Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Θυμάμαι όταν πρωτοείδα φωτογραφίες με Μικρασιάτες πρόσφυγες στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. Είναι κάτι που δύσκολα το χωρά ο νους. Όσες περιγραφές και να έχεις ακούσει… Η Αγγελική Δαρλάση με το καινούργιο της βιβλίο Το αγόρι στο θεωρείο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μας μεταφέρει μέσα σε αυτή την εικόνα, ζωντανεύοντας εκείνη την εποχή, μέσα από τα μάτια του νεαρού της ήρωα, του Δρόσου και της αγαπημένης αδερφής του, της Αρετής. Μια άγνωστή τους γυναίκα έχει αναλάβει να τους φροντίσει καθώς έχασαν τους γονείς τους στην καταστροφή της Σμύρνης… Όμως… τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και η συγγραφέας, με δεξιοτεχνικό τρόπο, μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα μέσα από τη φαντασία του ήρωά της. Μια παράσταση της Τρικυμίας του Σαίξπηρ, που δίνεται μέσα σε αυτόν τον χώρο του εφιάλτη, αλλά και της θαλπωρής και της αλληλεγγύης, θα λειτουργήσει θεραπευτικά και απελευθερωτικά.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες καθώς πιστεύω ότι αξίζει, σελίδα τη σελίδα, να κάνετε τις δικές σας ανακαλύψεις. Και να διαβάσετε ίσως παράλληλα τα όσα συζητήσαμε με την Αγγελική Δαρλάση…
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψεις Το αγόρι στο θεωρείο;
Όταν έκανα την έρευνα για το προηγούμενο μυθιστόρημά μου Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα ξανασυνάντησα τη φωτογραφία με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. Θεωρώ πως είναι συνταρακτική και, συνάμα, αποκαλυπτική για τη διαβίωση και την εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Αθήνα του 1922. Ίσως και εξαιτίας της σχέσης που έχω με την θεατρική τέχνη να επέμεινα τόσο πολύ σ’ αυτήν την φωτογραφία. Εκεί, λοιπόν, υπάρχει ένα αγόρι σ’ ένα θεωρείο που στέκεται κάπως παράμερα από τους υπόλοιπους. Μού έδινε την εντύπωση πως ήταν μόνο του. Άρχισα ν’ αναρωτιέμαι για τη ζωή του και ήξερα πως στην ουσία αναρωτιόμουν για τη ζωή όλων αυτών των παιδιών που βρίσκονται μόνα τους μετά από παρόμοιες καταστροφές, για τη ζωή και των σημερινών προσφυγόπουλων.
Δεν νιώθεις ότι έχουν ήδη ειπωθεί πολλά για τη Μικρά Ασία και την προσφυγιά; Γιατί ένα ακόμη βιβλίο;
Το σκέφτηκα κι εγώ όταν ξεκινούσα. Όμως, ταυτόχρονα, ένιωθα την ανάγκη να μιλήσω για όλα εκείνα τα οποία δυσκολευόμουν να διαχειριστώ συναισθηματικά και διανοητικά, βλέποντας όλους αυτούς του πρόσφυγες που έφταναν καθημερινά στη χώρα μας. Είναι περισσότερο μια ιστορία γι’ αυτήν την υπαρξιακή κατάσταση του «αμέσως και λίγο μετά». Πώς διαβιώνεις έχοντας μόλις χάσει την πατρίδα, το σπίτι σου, τους δικούς σου. Πώς αντιμετωπίζεις μια καθημερινότητα που μοιάζει μ’ εφιάλτη. Πώς καταφέρνεις να αποδεχτείς πως ζεις μια ζωή που σε τίποτα δε μοιάζει με αυτή στην οποία ήσουν συνηθισμένος και πώς διαχειρίζεσαι την απώλεια όταν δεν σου έχει απομείνει καμία σταθερή πέρα από τις αναμνήσεις σου. Και πώς όλα αυτά τα βιώνουν και τα διαχειρίζονται όχι μόνο οι ενήλικοι αλλά και τα παιδιά και οι έφηβοι.
