Εν μία νυκτί χιλιάδες ιδιοκτήτες οικοπέδων, σε περισσότερους από 10.000 οικισμούς μικρότερους των 2.000 κατοίκων, βλέπουν τις περιουσίες τους να απαξιώνονται καθώς καθίστανται μη οικοδομήσιμα. Αυτό προβλέπει το Προεδρικό Διάταγμα 129/2025 του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που υποτίθεται πως ήρθε για να ρυθμίσει τα όρια, τις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης μικρών οικισμών (κάποτε τα λέγαμε χωριά) που δημιουργήθηκαν προ του 1983 – προκαλώντας δικαιολογημένα ανησυχία και αντιδράσεις σε πολίτες αλλά και αρμόδιους φορείς (βλ. ΚΕΔΕ, ΠΟΜΙΔΑ κ.ά.). Μάλιστα η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων κάνει λόγο για «ντε φάκτο δήμευση ιδιωτικής περιουσίας» και απειλεί με προσφυγές σε ευρωπαϊκά όργανα.
Αντί για ρύθμιση και προστασία του περιβάλλοντος, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, έχουμε την έμμεση υφαρπαγή της μικροϊδιοκτησίας (οικοπέδων μικρότερων των 2.000 τ.μ.), και ένα ακόμη εμπόδιο για την πραγματική (και όχι «πράσινη» ή «τουριστική») ανάπτυξη της υπαίθρου – η οποία μπορεί να έρθει μόνο με τη στήριξη των κατοίκων σε αυτή, με την επιστροφή, ανοικοδόμηση, επανέναρξη επαγγελματικών δραστηριοτήτων στα χωριά της ελληνικής επαρχίας.
Τι ίσχυε έως σήμερα;
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτό το Π.Δ. έρχεται να θεραπεύσει το ασαφές μέχρι σήμερα πλαίσιο για την οριοθέτηση και τη δόμηση στους οικισμούς αυτούς. Ο ισχύων μέχρι και σήμερα νόμος Τρίτση (1337/1983) για τον πολεοδομικό σχεδιασμό επέτρεπε στους νομάρχες να οριοθετούν και να επεκτείνουν οικισμούς με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων. Αυτό επέτρεψε σε ορισμένες περιπτώσεις επεκτάσεις χωρίς επαρκή τεκμηρίωση και πολεοδομικό σχεδιασμό, οδηγώντας μάλιστα σε ακύρωση κάποιων εξ αυτών με σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ. Αποφάσεις όπως η 1268/2019 που, αν και αφορούσε συγκεκριμένα την οριοθέτηση των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου, στην πράξη είχε παγώσει την έγκριση πολεοδομικών αδειών δόμησης σε μια σειρά περιοχές για οικόπεδα που βρίσκονταν εκτός του «παλαιού πυρήνα» (προ του 1923) των οικισμών.
Τώρα η κυβέρνηση αναγνωρίζει τα όρια των οικισμών που ίσχυαν έως το 1983 (εξαίρεση οι οικισμοί που στις μεταγενέστερες απογραφές είχαν πάνω από 2.000 κατοίκους), θεωρώντας όλες τις μεταγενέστερες επεκτάσεις εκτός ορίων, αφαιρώντας έτσι το δικαίωμα δόμησης σε εκτάσεις μικρότερες των 2 στρεμμάτων. σε αυτές. Είναι προφανείς οι συνέπειες της απόφασης αυτής για χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες που βλέπουν τη γη που κατέχουν στα χωριά τους να χάνει την αξία της, και μαζί την όποια πιθανότητα οικοδόμησης σε αυτή, με την κυβέρνηση να υπόσχεται ότι θα λύσει τα όποια προβλήματα με ειδικές κατά περίπτωση ρυθμίσεις στα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια (μετατρέποντας έτσι το πρόβλημα που δημιούργησε σε αντικείμενο συνδιαλλαγής και παζαρέματος συμφερόντων).
Το μέλλον της υπαίθρου
Με την απόφασή της αυτή η κυβέρνηση δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων. Από τη μία όσοι πρόλαβαν να αξιοποιήσουν την γη που κατείχαν και από την άλλη όσοι δεν πρόλαβαν – και τώρα καλούνται να αποδεχτούν τη δραματική μείωση της αξίας της περιουσίας τους. Χιλιάδες συμπολίτες μας αναγκάζονται να περιμένουν τις «ειδικές ρυθμίσεις» ψάχνοντας πιθανά παραθυράκια για νέα ρουσφέτια με την τοπική αυτοδιοίκηση, ή να πουλήσουν σε χαμηλή τιμή τη γη τους ώστε μέσω της ενοποίησης των μικρών τεμαχίων να προκύψουν ιδιοκτησίες που θα είναι οικοδομήσιμες με βάση τα νέα κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, οδηγούμαστε σε μεγαλύτερη συγκεντροποίηση της γης, μαζί και σε σημαντικά αντικίνητρα σε ανθρώπους που θα ήθελαν να χτίσουν τη ζωή τους σε κάποιο από τα εν λόγω χωριά.
