Ένα πρώτο βήμα θα ήταν να απο-ιεροποιήσουμε την Ε.Ε., να την κατεβάσουμε από τον θρόνο, και να την υποβάλουμε σε μια ρεαλιστική κριτική
Του Ραφαέλ Ποχ
Δημοσιεύουμε το δεύτερο και τελευταίο μέρος της παρέμβασης του δημοσιογράφου και συγγραφέα κατά την ημερίδα με θέμα «Κρίση του γαλλογερμανικού άξονα – τελειωτική ή αντιστρέψιμη» η οποία πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη στις 26 Ιανουαρίου. (Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ)
O γαλλογερμανικός άξονας δεν υπάρχει
Για πολύ καιρό, μια Γερμανία που θεωρούσε την Ευρώπη σαν μοναδική ευκαιρία για να ανακτήσει την ηγεμονία της, και μια Γαλλία που φοβόταν να την αφήσει μόνη, είχαν συγκροτήσει τον μεγάλο άξονα, στη βάση των κοινών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την εποχή εκείνη, και στις δύο χώρες η Δεξιά προωθούσε οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που σήμερα θα χαρακτήριζαν τη «ριζοσπαστική αριστερά»
Στη Γαλλία, το κοινωνικό όραμα του γκολισμού βασίζονταν στο πρόγραμμα του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης του Μάρτη 1944. Στη Γερμανία, η κοινωνική οικονομία της αγοράς αποτελούσε το πρόγραμμα της συμμαχίας των χριστιανών και των πρώην ναζιστών της CFU, μείγμα σοσιαλισμού και δικτατορίας που έθετε στο επίκεντρο την πρόνοια και την κοινωνική εξισορρόπηση.
Αυτά τα ιστορικά θεμέλια του άξονα, δεν ανταποκρίνονται πια στη σημερινή πραγματικότητα.
Από τη στιγμή που η Γερμανία ανάκτησε την πλήρη ανεξαρτησία της, με την εθνική επανένωση του 1990 και την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας (DDR) στη Δυτική (RFT), άλλαξε και η αντίληψή της για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ε.Ε. δεν ήταν πια η λύση για το τραύμα που της προκάλεσε η ναζιστική καταστροφή, αλλά ένα προνομιακό πεδίο για να ασκήσει την κυριαρχία της.
Εξαφανίστηκε η πολιτική γενιά που είχε ζήσει τον πόλεμο, οι Μπράντ, Κολ και Σμιτ. Ξεκίνησε η αποκατάσταση του γερμανικού εθνικισμού με νέους όρους, που ήταν αδιανόητοι για την προηγούμενη φάση (12).
Και το γενικό πλαίσιο αυτής της αλλαγής των γαλλο-γερμανικών σχέσεων δεν είναι μια «κοινωνική οικονομία της αγοράς»/εθνικό συμβούλιο αντίστασης στο φόντο του φόβου για τον κομμουνισμό, αλλά το νεοφιλελεύθερο δόγμα, δηλαδή: η προγραμματισμένη και προωθούμενη εξάλειψη των κοινωνικών κατακτήσεων της μεταπολεμικής περιόδου.
Σε αυτό το περιβάλλον εθνικιστικής ευφορίας, και με το βάρος των 2 δισ. ευρώ που κόστισε η προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας, η Γερμανία επέβαλε στα υπόλοιπα μέλη του κλαμπ την εθνική της στρατηγική εξαγωγών, χωρίς καμία πρόθεση να τα στηρίζει με οικονομικές ενισχύσεις.
Με το μισθολογικό ντάμπιγκ, κάθε γερμανικό προϊόν γινόταν πιο ανταγωνιστικό σε σχέση με (και σε βάρος) των ανταγωνιστών του. Τα κέρδη που προέκυψαν από την πλεονασματική πορεία που παρουσίαζε το εμπορικό ισοζύγιο, πήγαν σε επενδύσεις. Τη δεκαετία του 1990, το «να επενδύεις» σήμαινε, σε μεγάλο βαθμό, να ρίχνεις τα λεφτά σου στη φούσκα του κατασκευαστικού τομέα, που ευδοκιμούσε σε χώρες με μεγάλη διαφθορά και χείριστες κυβερνήσεις, όπως συνέβαινε με την Ισπανία.
