Ένας «φίλος της Πιονγκ Γιανγκ» πρόεδρος στη Νότια Κορέα
Η νίκη του Μουν Τζάε-ιν (βλ. φωτό), υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος της Κορέας στις πρόωρες προεδρικές εκλογές, επιβεβαίωσε τόσο τις προγνώσεις των δημοσκοπήσεων όσο και τους φόβους της Ουάσιγκτον. Τώρα οι επιτελείς του Τραμπ προσπαθούν να χαράξουν μια στρατηγική χειρισμού αυτού που προεκλογικά είχαν βαφτίσει «φίλο της Πιονγκ Γιανγκ», δηλαδή μάλλον ό,τι… χειρότερο μπορεί να υπάρχει μετά τον ίδιο τον επικεφαλής του βορειοκορεατικού καθεστώτος Κιμ Γιονγκ-ουν. Την ίδια στιγμή, επιχαίρουν που έσπευσαν να εγκαταστήσουν στη Νότια Κορέα το «αντιπυραυλικό σύστημα» THAAD οχτώ ολόκληρους μήνες πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία*, αφού ο Μουν Τζάε-ιν είχε αντιταχθεί σε μια τέτοια κίνηση. Ο νικητής των εκλογών είχε πράγματι καταστήσει σαφές τους προηγούμενους μήνες ότι δεν επιθυμεί την περαιτέρω όξυνση των σχέσεων με το Βορρά, και κυρίως με την Κίνα – που εύλογα θεωρεί ότι το THAAD ανατρέπει τη στρατηγική ισορροπία στην περιοχή και την απειλεί ευθέως. Ένας λόγος παραπάνω για τις ΗΠΑ να υποχρεώσουν την απερχόμενη «υπηρεσιακή» κυβέρνηση να δώσει το ΟΚ για την εσπευσμένη εγκατάσταση!
Σε κάθε περίπτωση η άνετη εκλογή του θεωρούμενου φιλειρηνιστή Μουν Τζάε-ιν, και η αντίστοιχη καταβαράθρωση της πιστής στην Ουάσιγκτον Κεντροδεξιάς, δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η μεγάλη λαϊκή αναταραχή των τελευταίων μηνών (που καλύφθηκε από τις στήλες της εφημερίδας μας, αλλά αγνοήθηκε για καιρό από τα περισσότερα ΜΜΕ, ώσπου κατέληξε στην ανατροπή και προφυλάκιση της διεφθαρμένης φιλοδυτικής προέδρου Παρκ Γκεούν-χιε). Από το περασμένο φθινόπωρο επανειλημμένα οι Νοτιοκορεάτες βγήκαν στους δρόμους κατά εκατομμύρια, απαιτώντας και τελικά πετυχαίνοντας την εκδίωξη και τη σύλληψη της Παρκ, κόρης του αιματοβαμμένου δικτάτορα Παρκ Τσουνγκ-χι (1961-1979) και στενής συμμάχου της Ουάσιγκτον – που δεν κατάφερε να τη σώσει. Η ανάμιξη της Παρκ και στελεχών του κόμματός της σε σκάνδαλα δωροδοκιών ύψους δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων κατάφερε ισχυρό πλήγμα στην Κεντροδεξιά, που διασπάστηκε και έχασε μεγάλο μέρος της εκλογικής της δύναμης.
Αναπόφευκτα, η απαξίωση της κεντροδεξιάς διακυβέρνησης έπληξε και τη «σκληρή γραμμή» ενάντια στο βορειοκορεατικό καθεστώς, την οποία είχε επιβάλει η Ουάσιγκτον και εφάρμοζε η προηγούμενη κυβέρνηση. Εκατομμύρια Νοτιοκορεάτες άρχισαν να αναρωτιούνται αν θέλουν πράγματι να ρισκάρουν μια καταστροφική σύγκρουση με το Βορρά για χατίρι των ΗΠΑ, κι από εκεί ξεπήδησαν και οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην εγκατάσταση του THAAD. Ενδεικτική της ριζοσπαστικοποίησης ενός υπολογίσιμου τμήματος των εκατομμυρίων διαδηλωτών ενάντια στη διαφθορά είναι και η επιτυχία της Σιμ Σανγκ-γιουνγκ που, υποστηριζόμενη από το κεντροαριστερό Κόμμα Δικαιοσύνης, απέσπασε το 7% των ψηφοφόρων. Η Σιμ Σανγκ-γιουνγκ ήταν στέλεχος του Ενοποιημένου Προοδευτικού Κόμματος που το 2013 τέθηκε εκτός νόμου από την τότε πρόεδρο Παρκ Γκεούν-χιε, με τους βουλευτές του να καθαιρούνται και έναν από αυτούς να παραμένει μέχρι σήμερα στη φυλακή ως «υποστηρικτής της Βόρειας Κορέας»!
Για τα νοτιοκορεατικά δεδομένα, αυτό το πολιτικό ρεύμα θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα παρίας της επίσημης πολιτικής σκηνής – ακόμη και το Δημοκρατικό Κόμμα αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία μαζί τους. Έτσι το κόμμα Δικαιοσύνης κατέληξε στην αυτόνομη κάθοδο της Σιμ Σανγκ-γιουνγκ. Στο πρόγραμμά της κεντρική θέση έχει από τη μια η καταπολέμηση της διαφθοράς και της παντοδυναμίας των «τσαεμπόλ» (των τεράστιων ομίλων επιχειρήσεων που ανήκουν στις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας) και από την άλλη η απόρριψη του THAAD και η μετατροπή ολόκληρης της κορεατικής χερσονήσου σε αποπυρηνικοποιημένη ζώνη – πρόγραμμα που συναντά τη λυσσαλέα αντίθεση τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της ντόπιας ολιγαρχίας. Μόνο που πλέον δεν μπορούν να το θέσουν εκτός νόμου, όπως έκαναν στο πρόσφατο παρελθόν. Αντίθετα, τώρα όλοι οι παράγοντες, με πρώτο το νέο πρόεδρο Μουν, θα έχουν να αναμετρηθούν με τις προσδοκίες που δημιούργησαν, αλλά και με τον επικίνδυνο εκνευρισμό των ΗΠΑ.
Ε.Φ.