Του Νίκου Λάιου*
Ο «διάλογος» γύρω απ’ το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου δείχνει και τα αδιέξοδα, που η σύγχρονη κοινωνική ανθρωπολογία επιφύλαξε στον εαυτό της. Όλο το ανατρεπτικό εθνογραφικό υλικό γύρω απ’ το φύλο και η επίσης ανατρεπτική εμπειρία των φεμινιστικών και ΛΟΑΤ κινημάτων της «Δύσης», ελαχιστοποιήθηκαν σ’ ένα «δεν υπάρχει βιολογικό φύλο, μόνο κοινωνικό».
Ακούγεται πολύ ριζοσπαστικό.
Μόνο που δεν έχει σχέση με το εθνογραφικό υλικό ή επιχειρεί να βασιστεί σε στρεβλές, επιδερμικές ερμηνείες του. Η αδυναμία, λ.χ., να διακρίνει η σύγχρονη ανθρωπολογία ανάμεσα στην ειδική κοινωνική λειτουργία ενός άντρα, που σε δοσμένη συνθήκη ονομάζεται «μητέρα» μέσα σ’ ένα συγγενικό δίκτυο ενός ιδιαίτερου πολιτισμού, και στη γενική κοινωνική λειτουργία του αλλά και τη βιολογική λειτουργία του στον ίδιο πολιτισμό, δείχνει το μέγεθος της έλλειψης κατανόησης. Τη στιγμή που η κατανόηση του Άλλου βρίσκεται στον πυρήνα της ανθρωπολογίας.
Η αδυναμία αυτή δείχνει, σε άλλο επίπεδο, και μιαν έλλειψη φαντασίας, μια «δυτική» τετράγωνη λογική, την οποία τα υποκείμενα του εθνογραφικού υλικού δεν θα συμμερίζονταν – για να το πούμε με ήπιο τρόπο. Τη στιγμή που η κριτική αναμέτρηση των ανθρωπολόγων με τον «δυτικό» ορθολογισμό βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της επιστήμης μας, εξ ου και η ορθή διαφωνία μας με τον βιολογισμό. Μόνο που μπορείς να είσαι «δυτικός» ορθολογιστής δίχως να είσαι βιολογιστής.
Δείχνει, τέλος, και μιαν ολοκληρωτική απομάκρυνση από τη διάθεση διαλόγου με τον πολύ κόσμο στις δικές μας κοινωνίες, που επίσης μπορεί να αντιληφθεί την ύπαρξη βιολογικού φύλου και κοινωνικού φύλου, δεν μπορεί όμως να δεχτεί -και ορθά- μια ταχυδακτυλουργική καταβρόχθιση του βιολογικού φύλου από το κοινωνικό.
Κακομεταχείριση των εθνογραφικών παραδειγμάτων
Χτυπητό παράδειγμα η κατανόηση των μπερντάτσε ως τρανς, μια αναγωγή «μη δυτικής» εμπειρίας σε «δυτικά» μοντέλα, αφού οι ίδιοι οι μπερντάτσε -υπάρχουν ακόμη κάποιοι- αρνούνται την ταυτότητα του ομοφιλόφιλου, του αμφιφιλόφιλου και του τρανς. Οι μπερντάτσε ήταν άνδρες που ντύνονταν με γυναικεία ρούχα, σε φυλές στα Βραχώδη Όρη και στην κοιλάδα του Μισισιπή των σημερινών ΗΠΑ. Μα, πρώτα απ’ όλα, ποιες κοινωνικές ανάγκες παραγωγής εξυπηρετούσε αυτή η κατασκευή; Ποιον καταμερισμό εργασίας; Σε ποια ιεραρχική δομή; Και ακόμα, η ύπαρξή τους προσδιορίζει σεξουαλική προτίμηση ή πρόκειται για τελετουργικό ρόλο; Δεν ασχολούμαστε με τέτοιες θεματικές, που είναι από πολύ πεζές ως απαρχαιωμένες… Αυτά τα έκαναν οι δομολειτουργιστές… Εμείς, όταν ασχολούμαστε με το φύλο, φωτίζουμε μόνο τη θεματική «σώματα που έχουν σημασία» και αποκεί μένει να εκτελέσουμε ένα όσο γίνεται πιο σύνθετο διανοητικό άλμα που θα ζαλίσει το βιολογικό φύλο και θα το ξαπλώσει αποκαμωμένο στο πάτωμα.