Όταν έσκασε αυτή η φούσκα, θέτοντας σε κίνδυνο τα γερμανικά συνταξιοδοτικά ταμεία και τις τράπεζες, οι Γερμανοί πολιτικοί προσποιήθηκαν πως δεν είχαν καμία ανάμειξη στο θέμα αυτό, που ήταν εξ ολοκλήρου σφάλμα των PIGS, δηλαδή των προβληματικών χωρών του Νότου, που ήταν ανίκανες να διαχειριστούν την οικονομία τους και να κάνουν μεταρρυθμίσεις.
Δηλαδή πρόβαλαν μια εθνική ερμηνεία εναρμονισμένη με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, για ένα ζήτημα που είχε διεθνή συστημική διάσταση. Η καγκελάριος που το διαχειρίστηκε άγαρμπα, η Άνγκελα Μέρκελ, έβλαψε σοβαρά τους τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίχτηκε για να ανατάξει τη χώρα η γερμανική πολιτική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: το κοινωνικό κράτος, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την πολιτική εξάπλωσης προς τη Ρωσία, γνωστή σαν «Οστπόλιτικ».
Το ό,τι, παρ’ όλα αυτά, η Μέρκελ θεωρείται η μεγάλη αρχηγός της γηραιάς ηπείρου, αντανακλά απόλυτα την κατάσταση στην Ευρώπη, αλλά κυρίως αποδεικνύει πως έχουμε μπροστά μας μιαν «άλλη Γερμανία» (13).
Τι συμβαίνει όμως με τη Γαλλία; Στα 1983 ο Μιτεράν αρνείται την πολιτική κοινού προγράμματος με την Αριστερά, με την οποία είχε κερδίσει τις εκλογές του 1981, εγκαταλείποντας ένα εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που είχε υποσχεθεί, για να ενστερνιστεί τη νεοφιλελεύθερη φιλοευρωπαϊκή γραμμή που περιγράψαμε πριν.
Διαφορετικά από τη Γερμανία, η Γαλλία δεν είχε καμία επεξεργασμένη εθνική οικονομική στρατηγική. Το κοινό νόμισμα χαιρετίστηκε από τον Μιτεράν σαν ένας μηχανισμός αποφυγής των γερμανικών εκπλήξεων, αλλά γύρισε σαν μπούμερανγκ κατά της ίδιας της Γαλλίας.
Όλα όσα κερδήθηκαν από τις γερμανικές εξαγωγές κατά την πρόσφατη περίοδο, αντιστοιχούν σε όσα χάθηκαν από την υπόλοιπη Ευρώπη, κατά κύριο λόγο από τη Γαλλία. Οι Γάλλοι πολιτικοί υποτάχτηκαν στη γερμανική γραμμή. Ο δημοσιογράφος Ρομάρκ Γκορντέν παρομοιάζει την κατάσταση με μια μορφή «μεταμοντέρνου Βισί»: «στην Ευρώπη, η Γαλλία χρησιμεύει μόνο σαν μέλος-συνεργάτης της Γερμανίας» γράφει. Υπό το βάρος αυτής της συνεργασίας, η γαλλική κοινωνική ζωή και η εσωτερική της συνοχή έχουν πλέον αποδομηθεί.
Κατά περίεργο τρόπο, στη Γαλλία δεν γνωρίζουν και πολλά για τη Γερμανία. Για τους Γάλλους πρόκειται για μια χώρα συνδεδεμένη με αρνητικές ιστορικές μνήμες, για την οποία δεν εκδηλώνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ακριβώς πάνω σ’ αυτή την ελλειμματική γνωριμία επιβλήθηκε, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, ένας μύθος γεμάτος κόμπλεξ, σύμφωνα με τον οποίο στη Γερμανία όλα πάνε καλά και μάλιστα πολύ καλύτερα από ό,τι στη Γαλλία.
