Ήταν πολλοί εκείνοι που υποστήριζαν ότι η χρονική περίοδος ανάμεσα στην προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ έως την εγκατάσταση του νέου προέδρου στον Λευκό Οίκο, και ενδιάμεσα έως τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στα μέσα Δεκέμβρη, θα συνιστούσε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για το καθεστώς Ερντογάν να επιταχύνει τα επεκτατικά του σχέδια.
Πράγματι η Άγκυρα, χωρίς ούτε λεπτό να σταματήσει τις φιλοπόλεμες δηλώσεις και τις προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας, έστρεψε την προσοχή της σε δύο άλλα, σημαντικά για τις επιδιώξεις της, μέτωπα. Το πρώτο ήταν το άνοιγμα-εποικισμός της Αμμοχώστου και η ρητορική, ως εκβιασμός ή νέα προσέγγιση θα φανεί, της επιβολής «δύο κρατών» στη Κύπρο (δείτε και σελίδα 21).
Το δεύτερο μέτωπο ήταν η εμπλοκή στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την πλήρη απουσία των ΗΠΑ από τα τεκταινόμενα στον Καύκασο, την τήρηση ίσων αποστάσεων από τη Ρωσία και την αμήχανη σιωπή της Ε.Ε., κατάφερε να οδηγήσει το Αζερμπαϊτζάν σε μια σημαντική νίκη κατά της Αρμενίας και να αναβαθμίζει το ρόλο της στην περιοχή. Είναι σημαντικό ότι, παρά το γεγονός ότι η επώδυνη για την Αρμενία συνθηκολόγηση δεν το προβλέπει, η Τουρκία επιμένει να θεωρεί δικαίωμά της την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων ως «εγγυητής της κατάπαυσης του πυρός» με τη Ρωσία να κρατά, μέχρι στιγμής, μια ασαφή στάση ως προς το ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή.
Αποθρασυμένο, από την ανοχή της «διεθνούς κοινότητας», το καθεστώς της Άγκυρας αισθάνεται ώριμη τη συνεχή διεύρυνση των διεκδικήσεων του. Αυτή τη φορά τα, απολύτως ελεγχόμενα από το καθεστώς, Μέσα Ενημέρωσης της Τουρκίας έθεσαν στο στόχαστρο τους τη Θράκη
Θράκη: Καν’ το όπως στο Αρτσάχ
Αυτές οι δύο σημαντικές επιτυχίες της Άγκυρας ανοίγουν ακόμα περισσότερο τις ορέξεις του Ερντογάν καθώς επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα της επιθετικής του πολιτικής χωρίς καμιά ουσιαστική συνέπεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο Πούτιν, σε συνέντευξη Τύπου σχετικά με τις εξελίξεις στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, δήλωσε ότι «δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Τουρκία παραβίασε το διεθνές δίκαιο με την παρέμβαση της στο πόλεμο στο πλευρό του Αζερμπαϊτζάν» και δείχνει έτοιμος να διαπραγματευτεί τη συμμετοχή της Άγκυρας στην «επιτήρηση της ειρήνης».
Αποθρασυμένο, από την ανοχή της «διεθνούς κοινότητας», το καθεστώς της Άγκυρας αισθάνεται ώριμη τη συνεχή διεύρυνση των διεκδικήσεων του. Αυτή τη φορά τα, απολύτως ελεγχόμενα από το καθεστώς, Μέσα Ενημέρωσης της Τουρκίας έθεσαν στο στόχαστρο τους τη Θράκη. Συγκεκριμένα, η γνωστή εθνικιστική εφημερίδα Τurkiye σε δημοσίευμά της με τίτλο «Η Δυτική Θράκη μπορεί να γίνει σαν το Καραμπάχ», αναφέρει: «Η τουρκική διπλωματία βγαίνει ενισχυμένη από τη σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ […] και ίσως αργά ή γρήγορα η Δυτική Θράκη (μαζί με όλες τις άλλες διαφωνίες Ελλάδας και Τουρκίας) να είναι επόμενη στην ατζέντα». Η επισήμανση αυτή, που έγινε με αφορμή σχετικό δημοσίευμα σε ελληνική ιστοσελίδα, δεν είναι καθόλου τυχαία.
