από τον Δημήτρη Ουλή
Βγαίνοντας από το μετρό πριν από λίγες μέρες, με περιμένει στο τέλος της κυλιόμενης σκάλας ένας μάρτυς του Ιεχωβά. «Το ξέρεις ότι ο Ιησούς έρχεται;», με ρωτά. «Α, ναι; Πότε;», ανταποδίδω την ερώτηση. «Ε, σιγά μην σου αποκαλύψει την ακριβή ημερομηνία», αποκρίνεται. «Το θέμα είναι εσύ να είσαι σε διαρκή ετοιμότητα» (στην αντίθετη περίπτωση, ο ερχομός του Ιησού θα έμοιαζε με προγραμματισμένη επιθεώρηση αρχηγού ΓΕΕΘΑ). «Έγινε. Αν μάθεις κάτι νεότερο, ειδοποίησέ με», καταλήγω, επιταχύνοντας αυθόρμητα το βάδισμά μου.
Χθες το πρωί, καινούργια παραλλαγή στο ίδιο θέμα. Νεαρός μάρτυς του Ιεχωβά (αναρωτιέμαι πότε πρόλαβε κιόλας να μαρτυρήσει), χτυπάει το κουδούνι. Σηκώνω ανόρεχτα το θυροτηλέφωνο. Στην άλλη μεριά της γραμμής, φωνή νεοφώτιστου, όλο κραδασμό και ζήλο. «Γεια σας. Αν έχετε λίγο χρόνο, θα θέλαμε να μιλήσουμε μαζί σας για ένα πολύ σοβαρό θέμα». Απαντώ λακωνικά. «Σας ακούω». – «Έχετε σκεφτεί ποτέ την αιώνια σωτηρία σας; Έχετε σκεφτεί ποτέ τι συμβαίνει μετά τον θάνατο;». – «Ούτε μία φορά», αποκρίνομαι. «Περιμένετε όμως μισό λεπτό να φέρω τον καφέ μου, έτσι ώστε να συνεχίσουμε αυτήν την τόσο εύθυμη κουβέντα από το θυροτηλέφωνο».
Τρέφω μεγάλη συμπάθεια για τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Με συγκινεί η πίστη τους, ο ιεραποστολικός τους ζήλος, η τεράστια εξοικείωσή τους με τη Βίβλο (την οποία γνωρίζουν απ’ έξω κι ανακατωτά). Ακριβώς όμως επειδή τους συμπαθώ τόσο πολύ, αισθάνομαι να με κατακλύζει ένα μελαγχολικό μούδιασμα, κάθε φορά που τους βλέπω να απευθύνονται στους συνανθρώπους τους με τόσο παρωχημένο και επικοινωνιακά άγονο τρόπο. Πιστεύω ότι εν έτει 2017, θα όφειλαν να είχαν επινοήσει προσφορότερες ιεραποστολικές στρατηγικές, πιο ευφάνταστους και δημιουργικούς τρόπους προσηλυτισμού – πέρα από τη «Σκοπιά» και το «Ξύπνα».
Ακριβώς το ίδιο μούδιασμα με κατακλύζει, ωστόσο, όταν αναλογίζομαι τα οικεία μας κακά. Το Κομμουνιστικό Κόμμα. Τη «ριζοσπαστική» αριστερά. Μα πάνω απ’ όλα, τους αντιεξουσιαστικούς εκείνους φωστήρες, οι οποίοι πολεμούν την ακροδεξιά πυρπολώντας βιβλιοπωλεία. Εκείνους που μισούν τους ναζί, αλλά κάνουν ακριβώς ό,τι και οι ναζί: καίνε βιβλία. Στο Θεό σας βρε παιδιά: γιατί δεν βρίσκετε έναν πιο δημιουργικό τρόπο να πολεμήσετε τον αντίπαλο, εκτός από το να καίτε βιβλία (και τρόλεϊ); Γιατί δυσφημείτε τόσο χυδαία τον αναρχικό και αντιεξουσιαστικό χώρο; Στις συνελεύσεις μας, είναι αλήθεια, κάνουμε συχνά brain-storming – όμως για ποιο λόγο εσείς αποκηρύσσετε το «brain» και κρατάτε για τον εαυτό σας μονάχα το «storming»; Χρειάζονται άραγε πέντε διδακτορικά για να καταλάβετε ότι είναι άλλο πράγμα ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ., και άλλο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς; Τι σας φταίνε οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, για να πληρώνουν τις αμαρτίες του μπουμπούκου; Και τι σας φταίω εγώ, να πρέπει να απολογούμαι διαρκώς για τη ριζική σας αντι-πνευματικότητα;
Ο Wanda Bannour σημειώνει για τον Μπακούνιν: «Αυτός ο αδηφάγος και ακαταπόνητος αναγνώστης διάβασε τα πάντα, τους ιδεολόγους της γαλλικής Επανάστασης, τους ουτοπιστές, τους Γερμανούς φιλοσόφους, τους Ιταλούς αναρχικούς».
Μήπως άραγε ήξερε καλύτερα;