Σάββατο 14 Δεκέμβρη 1940
Ρωτούν έναν πατέρα τεσσάρων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε, γιατί πήρε τέτοια απόφαση: «Ντράπηκα τους συγχωριανούς μου» αποκρίθηκε, «για το κρίμα που θα ‘πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό».
Αίσθημα ευθύνης, που είχαμε ξεσυνηθίσει να βλέπουμε στους λαούς. Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα, που κανείς πριν δεν το υποψιαζότανε. Ένα πράγμα που ξεμυτίζει και φυτρώνει σαν το φρέσκο χορτάρι. Πιο πάνω, ο κόσμος ο δικός μας δεν έχει αλλάξει: παλιές συνήθειες, παλιοί τρόποι, οι ανταποκρίσεις από το μέτωπο θυμίζουν ανταποκρίσεις των πολέμων του ’12.
Ένας κόσμος χαλασμένος.
Τρίτη, 6 Μάη 1941
Αλλά δεν ήθελαν να κρατήσουν την Κρήτη, δεν ήθελαν τα νησιά, δεν ήθελαν τίποτα. Τ’ άκουσμα μονάχα του Γερμανού τους νέκρωνε τα νεύρα και οι περισσότεροι που ήρθαν μαζί μας δε γύρευαν τίποτα άλλο παρά να πετύχουν μιαν ήσυχη γωνιά στο εξωτερικό για να περάσουν τις μέρες του πολέμου.
Είναι παράξενο και υπέρογκο να το συλλογίζεται κανείς: ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε – μόνος του. Οι έξι μήνες του πολέμου ήταν δυο πράγματα ξεχωριστά. Από το ένα μέρος ένα άνθισμα, μια ανώνυμη ανάσταση (άνω τελεία) και από το άλλο μέρος ο καρκίνος της «Μπρετάνιας» με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τις απελπιστικές χειρονομίες. Από το τελευταίο δεν έχουμε ακόμη καθαριστεί και δε θα καθαριστούμε παρά μόνο όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν νικήσουμε.