Είναι νωπές ακόμα στην μνήμη μας οι προκλητικές δηλώσεις του Τα, Ερντογάν κατά την τελευταία του επίσκεψη στη Θράκη για ύπαρξη «τουρκικής μειονότητας» στην περιοχή και η αξίωσή του, που ικανοποιήθηκε πλήρως από τη τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, για «ελεύθερη» επιλογή μουφτή στη Θράκη και ανεμπόδιστη δράση της μουφτείας στην περιοχή. Πιο πρόσφατα, το περασμένο καλοκαίρι, ο επιτετραμμένος του «Σουλτάνου», Ιμπραήμ Καλίν, σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Anadolu υποστήριξε ότι η ασφάλεια της Άγκυρας συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια των γειτονικών χωρών και της Μεσογείου και ιδιαίτερα, μιλώντας για τη Θράκη, σημείωσε: «Έχουμε μουσουλμάνους πολίτες μας τουρκικής καταγωγής που ζουν εκεί, υπάρχει τουρκική μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη, έχουν ζητήματα και άλλα θέματα».
Το «ενδιαφέρον» της Τουρκίας για τη Θράκη είναι λίγο πολύ γνωστό όπως είναι γνωστός και ο ρόλος της μουφτείας τόσο στην προσπάθεια ελέγχου και επιρροής επί κοινοβουλευτικών παραγόντων και στελεχών της αυτοδιοίκησης στην περιοχή όσο και στη συνεχή υποδαύλιση διχαστικών διενέξεων ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους παρά την αρμονική συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων.
Το καινούργιο στοιχείο που θέτει η προπαγάνδα του φιλικού, προς τον Ερντογάν, Τύπου είναι η αναθέρμανση των σχεδίων περί συγκρότησης του «Στρατού του Τουράν» ως εγγυητής των σχεδίων περί «Συνόρων της Καρδιάς μας» και «Γαλάζιας πατρίδας» και ως εργαλείο του τουρκικού επεκτατισμού στην περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου.
Όπως, κατ’ εντολή, αναφέρει η εφημερίδα Türkiye «η επιτυχία στο Καραμπάχ έφερε και πάλι στην ατζέντα έναν από τους μεγαλύτερους φόβους της Δύσης: Τον Στρατό του Τουράν. Το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο έγινε ισχυρότερο με τη στρατιωτική εκπαίδευση, τις κοινές ασκήσεις και τα εξοπλισμένα drones που παρείχε η Τουρκία, έσπασε τη ράχη της Αρμενίας. Αυτή η εικόνα επιτυχίας που εμφανίστηκε έφερε και πάλι στη ζωή τους πόθους σχετικά με έναν Στρατό του Τουράν, ο οποίος θα είναι η κοινή στρατιωτική δύναμη των τουρκικών κρατών.».
Ο Στρατός του Τουράν
Τουράν: Οι αρχαίοι Πέρσες ονόμαζαν Τουράν την παλαιά λεγόμενη περιοχή του Τουρκεστάν καθώς και τη χώρα των Τατάρων. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η περιοχή, ούτε το Τουρκεστάν ως χώρα. Όμως απαντώνται οι σύγχρονοι όροι: τουρανικοί λαοί, τουρανικές γλώσσες, παντουρανισμός.
Παντουρανισμός: Κίνηση στο τέλος τού 19ου και των αρχών τού 20ού για την ενοποίηση όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών (ταταρικών, ουραλικών) που ζούσαν στην Τουρκία, στην Ευρώπη και την Ασία σε μία πολιτική οντότητα και έναν συνασπισμό. Κίνηση δορυφορική του παντουρκισμού.
Η ιδέα συγκρότησης ενός «Στρατού του Τουράν» δεν είναι μια ακόμα προπαγανδιστική φαεινή ιδέα του Ερντογάν ούτε βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Είναι η στρατιωτική συνέχεια της σχεδιασμένης και συστηματικά προωθούμενης πολιτικής των «Συνόρων της Καρδιάς μας» και της «Γαλάζιας Πατρίδας», δηλαδή της νεο-οθωμανικής επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Έρχεται πάλι στην επικαιρότητα αφού έχουν προηγηθεί ορισμένες σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες της Άγκυρας: Η εμπλοκή στο πόλεμο της Λιβύης και ο έλεγχος του καθεστώτος Σάρατζ όπως επίσης η σημαντική συμβολή στη νίκη του Αζερμπαϊτζάν και ο έλεγχος του Αλίεφ – επιτυχίες με πολιτικό και στρατιωτικό αντίκτυπο. Πολιτικά οι δύο χώρες (Λιβύη και Αζερμπαϊτζάν) αναμένεται να αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος της «Βόρειας Κύπρου». Στρατιωτικά, με την ανοχή της Δύσης και Ρωσίας, ανέδειξαν την Τουρκία σε σημαντική στρατιωτική δύναμη και αναγνωρισμένο γεωπολιτικό παράγοντα σε Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική και πιο πρόσφατα στον Καύκασο.
