Μια ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική μελέτη για τα ζητήματα της μετανάστευσης. Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο.

Τη Βασιλική Παπαγεωργίου τη γνώρισα ως εκπαιδεύτρια του προγράμματος Οδυσσέας για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, της Iστορίας και του πολιτισμού, σε μετανάστες. Ένα πρόγραμμα που στα τρία χρόνια λειτουργίας του εκπαίδευσε 17.500 μετανάστες από 35 διαφορετικές χώρες του πλανήτη, προσφέροντας δωρεάν τα μαθήματα, όσο και το εκπαιδευτικό υλικό. Αν και το πρόγραμμα είχε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση μέχρι το 2013 από ευρωπαϊκά κονδύλια και δεν επιβάρυνε τον κρατικό Προϋπολογισμό, με ευθύνη της υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου σταμάτησε να λειτουργεί, αφήνοντας δεκάδες εργαζόμενους χωρίς δουλειά και χιλιάδες μετανάστες, χωρίς τη δυνατότητα να μάθουν δωρεάν τη γλώσσα μας…
Αυτό όμως, όπως λένε, είναι μια άλλη ιστορία…. Διότι η συγκεκριμένη εκπαιδεύτρια του προγράμματος -διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου- δημοσίευσε πρόσφατα μια σημαντική μελέτη βασισμένη σε εντατική και μακροχρόνια εθνογραφική έρευνα, για τον «Τόπο, την ταυτότητα την διαπολιτισμικότητα και την ενσωμάτωση», εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη μεταναστευτική ομάδα, αυτή των εθνοτικά Ελλήνων της Αλβανίας («Βορειοηπειρωτών»).

 

Τι σε ώθησε να ασχοληθείς με ένα θέμα όπως η μετανάστευση από την Αλβανία στην Ελλάδα;
Ένα βασικό κίνητρο υπήρξε, ασφαλώς, η ίδια μου η εμπειρία σχέσεων και συναναστροφών με μετανάστες. Έζησα το πρώτο μεγάλο κύμα μαζικής έλευσης των ανθρώπων από την Αλβανία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Πάτρα, ενώ λίγο αργότερα εμφανίστηκαν οι πρώτοι Κούρδοι πρόσφυγες στην πόλη. Έβλεπα να διαμορφώνεται ένα νέο, διαρκώς μεταβαλλόμενο, κοινωνικό και πολιτισμικό τοπίο που, εξαιτίας της ενασχόλησής μου με την κοινωνική ανθρωπολογία, πυροδοτούσε τις ανησυχίες μου και ήταν προκλητικό ως πεδίο έρευνας και μελέτης. Σε μια περίοδο έντονων ζυμώσεων και θεωρητικών αναζητήσεων στον κλάδο αυτό, σχετικά με τους όρους προσέγγισης του «άλλου» και αναπαράστασης της πολιτισμικής διαδικασίας, η μελέτη της μετανάστευσης έρχεται να συμβάλει δυναμικά και να δώσει ώθηση στην κοινωνική έρευνα. Ο «άλλος», ο παραδοσιακά εξωτικός και απομακρυσμένος, η «περιφέρεια», έρχεται στο «κέντρο», κοντά μας και δίπλα μας, γίνεται σαν εμάς ή ένας από εμάς. Και αυτό απαιτεί νέους τρόπους προσέγγισης, τόσο σε επίπεδο έρευνας, όσο και παραγωγής θεωρίας.

Άλλαξε ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα μετά την έρευνά σου;
Θα σταθώ ιδιαίτερα στο, κάπως άκαμπτο, στοιχείο της θεωρίας, στο οποίο υποτίθεται ότι έρχεται να συμβάλει μια πρωτότυπη και πρωτογενής έρευνα. Θα ήθελα, λοιπόν, να επισημάνω, ότι η προσπάθειά μου να βάλω σε τάξη το ερευνητικό μου υλικό και να το αναπαραστήσω ως ανθρωπολογικό κείμενο, που είναι από μόνο του ένα κοπιώδες εγχείρημα, με βοήθησε να συστηματοποιήσω τις γνώσεις μου, δουλεύοντας συνεχώς πάνω στη θεωρία και την ανάλυση, να εμβαθύνω σε αυτές και ακόμη να τις προσεγγίσω κριτικά. Αυτή, επομένως, η επιστημονική, δηλαδή, συγκρότηση, είναι η μεγαλύτερη αλλά και πιο ευεργετική αλλαγή που μπορώ να εντοπίσω.

Στη διάρκεια της έρευνας αντιμετώπισες την προκατάληψη; Από ποιες πλευρές και πώς;
Σε μια διαπροσωπική αλλά και διαπολιτισμική σχέση και επικοινωνία, όπως είναι αυτή μεταξύ εθνογράφου και πληροφορητών (αλλά και των όποιων δρώντων εμπλέκονται στην ερευνητική διαδικασία), προσεγγίζουμε αλλήλους με βάση στερεοτυπικές εκδοχές που έχουμε διαθέσιμες στο πολιτισμικό μας ρεπερτόριο. Αυτά είναι όχι απλώς ενδιαφέροντα αλλά και κεντρικά στοιχεία που λαμβάνουμε υπ’ όψιν και καταγράφουμε στις αναλύσεις μας. Μπορώ να αναφέρω εδώ χαρακτηριστικά, ως ένα παράδειγμα, ότι οι πληροφορητές μου, εθνοτικά Έλληνες από την Αλβανία (Βορειοηπειρώτες), εστίαζαν με επιμονή σε ζητήματα καταγωγής. Πίστευαν ή ένιωθαν, ότι έπρεπε να αποδεικνύουν συνεχώς την αυθεντικότητα της «ελληνικότητάς» τους και να απολογούνται, αντίθετα, για την υιοθέτηση οποιωνδήποτε συμβόλων παρέπεμπαν στην αλβανική τους προέλευση. Αυτό, βέβαια, ήταν επόμενο, αν σκεφτεί κανείς ότι τα πρώτα χρόνια έλευσης στην Ελλάδα, ήταν κυρίαρχη η στερεοτυπική διχοτόμηση -με όλες τις ιδεολογικές εμπλοκές και συνέπειες στις οποίες δεν μπορούμε να αναφερθούμε εδώ βέβαια- ανάμεσα σε Βορειοηπειρώτες ομογενείς και Αλβανούς.

Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου σου αφορά στην εγκατάσταση Βορειοηπειρωτών στην Πάτρα. Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες στη συγκεκριμένη περίπτωση; Έγινε η Πάτρα «σπίτι» τους;
Αυτό που τονίζω στο βιβλίο μου και υποστηρίζεται με πλούσιο εθνογραφικό υλικό, είναι ότι η μετανάστευση των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα (αλλά και γενικότερα των προερχόμενων από τη νότια Αλβανία μεταναστών), είναι κατά βάση οικογενειακή και με τον προσανατολισμό της μονιμότητας. Υπό αυτήν την έννοια, ναι, έγινε η Πάτρα «σπίτι» τους. Εκείνο, μάλιστα, που αναδεικνύεται στη μελέτη μου, είναι ακριβώς η διαδικασία συγκρότησης ενός ανοίκειου περιβάλλοντος σε οικείο τόπο, σε ένα «σπίτι», μεταφορικά.

Υπάρχει κάποια από τις ιστορίες που σου αφηγήθηκαν που έχει μια ξεχωριστή σημασία για σένα;
Γενικά οι μετανάστες από την Αλβανία είναι παθιασμένοι συνομιλητές, ειδικότερα σε ό,τι αφορά θέματα πολιτικής και ιστορίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να έχω καταγράψει στη μελέτη μου αρκετές ενδιαφέρουσες συζητήσεις και αφηγήσεις. Ιδιαίτερα, όμως, εκείνο που με είχε, πράγματι, εντυπωσιάσει είναι οι προσωπικές ιστορίες από το παρελθόν και την εποχή τού -επί τέσσερις δεκαετίες- πολιτικού ηγέτη Χότζα, οι οικονομικές κρίσεις και η φτώχεια λίγο πριν καταρρεύσει το σύστημα, γενικότερα η αναπαράσταση τού τι ήταν ο κομμουνισμός στην Αλβανία.

Ποιο θα έλεγες ότι είναι, συνοπτικά, το συμπέρασμά σου σε ό, τι αφορά στο ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών;
Εκείνο που αξίζει να δει κάποιος περισσότερο, είναι όχι η ενσωμάτωση ως μια τελική κατάσταση, όπως εκφράζεται στα διπολικά σχήματα -που τόσο ευρέως χρησιμοποιούνται στις κοινωνικές επιστήμες- του τύπου ένταξη/αποκλεισμός, αλλά ως σχέση κοινωνική και πολιτισμική, όπως προτείνεται στο βιβλίο μου. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι με άλλους όρους τίθεται στην πολιτική ατζέντα και στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της ενσωμάτωσης και, κυρίως, στη βάση της λογικής ενός «προβλήματος» που πρέπει να διευθετηθεί.

Εργάστηκες και ως εκπαιδεύτρια στο πρόγραμμα Οδυσσέας που απευθυνόταν σε μετανάστες. Πώς θα περιέγραφες την εμπειρία σου εκεί; Ποια είναι η γνώμη σου για την πολιτική του υπουργείου Παιδείας σε σχέση με το πρόγραμμα;
Οι τάξεις του Οδυσσέα αναδείχτηκαν, κατά τη γνώμη μου, σε ένα εξαιρετικό πεδίο έκφρασης και ξεδιπλώματος διαπολιτισμικών ροών και αναφορών. Και μια θαυμάσια εμπειρία διδασκαλίας για τον εκπαιδευτικό. Ενταγμένο, όμως, το πρόγραμμα Οδυσσέας στη λογική του «προβλήματος» στην οποία μόλις αναφέρθηκα, μπορεί και να κριθεί περιττό, με λίγα λόγια να μην εγκριθεί η συνέχισή του. Τα προγράμματα αυτά που αποτελούν μέρος της λεγόμενης διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, διέπονται από μια απλοϊκή και συχνά ασαφή εννοιολόγηση της διαπολιτισμικότητας και της πολυπολιτισμικότητας, υποκείμενων δε συχνά (αυτών των όρων) σε συγκεκριμένες εκπαιδευτικές πολιτικές και ιδεολογίες. Κατά συνέπεια, θα τολμούσα να πω, ότι ένας εξωραϊσμένος λόγος (discourse) προσέγγισης της πολιτισμικής διαφοράς, εξανεμίζεται στην πρώτη ευκαιρία άλλων προτεραιοτήτων και πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Το βιβλίο της Βασιλικής Παπαγεωργίου με τον τίτλο Από την Αλβανία στην Ελλάδα. Τόπος και ταυτότητα, διαπολιτισμικότητα και ενσωμάτωση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!