Με αυτά τα δεδομένα, προωθήθηκε υπόγεια ανάμεσα στο λαό –και όχι στις ελίτ– η ιδέα πως σήμερα η Γερμανία είναι ο ισχυρός αφέντης του σπιτιού, και η Γαλλία η βασανισμένη γυναίκα. Ενισχύεται η αντίληψη πως δεν πρόκειται πλέον για έναν προβληματικό γάμο, αλλά για συγκεκριμένη μορφή ενδοοικογενειακής βίας. Υπάρχει άραγε κάποια λύση;
Περισσότερη Ευρώπη ή οργανωμένη διάλυση;
Έχω τη γνώμη πως ο Φρεντερίκ Λορντόν έχει δίκιο όταν μιλά για μια τελειωμένη κατάσταση, στην οποία αν θέλεις να εξαλείψεις αυτό που καταστρέφει το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να καταργήσεις το ίδιο το σύστημα.
Αυτή η σκέψη μπορεί να εφαρμοστεί στη Γερμανία: αυτή δεν θα μπορούσε να κάνει πίσω, αν το πολιτικό της σύστημα, τα ΜΜΕ της, όλο το κατεστημένο της, δεν αρνούνταν τον εαυτό τους λέγοντας πως «ό,τι κάναμε μέχρι σήμερα, ήταν ένα τεράστιο λάθος».
Μπορούμε να φανταστούμε πως η Γαλλία είναι ικανή να πείσει τη Γερμανία να αρνηθεί την ευρωποποίηση της εθνικής οικονομικής της στρατηγικής, διαλύοντας π.χ. το ευρώ και επιστρέφοντας στο SME (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα), όπως προτείνει ο Όσκαρ Λαφοντέν, τον χρυσό κανόνα του ελλείμματος του προϋπολογισμού ή το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας; Δεν νομίζω. Άρα έχουμε να κάνουμε με κάτι που μοιάζει με μια αναπόφευκτη διαδικασία αυτοκαταστροφής.
Στη Γαλλία υπάρχει η αίσθηση στον περισσότερο κόσμο, τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, πως ο μοναδικός τρόπος για να αλλάξει η Ευρώπη, είναι να αλλάξει η Γαλλία. Είναι λογικό, αν λάβουμε υπ’ όψιν την απουσία ενός ευρωπαϊκού «δήμου» (σ.μ. στα ελληνικά στο κείμενο), υποκειμένου της κυριαρχίας, και τη δύναμη της γαλλικής κοινωνικής παράδοσης.
Χωρίς να περιμένουμε έναν αυτόματο συντονισμό ανάμεσα στις χώρες, η επιστροφή στα εθνικά κράτη, δηλαδή στο πλαίσιο της λαϊκής κυριαρχίας, είναι αυτό που μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να επιφέρει τον επαναπροσδιορισμό του ευρωπαϊκού σχεδίου. Το πρόβλημα είναι πως σήμερα αυτή την επιστροφή στα εθνικά κράτη, την κεφαλαιοποιεί η άκρα Δεξιά. Και στη Γαλλία.
Έχω την εντύπωση πως ένα από τα πιο πιθανά μελλοντικά σενάρια για τη σημερινή Ευρώπη, θα ήταν εκείνο της «Λεπενοποίησης της Γκόλντμαν Σακς»: μια σύνθεση και συνεννόηση ανάμεσα στην άκρα Δεξιά και το νεοφιλελεύθερο απαράτ. Ωστόσο, παρόλο που η άκρα Δεξιά κεφαλαιοποιεί αυτή την επιστροφή στο εθνικό κράτος, αυτό δεν σημαίνει πως μια σωστή επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης (με κοινωνικό, οικολογικό και διεθνιστικό πρόσημο, που να συνάδει με τις προκλήσεις του αιώνα) δεν πρέπει να περάσει από αυτή την οπισθοδρόμηση.
Τα βήματα προς τα πίσω, που ο Λορντόν χαρακτηρίζει σαν μια οργανωμένη διαδικασία διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ήταν μια πιο αποτελεσματική λύση για να βγούμε από το αδιέξοδο, από την προτεινόμενη λύση για περισσότερη Ευρώπη και περισσότερο ομοσπονδιακό αυταρχισμό, του οποίου πρόσφατη εκδήλωση είναι η φυγή στον πόλεμο που έχει σαν προϋπόθεση την «Ευρώπη της άμυνας».