Έπειτα, από τη μια τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας σέβονταν τους μπερντάτσε, ως κάτι ιερό, από την άλλη έφτιαχναν ανέκδοτα που τους περιγελούσαν. Πώς μπορεί να γίνεται αυτό; Ή τους σέβεσαι, ή δεν τους σέβεσαι. Αδιανόητο για τη σύγχρονη «δυτική» πολιτική ορθότητα, προτεσταντικής κοπής, που έχει διαποτίσει και τους/τις ανθρωπολόγους στη σημερινή Ελλάδα.
Οι απαντήσεις, ωστόσο, δεν μπορεί να κρυφτούν. Βρίσκονται συγκεντρωμένες στο ότι, τόσο το φαινόμενο μπερντάτσε όσο και η ανατρεπτική -στα μάτια των «Δυτικών»- διαβατήρια τελετουργία φύλου στους Μοχάβε ή η αρμονική ενσωμάτωση των διεμφυλικών στους Ζάποτεκ, είναι αναπόσπαστο κομμάτι μορφών κοινοτικής οργάνωσης του βίου. Μιλάμε, δηλαδή, για μια καθημερινή, προσωπική εμπειρία του κοινωνείν, που δεν έχει σχέση με την απρόσωπη οργάνωση των «δυτικού τύπου» κοινωνιών.
Όταν αυτό επισημαίνεται, πρέπει να τεθούν αναγκαστικά τα επόμενα ερωτήματα: Πώς μπορεί να συμβεί κάτι αντίστοιχο στο πλαίσιο των σύγχρονων μεταδημοκρατιών, με τριακόσιους/ες να εγκρίνουν αποφάσεις που αφορούν εκατομμύρια ανθρώπους δίχως τη συμμετοχή τους και κατόπιν έγκρισης των διεθνών εποπτών και επικυρίαρχων; Με ποιο συλλογικό υποκείμενο, που θα οικοδομεί τις απούσες προϋποθέσεις; Οι πτυχές αυτές, όταν δεν αποσιωπούνται εντελώς, επιχειρείται να απαντηθούν με προτάσεις αυτόκεντρες, του τύπου «κίνημα των διεμφυλικών και αλληλέγγυοι», που είναι προφανές ότι δεν μπορεί να μεταβάλουν τον υπαρκτό συσχετισμό δυνάμεων.
Οι Ζάποτεκ της Οαχάκα μάλλον θα έσκαγαν στα γέλια, υποπτεύομαι.
Δημοκρατία δίχως χώρους εξάσκησής της;
Δεν ριζοσπαστικοποιούνται, λοιπόν, ο άνθρωπος και η κοινωνία, με αυθαίρετες ερμηνείες και άτσαλες ακαδημαϊκές μεταγγίσεις από το ένα πολιτισμικό πλαίσιο στο άλλο. Δεν ριζοσπαστικοποιούνται με την κατασκευή σχημάτων που ακούγονται πολύ ανατρεπτικά σε όσους/ες τα αρθρώνουν. Και δεν ριζοσπαστικοποιούνται από τη μια μέρα στην άλλη, δίχως να έχει δοθεί στη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της κοινωνίας η δυνατότητα συνύπαρξης και ζύμωσης με το διαφορετικό σε χώρους λαϊκής συμμετοχής, σε χώρους εξάσκησης της δημοκρατίας στην πράξη. Μόνο σε τέτοιους χώρους διαπαιδαγωγούνται οι άνθρωποι καθημερινά, εκεί συνεργάζονται, εκεί διαβουλεύονται, εκεί αλλάζουν, έτσι θα στηρίξουν και τους σχετικούς νόμους συνειδητά. Το πράγμα δεν λειτουργεί ούτε αντίστροφα, ούτε με πυροτεχνήματα, λ.χ. κάποιας «θεματικής εβδομάδας» στα σχολεία ως μοναδικής προετοιμασίας ενός νομοθετήματος που καταφτάνει λίγους μήνες κατόπιν…
Η δημιουργία τέτοιων πλατιών χώρων απουσιάζει από τη φαρέτρα των προτάσεων, έστω, της κυρίαρχης ριζοσπαστικής ανθρωπολογίας όσον αφορά και τα ζητήματα του φύλου.