Η αναθέρμανση της συγκρότησης του «Στρατού του Τουράν», ως κοινή πολιτική και στρατιωτική δύναμη των τουρκικών κρατών, αντλεί δύναμη από αυτές τις επιτυχίες αλλά όχι μόνο από αυτές. Είχε προηγηθεί η ανάπτυξη ισχυρών πολιτικών δεσμών και στρατιωτικής συνεργασίας με το Πακιστάν και το Καζακστάν. Τώρα στη συζήτηση, με τα νέα δεδομένα, μπαίνουν με άλλους όρους και το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Κιργιστάν, ίσως και το Τατζικιστάν. Δύσκολο να προβλεφθεί η επιτυχία ή η αποτυχία ενός τέτοιου σχεδίου και οι αντιδράσεις των μεγάλων γεωπολιτικών δυνάμεων. Το βέβαιο είναι ότι η Τουρκία γνωρίζει και επιχειρεί να αξιοποιήσει τις χαοτικές καταστάσεις που αναδύονται από τη σταδιακή και ασταθή μετάβαση σε ένα πολυπολικό κόσμο, με εμφανή τα σημάδια αδυναμίας ελέγχου των τάσεων από την δυτική συμμαχία και τις ΗΠΑ.
Φιλοτουρκισμός στην Ε.Ε. – Κατευνασμός στην Ελλάδα
Μέσα στο κλίμα ενός επικίνδυνου και αλληλοσυμπληρωνόμενου μίγματος πολεμικής ρητορικής, εξαπόλυσης τοπικών πολέμων και επιβολής τετελεσμένων σε Ν.Α. Μεσόγειο – Αιγαίο – Κύπρο, η γερμανική Ευρώπη επιμένει στη φιλοτουρκική ατζέντα. Μέρκελ και Μπορέλ δήλωσαν απογοητευμένοι που η στάση της Τουρκίας «δεν επιβεβαίωσε τις προσδοκίες τους» αλλά αρνούνται κατηγορηματικά κάθε ουσιαστικό μέτρο ικανό να ματαιώσει την εμπρηστική πολιτική της Τουρκίας κατά της ειρήνης σε ολόκληρη την περιοχή. Η πεισματική επιμονή μετάθεσης κάθε σχετικής συζήτησης στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, στα μέσα Δεκέμβρη, δίνει χρόνο στην Τουρκία να επιταχύνει τις επεκτατικές βλέψεις της αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η χώρα μας σε ένα διάλογο χωρίς προϋποθέσεις, υπό την κατηγορία της συνυπεύθυνης για την κρίση στην περιοχή, αφού έχουν ήδη επιβληθεί επώδυνα τετελεσμένα.
Η στάση της ελληνικής πολιτικής ελίτ διευκολύνει στο μέγιστο βαθμό τόσο την ευρωπαϊκή πολιτική ανοχής όσο και τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας. Μόλις προχθές, με νωπές τις δηλώσεις για την Αμμόχωστο και τα τουρκικά ερευνητικά να αλωνίζουν στην ελληνική, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ΑΟΖ ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε εν νέου την πρόθεση της κυβέρνησης για διάλογο και καταφυγή στη Χάγη αν αυτός δεν αποδώσει. Η ελληνική κυβέρνηση προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει ότι η τουρκική αξίωση δεν είναι πια η μοιρασιά του πλούτου της Αν. Μεσογείου άλλα η ίδια η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας. Οι επίσημες δηλώσεις της Τουρκίας για διεκδίκηση κατοικημένων νησιών και νησίδων στο Ανατολικό Αιγαίο και η απαίτηση για «αποστρατιωτικοποίηση» μεγάλων νησιών, αν και ενδεικτικές των προθέσεων της Άγκυρας, δεν αξιοποιούνται ως απόδειξη των απειλών έναντι της χώρας και ως ουσιαστική αιτία διακοπής κάθε σχέσης. Αντίθετα η κυβέρνηση στρουθοκαμηλίζοντας κάνει λόγο για «ελληνοτουρκικές διαφορές» και παραπέμπει, θέλοντας και μη, τις συνολικές αξιώσεις της Τουρκίας στη Χάγη. Με τον τρόπο αυτό ελπίζει ότι η δυτική συμμαχία θα εξασφαλίσει τη διάσωση του «στρατηγικού εταίρου» της χωρίς τον πλήρη εξευτελισμό του… Τόσο καλά!