλου με κοινούς στόχους αλλά και με εσωτερικές αντιθέσεις που να ταυτιστεί με το αγωνιζόμενο κομμάτι της κοινωνίας. Ουσιαστικά, αρνείται στον κινητοποιούμενο λαό να αποκτήσει συλλογική πολιτική έκφραση σήμερα. Δεν δείχνει εμπιστοσύνη σε αυτόν, ούτε πιστεύει ότι μέσα από την πείρα του ο λαός μπορεί να υιοθετήσει πιο προωθημένα αιτήματα, να κάνει βήματα προς πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, να μετατοπιστεί πραγματικά, μέσα από την ίδια τη ζωή του. Ο μόνος στόχος που μπορεί να έχει μία τέτοια πρόταση είναι η πολιτική και η εκλογική αναπαραγωγή και η ενίσχυση των φορέων που την προτείνουν. Η στάση αυτή είναι πολύ μακριά από τις καλύτερες παραδόσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος: από τη γραμμή του Παλλαϊκού Μετώπου και της λαϊκοδημοκρατικής κυβέρνησης του 1936, από τη γραμμή που συγκρότησε το ΕΑΜ το 1941, από τη γραμμή της ΕΔΑ στις εκλογές του 1956 που την έκανε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958.
Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται δυνάμεις της Αριστεράς που επιδιώκουν να εκφυλίσουν την ιδέα της μετωπικής δράσης σε μία ευκαιριακή εκλογική συμμαχία επενδυμένη με παρασκήνιο, ίντριγκες, προσωπικές πολιτικές, κομματικές επετηρίδες και λογιστικούς υπολογισμούς ποσοστών και εδρών. Ακόμα και οι πολιτικές θέσεις αυτών των δυνάμεων για τη συγκυρία ενέχουν την έγνοια της επόμενης δημοσκόπησης. Το γεγονός ότι σήμερα το ζήτημα των εκλογών και της εκλογικής παρουσίας ενός μετωπικού σχήματος είναι πρωτεύον, δεν τις απαλλάσσει καθόλου από την ευθύνη για τον τρόπο που σκέφτονται και ενεργούν. Μολονότι εδώ και αρκετό καιρό οι δυνάμεις αυτές έχουν διαπιστώσει ορθά την ανάγκη για ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο με προοπτική την κυβερνητική εξουσία, κάνουν ελάχιστα πράγματα για να το συγκροτήσουν είτε σε επίπεδο βάσης είτε σε επίπεδο κορυφής. Οι καθυστερήσεις αυτές μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ακόμα και τις προθέσεις τους. Είναι άγνωστο αν το σχέδιο υλοποιείται σταδιακά, ώστε να εμφανιστεί «άφθαρτο» στις εκλογές ή αν η θέση αυτή είναι απλώς ένα όχημα επίδειξης πολιτικής ευρύτητας και πίεσης των άλλων πολιτικών χώρων της Αριστεράς. Επίσης, είναι άγνωστο αν αυτό το σχέδιο οδηγείται σκοπίμως σε ναυάγιο για να δικαιολογηθεί η εκλογική κάθοδος στελεχών που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ με τη σημαία ενός αριστερού πολιτικού σχήματος, γεγονός που θα παρέπεμπε σε βόλεμα παραγόντων παρά σε μετωπική εμφάνιση σε εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, η στάση αυτή υπονομεύει, επί της ουσίας, τη θέση για το μέτωπο αφού δεν δίνει κανένα εχέγγυο πολιτικής συνέχειας, ζωντανής σχέσης με τον αγωνιζόμενο λαό και δημοκρατικής εκπροσώπησης τάσεων και απόψεων, ενώ χρωματίζει την Αριστερά με ακόμη μεγαλύτερη αφερεγγυότητα.
Με δεδομένα όλα αυτά δεν είναι να απορεί κάποιος που ο αγωνιζόμενος λαός κινείται αυτόνομα και δεν αναζητά στην υπάρχουσα οργανωμένη Αριστερά την πολιτική του έκφραση. Αυτό έδειξαν το καλοκαίρι οι πλατείες αλλά και οι λαϊκές παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου. Αυτό θα φαίνεται και σε κάθε ευκαιρία εφόσον εμείς οι ίδιοι στην Αριστερά δεν υπερβούμε τον εαυτό μας. Βεβαίως, από την άλλη, είναι άξιο απορίας γιατί πρέπει να διεκδικούμε ως Αριστερά την πρωτοπορία σε ένα τέτοιο μέτωπο.
Σχόλια