του Πάρι Κωνσταντινίδη*
Πέρασαν 70 χρόνια από την περίφημη διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, που δόθηκε στο Θέατρο Τέχνης στις 31 Ιανουαρίου του 1949, και ίσως σήμερα να γίνεται λιγότερο κατανοητή από ποτέ! Αν οι αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η διάλεξη τότε, είχαν εκπληρώσει μέρος του σκοπού της, τότε μήπως η άκριτη αποδοχή της σήμερα μάς απομακρύνει από αυτόν; Αν ο Μάνος αρεσκόταν να τρολάρει τις καθιερωμένες αντιλήψεις, τί συμβαίνει όταν μία συγκεκριμένη αντίληψη για τον Μάνο έχει καθιερωθεί; Γιατί άραγε ο Χατζιδάκις πέτυχε με το ρεμπέτικο, κι απέτυχε με τον Φλωρινιώτη; Πόσο επιλεκτική είναι τελικά η αποδοχή του Χατζιδάκι και πόσο επιλεκτική να ‘ναι άραγε κι η αποδοχή της διάλεξής του;
Σε αντίθεση με το ρεμπέτικο, ο Φλωρινιώτης δεν προσφερόταν για την εξυπηρέτηση του ιδεολογήματος εθνικής (μουσικής) συνέχειας από την αρχαιότητα έως σήμερα. Εξάλλου αυτή είχε ήδη κατακτηθεί με το ρεμπέτικο. Ο μύθος της «ελληνικότητας» του ρεμπέτικου παραμένει ακλόνητος, κι ας λένε αλλιώς τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα. Ο μουσικολόγος Risto Pekka Pennanen βλέπει στο ρεμπέτικο την ελληνόφωνη εκδοχή της λαϊκής μουσικής των πόλεων της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Νίκος Ορδουλίδης βρίσκει τους λαϊκούς δρόμους πιο κοντινούς στα τούρκικα μακάμ, παρά στη βυζαντινή οκτωηχία. Ο Daniel Koglin εντοπίζει μία αντι-ηγεμονική λογική στους σύγχρονους φανατικούς του ρεμπέτικου τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, ενώ ο ίδιος ο Χατζιδάκις μεταπολιτευτικά απαξίωνε τη ρεμπετολαγνεία, και αναπολούσε την εποχή που ο ήχος του μπουζουκιού μπορούσε ακόμα να σοκάρει τους αστούς.
Η ΔΙΑΛΕΞΗ του Χατζιδάκι όμως στην εποχή της ήταν ριζοσπαστική. Όχι πάντως επειδή τάχα με αυτήν ανακαλύφθηκε το ρεμπέτικο. Δεν ήταν περιθωριακό. Ο Τσιτσάνης μετρούσε ήδη 181 ηχογραφήσεις! Το ρεμπέτικο ήταν ένα δημοφιλές μεν, περιφρονημένο δε, μουσικό είδος. Η ριζοσπαστικότητα της διάλεξης οφειλόταν στο τρολάρισμα των καθιερωμένων αντιλήψεων. Το ρεμπέτικο το καταφρονούσαν ως μία «τούρκικη» μουσική, των «τοξικομανών» και του «υποκόσμου». Η «καθώς πρέπει» μουσική διασκέδασης της εποχής ήταν το «ευρωπαΐζον» ελαφρό τραγούδι. Ο συνθέτης του ελαφρού τραγουδιού Τάκης Μωράκης έλεγε χαρακτηριστικά: «το ελληνικό τραγούδι οφείλει να είναι ευρωπαϊκό, μιας και η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη». Ο Χατζιδάκις δεν αρνήθηκε την ιεράρχηση που έβαζε την «Ευρώπη» στην κορυφή. Αρνήθηκε την ιεράρχηση των αντικειμένων τοποθετώντας το ρεμπέτικο πάνω από το ελαφρό.
Αλλά ποιο ρεμπέτικο; Αυτό που ανταποκρινόταν περισσότερο στην ευρωπαϊκή αισθητική. Από το πλήθος των ρεμπέτικων τραγουδιών επιλέγει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη, ως τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του είδους· ένα ρεμπέτικο που ένα ευρωπαϊκής μουσικής παιδείας αυτί, μπορεί να το κατανοήσει στη βάση μίας μείζονας κλίμακας. Από τους χορούς του ρεμπέτικου που αναφέρει, παραλείπει το τσιφτετέλι, τον χορό που έχει συνδεθεί με τον ανατολίτικο αισθησιασμό, ενώ εξυμνεί το ζεϊμπέκικο προβάλλοντας σε αυτό τις αξίες της «αυτόνομης» αισθητικής της λεγόμενης κλασικής μουσικής, θαυμάζοντας τη μη τυποποιημένη «φαντασία» και την «πλαστικότητα» της κίνησης του χορευτή.