Απομένουν τα αυθαίρετα θεωρητικά άλματα, τα οποία η τέτοια ανθρωπολογία έχει εκτελέσει βάζοντας πλάτη στην εμβάθυνση του αντιδημοκρατικού στάτους κβό που… καταγγέλλει. Και, έτσι σκέτα, έχουν συμβάλει στο να καταγράφεται, από την πλειοψηφία των μελών των κοινωνιών μας, η ενασχόληση με το διαφορετικό ως κάτι ελιτίστικο, ξένο, ακόμα και απειλητικό οδηγώντας σε εσωστρέφεια και κλείσιμο όλων των «πλευρών» του «διαλόγου», αντί για σχέση και άνοιγμά τους. Έτσι, στο μυαλό των πολλών, η πρόοδος αλλά και η δημοκρατία ολοένα ταυτίζονται λαθεμένα με κάτι που περιθωριοποιεί την πλειοψηφία, που την αποκόπτει πλήρως από τη λήψη αποφάσεων. Ολοένα ταυτίζονται με μιαν υπερβολή και με μιαν απειλή. Και, έτσι, ο πολύς κόσμος καταφεύγει ευκολότερα σε συντηρητικά σχήματα για απαντήσεις. Πράγμα που δεν βοηθά τους διεμφυλικούς άντρες και τις διεμφυλικές γυναίκες, δεν προσφέρει στο κοινωνικό προχώρημα και στην πλέρια ανάπτυξη του ανθρώπου, δεν οικοδομεί κάτι διαφορετικό. Παρά αναπαράγει το υπάρχον προς το χειρότερο. Τόσο περισσότερο όσο ψηφίζονται νόμοι με τέτοιες διαδικασίες, που αποκλείουν και τις μειοψηφίες και την πλειοψηφία, αποξενώνοντας, ταυτόχρονα, περισσότερο τις μεν από τη δε.
Η αυτοκριτική δεν γίνεται εφ’ άπαξ: μια διαρκής και βασανιστική διαδικασία
Χρειάζεται να ξαναδούμε σοβαρά και κριτικά κάποια κεντρικά ζητήματα. Επιστρέφοντας στα κομβικά σημεία, όπου πραγματοποιήθηκαν τα θεωρητικά άλματα – που υπερβολικά πολύ γρήγορα αγκαλιάστηκαν ως ριζοσπαστικά και υπερβολικά πολύ γρήγορα έγιναν νέο στάτους κβό στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Μετά απ’ το μακρόχρονο συμβάδισμα της ανθρωπολογίας με την αποικιοκρατία, θα έπρεπε να έχουμε βγάλει ορισμένα αυτοκριτικά συμπεράσματα. Λέμε με σιγουριά ότι το έχουμε κάνει. Δεν είμαι τόσο σίγουρος, αφού όταν πραγματικά βγάζεις συμπεράσματα από μια φάση, προσπαθείς να αποφύγεις τα ίδια λάθη στην επόμενη.
Φαίνεται, αντίθετα, πως έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε σε σχέση με το συμβάδισμα της ανθρωπολογίας με την τωρινή εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπου η φίμωση, αποδυνάμωση και ισοπέδωση του διαφορετικού φοράει τον μανδύα της «διαφορετικότητας».
Μιας και στο πρώτο έτος σπουδών μαθαίνουμε τη συγγένεια κοινωνικής ανθρωπολογίας και γλωσσολογίας, ας σκεφτούμε ξανά τη διαφορά ανάμεσα στο… «διαφορετικό» και στη «διαφορετικότητα».
Όλα τούτα είναι σκέψεις, μπορεί λαθεμένες.
Όπως και νά ’χει, η κριτική είναι ευκολότερη, όταν τη στρέφεις σε κάποιους ανθρωπολόγους που πέθαναν πολύ πριν γεννηθείς. Πολύ δυσκολότερη όταν τη στρέφεις στον εαυτό σου, σε συναδέλφους σου, σε αγαπημένους φίλους σου.
* Κοινωνικός ανθρωπολόγος, πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης