Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη και εκδότη Άγγελο Σιδεράτο με αφορμή την βράβευση της θεατρικής παράστασης Τρωάδες του Ευρυπίδη που σκηνοθέτησε ο ίδιος με το 1ο Βραβείο Θεάτρου στο Grand Prix 15ου Διεθνούς Φεστιβάλ Εθνικών Θεάτρων. Μια συνομιλία εφ’ όλης της ύλης για τον πολιτισμό και όχι μόνο.

 

Συνέντευξη στο Γιώργο Χάμψα

 

Ζούμε μια κρίση οικονομική, πολιτική, κοινωνική και αξιών γενικότερα. Ο πολιτισμός μένει στο απυρόβλητο;
Το θέατρο, αλλά και γενικότερα ο πολιτισμός δε μπορεί να ανθεί σε μια περίοδο πτώχευσης ενός κράτους. Αυτά πάνε μαζί, είναι αλληλένδετα. Πτωχεύοντας η Ελλάδα, πτωχεύει και ο πολιτισμός της. Για αυτό κυριαρχεί στην εποχή μας, κατά τη γνώμη μου, η υποβάθμιση και η έκπτωση των αξιών, η υποκουλτούρα σε όλες τις τέχνες, σε βαθμό που ο θεατής ή ο αναγνώστης να θεωρεί το μη χείρον βέλτιστο – μια καθαρά απαισιόδοξη οπτική. Δηλαδή, όταν δε μπορεί να συγκρίνει όλα αυτά που του παρουσιάζονται με πραγματικά αξιόλογα έργα και δημιουργίες, δεν μπορεί να διαμορφώσει σωστό κριτήριο, να κρίνει ωριμότερα. Αυτή η γενική πολιτισμική υποβάθμιση, η οποία θεωρώ ότι συντηρείται σκόπιμα, στοχεύει στην καθυπόταξη του λαού, να του ρίξει το πνευματικό επίπεδο ώστε η κρίση του να είναι τελείως επιφανειακή. Αυτό που λέμε κρίσεις «ποδοσφαιρικές», «καφενείου», «καναπέ» κ.λπ. Ας μην ξεχνάμε ότι στην ιστορία των πολέμων, είτε οικονομικών είτε στρατιωτικών, πρώτα έμπαινε στο στόχαστρο ο πολιτισμός και μετά ακολουθούσε οτιδήποτε άλλο.

 

Περνώντας τώρα στο χώρο του θεάτρου, τι έχετε να παρατηρήσετε;
Όσον αφορά το θέατρο, μεγάλο πλήγμα ήταν η κατάργηση της άδειας του ηθοποιού. Υπήρχε από πολύ παλιά και είχε ως εξής: κάθε φοιτητής που τελείωνε τη δραματική σχολή έδινε εξετάσεις στο υπουργείο Πολιτισμού από αρμόδια επιτροπή. Επιτροπή η οποία συνήθως αποτελούνταν από σοβαρούς και καταξιωμένους ανθρώπους του θεάτρου. Και εφόσον η επιτροπή έκρινε ότι ο ηθοποιός πληρούσε τις προϋποθέσεις για να εργαστεί επαγγελματικά, του έδινε την άδεια. Αυτή η άδεια ήταν μια ταυτότητα ειδίκευσης.

Δυστυχώς κάποιος υπουργός κατήργησε την άδεια. Και έτσι, πολύς κόσμος κυρίως μέσα από την τηλεόραση και χωρίς την προϋπόθεση της άδειας έχει κατακλύσει το θέατρο και τον κινηματογράφο. Με αποτέλεσμα πάρα πολλοί νέοι να καταστρέφονται μετά από ένα-δυο χρόνια, πιστεύοντας ότι όλοι θα γίνουν μεγάλοι αστέρες, καθώς δεν έχουν τις πνευματικές, τις καλλιτεχνικές και τις τεχνικές προϋποθέσεις. Σ’ αυτό συνετέλεσε και οι σχολές, που ως επί το πλείστον δεν είναι καλές, με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις…

Η γνώμη μου είναι πως πρέπει να γίνουν τα εξής. Πρώτον, να επαναφερθεί η άδεια του ηθοποιού. Δεύτερον να θεσμοθετηθεί καλύτερα και να αποκτήσει κύρος η άδεια του τεχνικού του κινηματογράφου, που και αυτή έχει σχεδόν καταργηθεί. Τέλος, οι σχολές να μπουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με αυστηρούς όρους και κριτήρια και να δέχονται μαθητές μέσα από πανελλήνιες εξετάσεις.

Το δεύτερο πλήγμα στο θέατρο είναι ο αριθμός των θεάτρων αυτών καθαυτών. Δεν είναι δυνατόν η Αθήνα να έχει περίπου 150 θεατρικές σκηνές και το Λονδίνο και η Μόσχα περίπου 40. Είναι ανεπίτρεπτο αυτό. Σημαίνει παρακμή, όχι άνθιση. Δηλαδή στα περισσότερα ανεβαίνουν έργα από δυο-τρία άτομα, μπορεί και ένα μερικές φορές, χωρίς ανάλογες προδιαγραφές. Αυτό δεν είναι θέατρο, είναι καταστροφή. Να καταστρέφουμε τους κλασσικούς προσαρμόζοντας τις παραστάσεις στις δικές τους τεχνικές, οικονομικές και υποκριτικές δυνατότητες.

Δε γίνεται να ανθεί ο πολιτισμός και ο κόσμος να πεινάει, η εθνική περιουσία να διαμελίζεται ή να ξεπουλιέται. Ο πολιτισμός είναι συνάρτηση όλων αυτών των καταστάσεων. Όταν ανθεί ένα κράτος, όταν οι άνθρωποί του είναι ήρεμοι, τότε γίνονται πιο πολιτισμένοι

Παρόλα αυτά, έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια, τα μνημονιακά, μια στροφή ειδικά του νέου κόσμου προς τις τέχνες και τον πολιτισμό, ιδιαίτερα στο θέατρο. Κάποιοι το ερμηνεύουν ως κάτι το θετικό, ως πλούτο και άνθιση του πολιτισμού.
Όσον αφορά αυτά που λένε, ότι μέσα στα χρόνια της κρίσης ανθεί ο πολιτισμός, πιστεύω ότι είναι ένας μύθος. Όπως είπαμε και πριν, αυτά είναι αλληλένδετα. Δε γίνεται να ανθεί ο πολιτισμός και ο κόσμος να πεινάει, η εθνική περιουσία να διαμελίζεται ή να ξεπουλιέται. Ο πολιτισμός είναι συνάρτηση όλων αυτών των καταστάσεων. Όταν ανθεί ένα κράτος, όταν οι άνθρωποί του είναι ήρεμοι, τότε γίνονται πιο πολιτισμένοι. Αλλιώς εξαγριώνονται. Δε μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.

Αυτό που πιστεύω είναι ότι ανθεί ο παρα-πολιτισμός – όπως ανθεί η παρα-οικονομία, η παρα-παιδεία, η παρα-υγεία . Έτσι, πραγματικά έχουμε πολλά θέατρα και εκδηλώσεις, αλλά τα περισσότερα στερούνται οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου. Και δεν έχουν πολιτική σκέψη, με την αριστοτελική έννοια, δηλαδή ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι πολιτικό ον. Αυτές είναι ομάδες παρεΐστικες που είτε από εγωισμό, είτε επειδή εκτονώνονται μέσω του πολιτισμού, δημιουργούν διάφορα εγχειρήματα τα οποία όμως δεν έχουν πίστη ούτε στον άνθρωπο, ούτε στον χρόνο, ούτε στον πολιτισμό. Και γι αυτό τα περισσότερα είναι εφήμερα.

 

Και στον κινηματογράφο;
Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα αργοπεθαίνει και βασικές αιτίες είναι το κακό θεσμικό πλαίσιο που ισχύει στον κινηματογράφο και η έλλειψη των κλασσικών παραγωγών. Με την έννοια των κλασσικών παραγωγών εννοώ όπως ήταν παλιά, δηλαδή επιχειρηματίες που δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά διαλέγανε τα σενάρια, τους σκηνοθέτες και έκαναν την παραγωγή. Όπως ήταν ο Φίνος, ο Δαμασκηνός, ο Μιχαηλίδης κ.α. Οι οποίοι ήξεραν την δουλειά και κάνανε πολύ σοβαρές ταινίες για την εποχή τους.

Σήμερα, με το θεσμό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, έχουν εξαφανιστεί οι ιδιωτικοί παραγωγοί καθώς δεν τους δίνονται οικονομικά κίνητρα από το κράτος. Με αποτέλεσμα να υπάρχει μόνο ένας παραγωγός που είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το οποίο είναι κρατικό άρα και κομματικό –καθώς στη σημερινή μας εποχή, δεν υπάρχει κρατικός οργανισμός που να είναι αδέσμευτος. Ο προϋπολογισμός του είναι πολύ μικρός έτσι ώστε να μοιράζονται ψίχουλα σε πολλούς, οδηγώντας τους να πουλήσουν περιουσίες, σπίτια, χωράφια, για να κάνουν μια ταινία. Χωρίς να υπάρχουν προδιαγραφές ποιότητας ή τεχνικών υποδομών. Έτσι αναγκάζονται είτε να ρίχνουν πάρα πολύ το επίπεδο της ταινίας είτε να ξεπουλήσουν ότι μπορούν. Αυτοί όμως δεν είναι παρά τα θύματα αυτού του συστήματος που τους εξαναγκάζει να λειτουργήσουν με αυτό τον τρόπο, δε μπορείς πραγματικά να τους αποδώσεις ευθύνη.

Δυστυχώς όλα αυτά οδηγούν στο ότι αυτά τα 40 χρόνια περίπου της λειτουργίας του οργανισμού να έχει παραχθεί μεγάλος αριθμός ταινιών, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία όμως δεν φτάνουν στις αίθουσες. Στις αρχές των μνημονίων είχε προταθεί το κλείσιμο του Κέντρου αυτού. Αξίζει να δείτε τους ετήσιους ισολογισμούς του!

Αν υπήρχαν ελεύθεροι παραγωγοί με κίνητρα, οικονομικά και καλλιτεχνικά, τότε θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερο κινηματογράφο όπως παλιότερα. Διότι, ο κινηματογράφος αποτελεί χρυσό συνδυασμό τέχνης και βιομηχανίας. Αλίμονο αν τον θεωρούσαμε μόνο τέχνη, τη στιγμή που μια ταινία κοστίζει τόσο πολύ για να γυριστεί. Κάποιες εξαιρέσεις που υπάρχουν, όπως υπάρχουν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, επιβεβαιώνουν τον κανόνα, και δεν αποτελούν αυτές καθεστώς για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Δεν είναι δυνατόν η τηλεόραση να εκφυλίζει τόσο πολύ την ποιότητα των ηθών και των χαρακτήρων των Ελλήνων –δεν είναι οι Έλληνες όπως φαίνονται στην τηλεόραση. Εκφυλίζει ώστε να απευθυνθεί στα πιο χαμηλά ένστικτα, τα πιο βάρβαρα, ώστε να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Δεν απευθύνεται στο μυαλό, στην καρδιά και το ήθος του σύγχρονου Έλληνα. Έτσι κερδίζουν οι καναλάρχες και φτάνουν να διαμορφώνουν το σκηνικό και την πολιτική άποψη των πολιτών

Και μιλώντας για διαπλοκή, πως βλέπετε τον χώρο της τηλεόρασης;
Στην τηλεόραση έχω κάνει πάρα πολλά χρόνια, και θέλω να πιστεύω ότι οι δουλειές μου είναι αρκετά αξιοπρεπείς, σε αντίθεση με τις ταινίες και τα σίριαλ που βλέπουμε τώρα.

Η σημερινή τηλεόραση, και γενικά μετά από την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης, έχει παρεισφρήσει βαθιά στο σπίτι μας, καθώς μπήκαν σε αυτή οι βιομήχανοι και οι εφοπλιστές γυρεύοντας το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Από τότε άρχισε η μεγάλη κρίση, η μεγάλη κατάπτωση της τηλεόρασης. Και παράλληλα με την οικονομική εξαθλίωση του κόσμου, ήρθε και αυτή λόγω της τηλεόρασης και του εκφυλισμού της.

Και εδώ πρέπει να αλλάξουν οι θεσμοί και οι προδιαγραφές. Δεν έχω δει ποτέ από το ΕΣΡ μια σοβαρή αντιμετώπιση της ελληνικής τηλεόρασης. Ποια είναι η αποστολή του; Δε θα έπρεπε από σεβασμό στους ανθρώπους να έχουν κάποιες ηθικές, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές προδιαγραφές, και αυστηρούς νόμους τήρησης αυτών των προδιαγραφών; Εγώ πιστεύω ότι δεν έχει καμία σχέση με τους πρωταρχικούς του στόχους.

Δεν είναι δυνατόν η τηλεόραση να εκφυλίζει τόσο πολύ την ποιότητα των ηθών και των χαρακτήρων των Ελλήνων –δεν είναι οι Έλληνες όπως φαίνονται στην τηλεόραση. Ούτε η νεολαία είναι έτσι, ούτε οι μεγαλύτεροι είναι έτσι. Εκφυλίζει ώστε να απευθυνθεί στα πιο χαμηλά ένστικτα, τα πιο βάρβαρα, ώστε να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Δεν απευθύνεται στο μυαλό, στην καρδιά και το ήθος του σύγχρονου Έλληνα. Έτσι κερδίζουν οι καναλάρχες και φτάνουν να διαμορφώνουν το σκηνικό και την πολιτική άποψη των πολιτών.

Δεν αποτελεί, δεν αποφέρει ούτε ψυχαγωγία, ούτε πολιτισμό, ούτε ενημέρωση. Ένας εκφυλισμός και μια αποσιώπηση των πάντων είναι η σημερινή τηλεόραση.

 

Η διαδικασία αδειοδότησης εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο;
Ακριβώς. Όσον αφορά τις άδειες, και στις δύο φάσεις πιστεύω ότι ήταν, ουσιαστικά, πάλι χωρίς προδιαγραφές ποιοτικές και εκπαιδευτικές, μοιράστηκαν πάλι στους ίδιους ανθρώπους ή σε αντικαταστάτες ίδιας φιλοσοφίας και ποιότητας. Δηλαδή, ας υπάρχει διασκέδαση στην τηλεόραση, αλλά αυτή δε μπορεί να εκμαυλίζει τον άνθρωπο. Αντιθέτως, πρέπει να καλλιεργεί τον άνθρωπο, τις γνώσεις του, τα ένστικτά του, την ίδια στιγμή που τον διασκεδάζει. Αυτό είναι ψυχαγωγία. Αγωγή ψυχής!

 

Όλα λοιπόν έχουν να κάνουν με τις προϋποθέσεις που θέτουμε.
Ναι. Χωρίς τις προδιαγραφές, βλέπουμε ότι σε κανένα τομέα δεν ανθεί ο πολιτισμός. Και το παν, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι η πολιτική βούληση των αρχόντων. Αλλά αν θυμηθούμε την αρχαία ρήση, πως οι ηγέτες χωρίς βασική παιδεία είναι επικίνδυνοι, και έχουμε κατακλυστεί από τέτοιους ηγέτες στον πλανήτη μας, είναι φανερό πως τα πράγματα είναι δύσκολα.

 

Παράλληλα έχετε ασχοληθεί και με το χώρο των εκδόσεων, έχοντας πλούσιο υλικό στο ιστορικό σας. Πώς κάνατε μια τέτοια επιλογή, και με τι κριτήρια επιλέξατε το τι θα εκδώσετε;
Ο εκδοτικός οίκος Προσκήνιο δημιουργήθηκε το 1993. Με οδήγησε σ’ αυτό πρώτα η αγάπη μου για το βιβλίο. Είχα ιδιαίτερη αδυναμία στους κλασσικούς συγγραφείς. Στο επίπεδο της ιστορίας, του πολιτισμού, του μυθιστορήματος και της πολιτικής. Ξεκινήσαμε αρχικά με ιστορικά βιβλία στον εκδοτικό οίκο. Καλύψαμε ένα κενό: δε υπήρχε κανένας εκδοτικός οίκος με αποκλειστικά ιστορικο-πολιτικά βιβλία. Επειδή δεν ανήκα σε κανένα κόμμα ποτέ μου, και επειδή προσπαθούσα να είμαι αντικειμενικός απέναντι σε κάθε πολιτική σκέψη ή ενέργεια, εκτιμήθηκα από πολιτικούς όλων των κομμάτων. Για αυτό θα δει κανείς ότι οι εκδόσεις μου έχουν ένα φάσμα ιστορικο-πολιτικό από την αριστερά ως την δεξιά. Είχα την άποψη και θέλησα να κινηθώ πάνω από το δίπολο αριστερά-δεξιά, και να βάλω στο προσκήνιο τον άνθρωπο. Για μένα είναι πρώτα ο άνθρωπος, και μετά ο πολιτικός, και η υπευθυνότητα του δεύτερου απέναντι στον πρώτο. Αυτή ήταν η βασική μου αρχή και σκέψη, και πιστεύω ότι εκτιμήθηκε από τους πολιτικούς με τους οποίους συνεργάστηκα, με αποτέλεσμα να μου εμπιστευθούν άλλοι τις βιογραφίες τους και άλλοι πολύ σημαντικά ντοκουμέντα που δεν είχαν εκδοθεί μέχρι τότε.

 

Πώς ήταν οι άνθρωποι που συνεργαστήκατε;
Η συνεργασία μου με τους πολιτικούς ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Στην αρχή ήταν πολύ «κουμπωμένοι» και δύσπιστοι ως προς τους στόχους μου και τις αρχές μου, αλλά με τον καιρό «κατακτήθηκαν» από τη συνέπειά μου και τις πράξεις μου. Με άλλους ήταν πολύ δύσκολη η συνεργασία, ενώ με άλλους ήταν ένα ζωντανό πανεπιστήμιο, ευχάριστες στιγμές ζωής, δουλειάς, ποιότητας και φιλοσοφίας.

Είναι πολλοί αυτοί στους οποίους θα ήθελα να αναφερθώ. Δε θα ξεχάσω τον Γιάννη Βούλτεψη, παθιασμένο δημοσιογράφο και πολιτικό, στον οποίο με συγκλόνισε η αγνότητά του και το πάθος του για Δημοκρατία. Μια σημαντική συνεργασία που εξελίχθηκε και σε βαθιά φιλία, ήταν αυτή με τον Γιάννη Διακογιάννη. Σπάνια περίπτωση ήθους και γνώσεων δημοσιογράφου. Επίσης πολύ σημαντική και ουσιαστική, ιστορικά και πολιτικά, ήταν η συνεργασία μου με τον Αθανάσιο Καφίρη, τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εκεί εκτίμησα πώς πολλοί δικαστικοί λειτουργοί αγωνίζονται και κρατούν σε υψηλό επίπεδο τη λειτουργία της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Πολύ σημαντικές ακόμα ήταν οι συνεργασίες μου με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον καθηγητή Γιώργο Κασιμάτη προκειμένου να γυρίσω το ιστορικό ντοκιμαντέρ με την βιογραφία του Γεωργίου Παπανδρέου, 100 χρόνια από τη γέννησή του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ένα κύμα αισιοδοξίας και ουσίας και μου επέτρεπε να δουλέψω χωρίς καμιά απολύτως παρέμβαση, ενώ ο Γιώργος Κασιμάτης, αλλά και ο Παύλος Πετρίδης, ήταν η «ασπίδα» μου για αποφυγή ιστορικών ή πολιτικών λαθών, με αποτέλεσμα να μην έχω καμία απολύτως αρνητική κριτική από οποιοδήποτε πολιτικό ή κόμμα. Αυτό βοήθησε στο να γίνει αυτό το ντοκιμαντέρ αξιόπιστο και αξιόλογο. Επίσης ήταν πολύ δημιουργικές οι συνεργασίες μου με τον δημοσιογράφο Γιώργο Λεονταρίτη, με τον οποίο βγάλαμε πάνω από 13 βιβλία, το καθένα και ένα ιστορικό μεταπτυχιακό. Οι ιστορικές και οι πολιτικές γνώσεις του με βοήθησαν να κατανοήσω καλύτερα τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Και όσον αφορά τους δημοσιογράφους, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ σε έναν παλιό, τον Σπύρο Λιναρδάτο, που είναι σχεδόν αναντικατάστατος, σε ήθος, εργατικότητα, σε πίστη και αγάπη στον ρόλο της δημοσιογραφίας. Ακόμα με τον Ευάγγελο Μαχαίρα έχουμε βγάλει πέντε βιβλία, παθιασμένος με τη Δημοκρατία και την πολιτική αντιμετώπιση του κάθε ανθρώπου απέναντί της, μεγάλο αγωνιστή της Αριστεράς που μέχρι τα 90 του μου ζητούσε να βγάλουμε ακόμα ένα βιβλίο. Επίσης έμαθα πολλά από τον καθηγητή Ευτύχη Μπιτσάκη μέσα από τις συνεργασίες μας. Άνθρωπος και επιστήμονας με βαθιές γνώσεις εκφράζοντάς τες με αγώνες για τον άνθρωπο.

