Με παρουσία πιστών θα τελεστούν οι λειτουργίες κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανίων σύμφωνα με τις μέχρι τώρα αποφάσεις της κυβέρνησης. Οι εκκλησίες θα είναι ανοιχτές και θα μπορούν να φιλοξενησουν 1 πιστό ανά 15 τ.μ., με ανώτατο όριο τους 50 πιστους για τους μητροπολιτικοούς ναούς και τους 25 για τους ιερούς ναούς. Η αποφαση αυτή ήταν αποτέλεσμα της συνομιλίας που είχαν ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης με τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, λίγο πριν την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου. Μια απόφαση που ήρθε μετά από έντονες πιέσεις κύκλων της εκκλησίας καθώς και ενός έντονου παζαριού τις μέρες που προηγήθηκαν.
Η κυβέρνηση αφού απέτυχε με τη διαχείρηση της πανδημίας, και την υπόσχεση της για επιστροφή μια μερικής «κανονικότητας» τις μέρες των γιορτών έρχεται τώρα να παίξει με το θρησκευτικό αίσθημα των συμπολιτών μας. Η όλη διαχείριση του θέματος αποδεικνυει του λόγου το αληθές. Στην αρχή ανακοίνωσαν την παρουσία 9 πιστών στις εκκλησίες, στη συνέχεια ο πρωθυπουργός «πήρε πάνω του» έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό, δείχνοντας ότι υποχωρεί στις απαιτήσεις της εκκλησίας, ενώ ακόμη και τώρα ο κ. Μητσοτάκης αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι ανοιχτοί οι ναοί για ατομική προσευχή καθ’ όλη τη διάρκεια των γιορτών. Παράλληλα για ακόμη μια φορά επιδιώκει να μετακυλήσει ευθύνες καθιστώντας την ιεραρχία της εκκλησίας υπεύθυνη για την, αυστηρή όπως είπε, τήρηση των αποφάσεων της επιτροπής των λοιμοξιολόγων στους ναούς.
Όλη την ιδιαίτερη αυτή χρονιά αγκάθι στη διαχείριση της πανδημίας αποτέλεσε η λειτουργία της εκκλησίας. Από το κρυφτό ιερέων και αστυνομίας που λειτουργούσαν με πιστούς σε διάφορες ενορίες και τα κυρήγματα ακραιών εντός τις εκκλησίας που καλούσαν τους πιστούς για ανυπακοή στα μέτρα, μέχρι τις δηλώσεις μελών τις επιτροπής των ειδικών που έλεγαν πως η Θεία Κοινωνία δεν συμβάλει στη μετάδοση του ιού, φτάσαμε στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, όπου πλέον τα ημίμετρα έδειξαν να μην μπορούν να ανακόψουν τη διάδοση του ιού, με την πανδημία να χτυπάει πιστούς και ιεράρχες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η εγκληματική διαχείρηση της εορτής του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, που αποτέλεσε εστία υπερμετάδοσης. Η συνθήκη αυτή έχει ενισχυθεί από την προβολή που έχουν στα ΜΜΕ διάφορες ακραίες και ανορθολογικές φωνές, στα πλαίσια της πολιτικής της κυβέρνησης να κατασκευάσει το σκιάχτρο των αρνητών, και όπως είναι προφανές έχει διχάσει την ίδια την ιεραρχεία. Δεν είναι λίγοι οι ιερείς και μητροπολίτες που αντιλαμβάνονται ότι όλη αυτή η συζήτηση είναι πολύ μακριά απ΄τις αγωνίες του ίδιου τους του ποιμνίου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αντιλαμβάνονται ότι σκανδαλίζουν οι απαιτήσεις ιδιαίτερης μεταχείρησης που διεκδικούν κάποιοι ιερείς αλλά και τα παζάρια μεταξύ κυβέρνησης και εκκλησίας.
Με αυτό τον τρόπο το θρησκευτικό συναίσθημα και η ανάγκη του κοινοτικού βιώματος των Χριστουγέννων και των Θεοφανίων, αφού πρώτα μεταλλάχθηκε σε γιορτή κατανάλωσης, τώρα επιδιώκεται να υποβιβαστεί σε λογιστικό πρόβλημα, και να κοντύνει στα μέτρα της πολιτικής και θρησκευτικής γραφειοκρατίας. Όμως το θρησκευτικό βίωμα αποτελεί πραγματική ανάγκη για πολύ κόσμο, και αποκούμπι στις δύσκολες αυτές στιγμές, και ως τέτοιο θα απαιτούσε άλλες πιο δημιουργικές και τολμηρές προσεγγίσεις, που θα είχαν την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη στο επίκεντρό τους.