Δεν είναι από αυτή την άποψη παράλογες οι αντιδράσεις εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, που προειδοποιούν για τις συνέπειες του Π.Δ., καταγγέλλοντας ελλιπή διαδικασία διαβούλευσης και, πρακτικά, ακύρωση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης (οι αποφάσεις της οποίας σχετικά με τα όρια των οικισμών θεωρούνται ως μη γενόμενες). Στο όνομα της τακτοποίησης υπαρκτών αυθαιρεσιών, της κοινής ωφέλειας, της ρύθμισης, η κυβέρνηση έρχεται να ορίσει ένα ασφυκτικό και άδικο πλαίσιο, καταπατώντας τα δικαιώματα των μικροϊδιοκτητών, την ίδια στιγμή που με την πολιτική της απορρυθμίζει και ανοίγει τον δρόμο στα αρπακτικά συμφέροντα που βλέπουν τις τοπικές κοινωνίες, τον τόπο και το περιβάλλον αποκλειστικά ως πεδίο αξιοποίησης και κερδοφορίας.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Έχουν το θράσος να μιλούν για ρύθμιση και προστασία του περιβάλλοντος, δείχνοντας προς τους μικροϊδιοκτήτες. Την ίδια στιγμή, σκανδαλωδώς:
– Δίνουν άδειες για φαραωνικά έργα ΑΠΕ που από την κατασκευή έως τη λήξη του κύκλου ζωής τους επιβαρύνουν ανυπολόγιστα το περιβάλλον, καταστρέφοντας απάτητα δάση και βουνοκορφές ή αχρηστεύοντας πολύτιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
– Εγκρίνουν την οικοδόμηση πολυτελών κατοικιών σε φίλους εφοπλιστές (βλ. φωτ. 1) όπως τα αδέρφια Λαιμού, που έχτισαν τις βίλες τους εντός του εθνικού δρυμού της Πίνδου, στο νότιο άκρο του Μεγάλου Πάπιγκου (με τους θεσμικούς φορείς ΥΠΕΝ, δήμους κ.ά. να κάνουν τα στραβά μάτια).
– Αδειοδοτούν (ή νομιμοποιούν εκ των υστέρων) τουριστικές επενδύσεις σε περιοχές σημαντικού φυσικού κάλλους, όπως το Σαρακήνικο της Μήλου (βλ. φωτ. 2), όπου μπουλντόζες σκάβουν το ηφαιστειογενές πέτρωμα λίγα μέτρα από την παραλία για να φτιάξουν ξενοδοχειακή μονάδα, χαρακτηρίζοντάς τις μάλιστα πολλές φορές ως «στρατηγικές επενδύσεις» και προικίζοντας έτσι τα αρπακτικά με κρατικό χρήμα.
Οι νόμοι και οι αποφάσεις τους είναι προκλητικά υπέρ των αρπακτικών, που βλέπουν τον τόπο ως οικόπεδο προς εκποίηση, και τη χώρα ως χώρο για real estate και κερδοφόρες business (με την εγγύηση του κράτους). Μια μεγάλη επιχείρηση υφαρπαγής και συγκεντροποίησης πλούτου, γης, και δικαιωμάτων χρήσης επί αυτής, με άμεσο θύμα τους απλούς πολίτες, και μακροπρόθεσμα (όχι και τόσο μακρο-) την ίδια τη βιωσιμότητα αυτού του τόπου.
Σχέδιο ερήμωσης και αρπαγής
Τα καλλιεργήσιμα χωράφια μετατρέπονται σε εκτάσεις προς εγκατάσταση φωτοβολταϊκών ή, στο όνομα της αποδοτικότητας, δίνονται (μέσω σύγχρονων μορφών υπεξαίρεσης) στις πολυεθνικές ελέγχου της τροφής. Οι δημόσιες δασικές εκτάσεις και οι βουνοκορφές απειλούνται από την επέκταση των ΑΠΕ. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες εξαλείφονται, ή συντηρούνται ως φολκλόρ θέαμα για τους τουρίστες. Επαγγελματίες (βλ. μελισσοκόμοι, κτηνοτρόφοι) εξωθούνται να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους, ακόμη και τον τόπο τους. Τα χωριά γερνάνε και ερημώνουν, χτυπιούνται πρώτα από τη δημογραφική κατάρρευση, αλλά και την εσωτερική μετανάστευση προς τις πόλεις. Ολόκληρες περιοχές (ειδικά περιοχές φυσικού κάλλους) μετατρέπονται σε τουριστικές ζώνες, μη βιώσιμες για τους κατοίκους τους. Γη και περιουσίες αλλάζουν χέρια, οδηγώντας σταδιακά σε αφελληνισμό και μεγάλη συγκεντροποίηση (με σημαντική πλευρά τις εξαγορές από αρπακτικά funds). Πληθαίνουν μάλιστα τα χωριά (σε Κρήτη, Πελοπόννησο και αλλού) που μετατρέπονται σε ιδανικούς τόπους αναψυχής (ησυχαστήρια) σχεδόν αποκλειστικά για εύπορους Βορειοευρωπαίους.
Δεν πρόκειται για καταστροφολογία, αλλά για μια πραγματικότητα που αργά αλλά σταθερά (κάποιες φορές βίαια και ακαριαία) μετασχηματίζει τη γεωγραφία της χώρας μας – όχι πάντα χωρίς αντιστάσεις από ανθρώπους και κοινότητες που επιμένουν και δημιουργούν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, με την κεντρική διοίκηση, την ελληνική πολιτεία, να είναι εχθρική, οργανώνοντας την ερήμωση και τον μαρασμό της υπαίθρου, την αλλοίωση της κοινωνικής σύνθεσης των χωριών, την υφαρπαγή του τόπου από τους κατοίκους του, την καταστροφή του περιβάλλοντος στο όνομα μιας κάποιας ανάπτυξης, προς όφελος πάντα των μεγάλων συμφερόντων. Κάθε προσπάθεια για μια πιο βιώσιμη και ανθρώπινη κοινωνία, για μια πιο βιώσιμη και ανθρώπινη χώρα, θα πρέπει να εκκινεί από το μπλοκάρισμα αυτών των σχεδιασμών και την αντιστροφή των όσων καταστροφικών συνεπειών έχουν ήδη επιφέρει.