Από όλες τις πλευρές αντιδρούν σε αυτή την ιδέα επιστροφής στα εθνικά κράτη με αναθέματα: «απομονωτισμός», «αναδίπλωση», «εθνικιστικός αποκλεισμός», «φασισμός», αλλά τα ευρωπαϊκά κράτη επί σειρά ετών έζησαν ειρηνικά και δημιούργησαν πράγματα σαν το Airbus (σ.μ. διευρωπαΪκή αεροπορική βιομηχανία) και το πρόγραμμα Εράσμους, χωρίς κοινό νόμισμα και χωρίς τον ζουρλομανδύα των σημερινών Συνθηκών.
Μερικές από τις πιο ευημερούσες ευρωπαϊκές χώρες (η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Ελβετία) δεν είναι μέλη της Ε.Ε. Πολλές άλλες δεν συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ, χωρίς αυτό να τις περιθωριοποιεί, έχοντας τες αποκλείσει, στο παρελθόν, από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης.Κατά τέτοιον τρόπο που, αν θέλουμε να βάλουμε στο κέντρο του ευρωπαϊκού σχεδίου πράγματα διαφορετικά από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων ή τα οφέλη για την ολιγαρχία που κυριάρχησαν και προκάλεσαν καταστροφές τα τελευταία δέκα χρόνια, μια ορισμένη αποδόμηση μοιάζει αναπόφευκτη. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, ένα πρώτο βήμα θα ήταν να απο-ιεροποιήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, να την κατεβάσουμε από τον θρόνο, και να την υποβάλουμε σε μια ρεαλιστική κριτική.
Ζωντανοί νεκροί ή κοινωνία των εθνών
Τι θα μπορούσε να συμβεί χωρίς αυτή την οργανωμένη διάλυση, που να επιτρέπει να επαναπροσδιορίσουμε μακροπρόθεσμα το ευρωπαϊκό σχέδιο; Θα εξακολουθήσει να υφίσταται αυτό που υπάρχει σήμερα: η αργή κατακρήμνιση της σημερινής Ε.Ε.
Με το σενάριο αυτό, θα μετατραπεί σε έναν ζωντανό νεκρό, που θα περιορίζεται διαρκώς ο ρόλος της από όλες τις πλευρές. Λίγο σαν την Κοινωνία των Εθνών, που προηγήθηκε της δημιουργίας του ΟΗΕ. Το θυμόσαστε; Και εκείνη γεννήθηκε με καλές προθέσεις, στα 1919, για να επιβάλει την ειρήνη ανάμεσα στους Ευρωπαίους, και κατέληξε να γίνει εργαλείο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δυτικών αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών.
Η Κοινωνία των Εθνών κατέληξε σε πλήρη αδράνεια, όταν ξεκινούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο γερμανικός εξοπλισμός και η γιαπωνέζικη επίθεση κατά της Κίνας, και όταν τη διέλυσαν, τον Απρίλη του 1946, με κατεστραμμένες την Ευρώπη και την Ιαπωνία, κανένας δεν ένοιωσε την έλλειψή της, αφού είχε πεθάνει πολύ καιρό πριν.
(*) Το κείμενο αυτό βασίζεται σε εισήγηση στη Συνδιάσκεψη «Κρίση του γαλλογερμανικού άξονα: διορθώνεται ή είναι οριστική;», που οργανώθηκε στις 26 Γενάρη στο Palau Malaya di Barcellona ύστερα από πρόσκληση του Συμβουλίου Καταλωνίας του Ευρωπαϊκού Κινήματος – Consiglio catalano del Movimento Europeo. Δημοσιεύτηκε στην La Vanguardia il 1.2.2017
(12) Ο γενικός γραμματέας της CDU (Ένωση Χριστιανοδημοκρατών Γερμανίας), Φόλκερ Κάουντερ, μπορεί για παράδειγμα τώρα να καμαρώνει που «η Ευρώπη μιλάει γερμανικά» και να επευφημείται στο Συνέδριο του κόμματος του. Ο Μπραντ, ο Κολ και ο Σμιτ δεν θα επέτρεπαν ποτέ στον εαυτό τους κάτι παρόμοιο
(13) Δες για αυτό, το άρθρο των Poch-de-Feliu/Ferrero/Negrete: La Quinta Alemania. Un modelo hacia el fracaso europeo. Icaria, Barcelona 2013