Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Η έμπειρη Βραζιλιάνα σκηνοθέτρια Άννα Μουλαέρτ, με καριέρα κυρίως στην τηλεόραση, στη φαινομενικά απλοϊκή ταινία της Η Δεύτερη μάνα, που διακρίθηκε στην περυσινή Μπερλινάλε, καταφέρνει να περάσει από το αφηγηματικό επίπεδο μιας κοινωνικής τηλεταινίας για ευρύ κοινό, σε μια πολιτική ταινία, θίγοντας με απτό τρόπο τον ταξικό διαχωρισμό που τέμνει και σήμερα τη βραζιλιάνικη κοινωνία.

Η Βαλ δουλεύει για πάνω από μια δεκαετία ως οικιακή βοηθός σε μια εύπορη οικογένεια, στο Σάο Πάολο, έχοντας επωμιστεί και τη φροντίδα του παιδιού, που η πολυάσχολη μητέρα έχει εμπιστευτεί στη στοργική αγκαλιά της, τη στιγμή που η δική της κορούλα μεγαλώνει μακριά της, στα χέρια συγγενών, με τα χρήματα που στέλνει. Η ταινία, σε πρώτο επίπεδο, σχολιάζει αυτό ακριβώς το οξύμωρο φαινόμενο της «δεύτερης μάνας», μιας λαϊκής επαρχιώτισσας που αντιμετωπίζει με υποτακτική ανοχή τα απροσπέλαστα στεγανά ανάμεσα στους πλούσιους απόγονους των αποικιοκρατών και στους αυτόχθονες, που τους υπηρετούν για να επιβιώσουν. Δίχως προσωπική ζωή, μένει αδιαμαρτύρητα στο στενόχωρο δωμάτιο που της έχουν παραχωρήσει, προσπαθώντας να εξυπηρετήσει όλα τα καπρίτσια των αφεντικών, παραμένοντας και στοργική μάνα, για το χαϊδεμένο αγόρι της οικογένειας. Όλα αυτά αλλάζουν, όταν η έφηβη πλέον κόρη της έρχεται στο Σάο Πάολο, αποφασισμένη να μπει στην Αρχιτεκτονική. Μελαχρινή σαν την μάνα της, η δυναμική Ζέσικα εντυπωσιάζει γρήγορα τους πάντες, ταράσσοντας την καλοκαιρινή ραστώνη ενός νοσηρού κατεστημένου, που συντηρεί την αυθαίρετη επιβολή εξουσίας στους αυτόχθονες, από την εποχή της αποικιοκρατίας. Μορφωμένη και ασυμβίβαστη, η κόρη της υπηρέτριας κατακτά σύντομα το στάτους φιλοξενούμενης. Της παραχωρείται ο ευρύχωρος ξενώνας, ενώ αναλύει με τα αφεντικά το ρόλο της Αρχιτεκτονικής, ως τέχνης που στεγάζει, διευθετώντας ταυτόχρονα στο αστικό περιβάλλον τη διάκριση πλουσίων-φτωχών. Οι τρόποι της Ζέσικα χαλάνε το απλοϊκό σχήμα ενός μη αναστρέψιμου κατεστημένου της Βαλ, που αρχικά αντιστέκεται στην ιδέα ανατροπής. Η ασυμβίβαστη χειραφέτηση της κόρης της, ωστόσο, θα αποτελέσει τα δικά της «απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» που θα έλεγε και ο Γιάννης Νεγρεπόντης, αλλάζοντας καθοριστικά την άποψή της για τη ζωή.

Με την απλότητα μιας συμβατικής ρεαλιστικής μυθοπλασίας, που βασίζεται στο καλοδουλεμένο σενάριο και τις εξαιρετικές, δίχως συναισθηματικές εξάρσεις, αληθοφανείς ερμηνείες, η ταινία ενεργοποιεί τη σκέψη του θεατή, θίγοντας όλα τα ρατσιστικά και αποικιοκρατικά κατάλοιπα στη συμπεριφορά της ανώτερης τάξης.

Η απλή ρεαλιστική φιλμική κατασκευή, με σταθερά κυρίως πλάνα, εκτός από την απόδοση της πληκτικής καθημερινότητας της μπουρζουαζίας συμβάλλει και στην αίσθηση καθήλωσης μιας υποταγής που έχει επί αιώνες επιβληθεί.

Μέσα από τα σταθερά πλάνα υπογραμμίζεται και η διαρκής κοπιαστική κινητικότητα της ώριμης εργαζόμενης. Η ψυχολογική υπερένταση και υποταγή αποδίδεται με την κάμερα να ακολουθεί την πρωταγωνίστρια από πίσω.

Το πλαίσιο συμπεριφορών αποκαλύπτει το ταξικό χάσμα, σε μια μπρεχτική διαλεκτική αντιθετικών σχημάτων, όπως δυναμική Ζέσικα έναντι μαλθακού πλουσιόπαιδου. Χαρακτηριστική είναι και η σχεδόν ουτοπική σκηνή, όπου η οικοδέσποινα φτιάχνει πρωινό στην κόρη της υπηρέτριας που της μεγάλωσε το γιο, δίνοντας παράλληλα και μια διάσταση της μητρικής αλληλεγγύης, για το τι κάνει κάθε μάνα για τα παιδιά μιας άλλης. Αυτό το αντιπαραθετικό σχήμα βις-βερσά καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το ανατρεπτικό σύνθημα της ταινίας, πως τίποτα δεν είναι προκαθορισμένα στάσιμο.

Ο φιλμικός χαρακτήρας της Ζέσικα ανατρέπει την προκαθορισμένη μοίρα των γυναικών ταπεινής καταγωγής, με προοπτική ανάμεσα στο επάγγελμα της υπηρέτριας και της πόρνης, τονίζοντας ότι η κατανόηση της ταξικής θέσης επέρχεται με τη μόρφωση, αλλά για την ανατροπή της χρειάζεται αγώνας με σθένος.

Με χιουμοριστικά στιγμιότυπα, αυτή η πολιτική-ρεαλιστική ταινία πατάει στα χνάρια μιας πολύχρονης τηλεοπτικής παράδοσης των βραζιλιάνικων σίριαλ με κοινωνικό χαρακτήρα, όπου μέσα από τη λαϊκότητα αναδεικνύεται μια βαθιά πολιτική θέση για την ταξική κατάσταση στη λατινοαμερικανική μετα-αποικιοκρατική κοινωνία του ’70, που έγινε γνωστή και στην ελληνική τηλεόραση κατά τη μεταπολίτευση, με την αναμετάδοση της βραζιλιάνικης σειράς Μαλού, με τις φεμινιστικές διεκδικήσεις της ηρωίδας, για τα δικαιώματα της εργαζόμενης γυναίκας.

Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι κατά την τελευταία δεκαετία, πολλές ταινίες από τις λατινοαμερικανικές πρώην αποικιοκρατικές χώρες έχουν θεματικές που αναδεικνύουν μια κοινωνία με μεγάλες ανισότητες, ανάμεσα στους σκουρόχρωμους αυτόχθονες της υπαίθρου και στους ανοιχτόχρωμους απογόνους των αποικιοκρατών στις μεγαλουπόλεις, με τους πρώτους από τις παραγκουπόλεις να αποτελούν το υπηρετικό προσωπικό στις εύπορες οικιστικές ζώνες.

Η ταινία, όμως, δεν θα ήταν ίδια χωρίς την 62χρονη Βραζιλιάνα Ρετζίνα Καζέ, έμπειρη θεατρική ηθοποιό με καριέρα σε τηλεοπτικές σειρές, η οποία ενσαρκώνει πειστικά το πορτρέτο μιας εργαζόμενης λαϊκής μητέρας, που αλλάζει νοοτροπία, συνειδητοποιώντας την ταξική της θέση, μέσα από τη στάση της χειραφετημένης κόρης της.

 

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!