Ακόμα και όταν κορυφώνει τη διάλεξή του αναφερόμενος στην ίδια την «ελληνικότητα» του ρεμπέτικου, η ελληνικότητά του είναι ευρωκεντρικής λογικής. Το παρομοιάζει με την τραγωδία, επειδή έχει «λόγο, χορό και κίνηση». Μα σχεδόν κάθε παραδοσιακή μουσική του κόσμου δεν τα συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία, που λείπουν όμως από το ευρωπαϊκό, ελαφρό τραγούδι; Το ύφος του ρεμπέτικου τού θυμίζει την «παρακμή» του Βυζαντίου, αλλά μήπως ήταν μονίμως παρακμάζον το χιλιόχρονο Βυζάντιο ή αυτό ήταν απλά μία δυτική προκατάληψη; Θαυμάζει τη «λιτότητα» του ρεμπέτικου ως του κατεξοχήν ελληνικού χαρακτηριστικού που μας κληροδότησε η αρχαιότητα, αλλά κι εδώ δεν μας θυμίζει τις θέσεις του Βίνκελμαν για την «ευγενική απλότητα» της αρχαιοελληνικής τέχνης; Η λογική του Χατζιδάκι ήταν πέρα για πέρα ευρωκεντρική. Ακόμα και στη δική του μουσική, στις ενορχηστρώσεις του αρχικά προτιμούσε να χρησιμοποιεί το «ευρωπαϊκό» μαντολίνο στη θέση του μπουζουκιού.
ΠΟΣΟ «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ» όμως ήταν το μαντολίνο; Καθόλου, αν λάβουμε υπόψιν την άποψη των ίδιων των Ιταλών! Ο Ρομπέρτο Νταϊνότο στο βιβλίο του Europe (in Theory) αποτύπωνε την ιταλική κρίση ταυτότητας του 21ου αιώνα παραθέτοντας το παρακάτω απόσπασμα από τον ιταλικό τύπο: «Όσο κι αν προσπαθήσαμε να ξεχάσουμε την πίτσα και το μαντολίνο, όσο κι αν προσπαθήσαμε να κάνουμε πιο βόρεια [ευρωπαϊκά] τα ήθη και τα έθιμά μας, όσο κι αν θυσιάσαμε κομμάτι-κομμάτι το κοινωνικό μας κράτος […] στο όνομα του “εκμοντερνισμού” και του “εξευρωπαϊσμού”, [τελικά] δεν είμαστε πια Ιταλοί, μα ούτε κι Ευρωπαίοι [γίναμε]». Το τρολάρισμα της ιστορίας δεν έγκειται απλώς στο γεγονός ότι οι Ιταλοί δεν θεωρούν «ευρωπαϊκό» το μαντολίνο, αλλά και στο γεγονός ότι θεώρησαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν το κοινωνικό τους κράτος για να γίνουν «Ευρωπαίοι». Αυτό ακριβώς όμως, το «κοινωνικό κράτος», χαρακτήριζε ως το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της «Ευρώπης», ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ, σε άρθρο του στο 80ο τεύχος του Foreign Policy, το 1990.
Πόσο «ελληνικό» είναι τελικά το ρεμπέτικο και πόσο «Ευρωπαίοι» οι Ιταλοί, ή ακόμα πόσο «ευρωπαϊκή» να ‘ναι κι η ίδια η Ευρώπη; Η σύγκρουση παλαιών και νέων «βεβαιοτήτων» φαντάζει σαν φάρσα, αν ιδωθεί από μία ψύχραιμη απόσταση. Φαντάζει σαν ένα τρολάρισμα της ίδιας της Ιστορίας. Και από την περίφημη διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι τί να απομένει άραγε; Η βεβαιότητα της ελληνικότητας του ρεμπέτικου ή το τολμηρό πνεύμα που επέλεγε να αντικρίζει με «ασέβεια» τις εκάστοτε «βεβαιότητες» και ενίοτε να τις αποκαθηλώνει;
* Ο Πάρις Κωνσταντινίδης είναι μουσικολόγος