 

Πώς επιλέγατε τις συνεργασίες σας με τους πολιτικούς;
Τους επέλεγα μαζί με τον καθηγητή Παύλο Πετρίδη, με διάφορες παραμέτρους. Κυρίως με βάση την αντικειμενικότητα, την ακρίβεια και την επαλήθευση των ντοκουμέντων, την ιστορική απόδειξη των γεγονότων και τέλος με την ποιότητα και το ήθος τους.

 

Έχετε ξεχωρίσει κάποιες;
Στο επίπεδο της συνεργασίας μου με τους πολιτικούς εύκολα θα ξεχώριζα, μεταξύ άλλων, κάποιους που είχαν το ανάστημα ώστε δίκαια και επάξια να επιτελούν το λειτούργημα του πολιτικού. Πάντα, κατά τη γνώμη μου. Ανάμεσά τους η Μαρία Καραγιώργη, σύζυγος του Κώστα Καραγιώργη. Μεγάλη αγωνίστρια, στο ρόλο της μητέρας, της γυναίκας και ως πολιτικός. Μακρόχρονος συνεργάτης και καλός φίλος, ο Χαρίλαος Φλωράκης, που μου εμπιστεύθηκε να εκδώσω τη μαύρη και τη λευκή βίβλο του Εμφυλίου, σπάνια ντοκουμέντα που για πρώτη φορά έβγαιναν από τον Περισσό. Επίσης τη βιογραφία του, που όμως τελικά εκδόθηκε από άλλον εκδοτικό οίκο. Τον χαρακτήριζε θυμάμαι σπάνια νεανικότητα και δημιουργική σκέψη, και μου αποσαφήνισε πολλές δύσκολες στιγμές της Αριστεράς. Επίσης υψηλού επιπέδου συνεργασία είχα με τον Γεώργιο Ράλη που μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε «Λυπάμαι που δε γεννήθηκα αριστερός». Είχε μια αρχοντιά που σε κατακτούσε αμέσως. Δεν ωραιοποιούσε τις πολιτικές καταστάσεις και συγκρούσεις ούτε τον ενδιέφερε η αυτοπροβολή. Στον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο μου έκανε εντύπωση η υψηλή αίσθηση ευθύνης απέναντι στην ιστορία και στον άνθρωπο και η μεγάλη του αγωνία για την πορεία της Ελλάδας. Και δεν θα έπρεπε να παραλείψω τη συνεργασία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γρηγόρη Φαράκο, τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου.

Τέλος, ιδιαίτερα έχει χαραχτεί στη μνήμη μου η απόπειρα έκδοσης βιβλίων που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω ανωτέρων συνθηκών με τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είχα μαζί του σύντομες  συνεργασίες δημιουργικές, υψηλού επιπέδου, φορτισμένες με πολιτική και ηθική συνείδηση και φιλοσοφία, σπάνιες για έναν πολιτικό άνδρα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!