Ξεκίνησα πιστεύοντας πως διαβάζω ένα μυθιστόρημα για νέους, αλλά όσο προχωρούσα, όλο και πιο συγκινημένος συνειδητοποίησα πως απευθύνεται σε όλους μας. Εσύ είχες κάποιο αναγνωστικό κοινό – στόχο;
Νομίζω πως όχι –άλλωστε είναι πεποίθησή μου πως η ιστορία ενός νέου μπορεί κάλλιστα να ενδιαφέρει και να συγκινεί και τους ενηλίκους. Αφέθηκα, συνειδητά, να παρασυρθώ από τον βασικό μου ήρωα και την ιστορία του, κάτι που κάνω κάθε φορά όταν γράφω ένα μυθιστόρημα για νέους. Οι ήρωες σ’ αυτή την μεταιχμιακή ηλικία με συναρπάζουν και με γοητεύουν συγγραφικά. Ίσως επειδή στη συμπεριφορά τους συνυπάρχουν, αν και πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι στους μεγάλους, τόσο αντιφατικά χαρακτηριστικά. Συχνά νιώθω πως έχω ανάγκη και τη δική τους οπτική για να ισορροπώ εντός μου.
Στη συγκεκριμένη ιστορία, όμως, βρέθηκα σ’ ένα, κατά κάποιο τρόπο, κλειστό «σύμπαν» όπου μικροί και μεγάλοι συνυπήρχαν και μοιράζονταν όχι μόνο τον ίδιο χώρο, αλλά και κοινά προβλήματα, τραύματα και όνειρα. Κι όλα ήταν μεγεθυμένα κι αλληλένδετα. Κάπως έτσι βρέθηκα να εξιστορώ τις ιστορίες όλων τους, ανεξαρτήτου ηλικίας.
Το Θέατρο είναι παρόν τόσο ως ο τόπος κατοικίας, το καταφύγιο των προσφύγων, όσο και ως θεραπευτικό μέσο. Μπορεί η τέχνη να μας σώσει από τα φαντάσματά μας;
Νομίζω πως δεν μας σώζει κανείς από τα φαντάσματά μας. Μ’ αυτά πορευόμαστε στη ζωή μας. Το λέει κι ένας από τους ήρωές μου «στο εξής στοιχειωμένοι θα ζούσαν. Είχαν ζήσει το άφατο». Η τέχνη νομίζω πως συχνά μας καθοδηγεί στο να βρεθούμε αντιμέτωποι με τους πιο μύχιους φόβους μας, να δούμε αυτό που πολλές φορές αρνούμαστε. Κάπως έτσι μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε και να κοιτάξουμε κατάματα τα πρόσωπα των φαντασμάτων μας. Δρα υποβοηθητικά ώστε να χτίσουμε μια σχέση μαζί τους, μια σχέση που μπορεί να δράσει επουλωτικά και άρα, κατά κάποιον τρόπο, συμφιλιωτικά και παρηγορητικά. Την έχουμε ανάγκη την παρηγοριά οι άνθρωποι. Στο βιβλίο μου την έχουν ανάγκη, τόσο εκείνοι που παίζουν στην παράσταση της Τρικυμίας, όσο κι εκείνοι που την παρακολουθούν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Η τέχνη νομίζω πως συχνά μας καθοδηγεί στο να βρεθούμε αντιμέτωποι με τους πιο μύχιους φόβους μας, να δούμε αυτό που πολλές φορές αρνούμαστε. Κάπως έτσι μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε και να κοιτάξουμε κατάματα τα πρόσωπα των φαντασμάτων μας
Η διαδικασία της γραφής πώς λειτούργησε για σένα;
Ίσως περισσότερο από κάθε άλλο, ως τώρα, μυθιστόρημά μου με τρόπο αποκαλυπτικό για τα δικά μου «στοιχειά», για αλήθειες που πληγώνουν. Ήταν μια κάπως οδυνηρή αλλά ταυτόχρονα, και εν τέλει, λυτρωτική διαδικασία.
Πώς μια χώρα προσφύγων αναπτύσσει συμπεριφορές ρατσιστικές; Βρίσκεις αναλογία με την τότε και τη σημερινή εποχή;
Δεν πιστεύω ότι μια χώρα είναι ένας ομοιογενής οργανισμός. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν στο πρόσωπο του ξένου τον φταίχτη για τα δικά τους βάσανα. Συχνά, η οικονομική ανέχεια και η έλλειψη παιδείας μπορεί να αποτελέσουν και τη βάση για ανάξιες συμπεριφορές που, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση από εκείνους που εκάστοτε σπεύδουν να αξιοποιήσουν πολιτικά προς όφελός τους την κοινή δυσαρέσκεια, να οδηγήσουν και σε ρατσιστικές συμπεριφορές. Η Ιστορία το επιβεβαιώνει συνεχώς και διαχρονικά. Η Ελλάδα του 1922 ήταν μια πολύ φτωχή και τραυματισμένη χώρα που αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της. Η Ελλάδα του σημερινού προσφυγικού είναι μια χώρα σε κρίση, όχι μόνο οικονομική αλλά και αξιών. Όμως τόσο τότε, αλλά και, ίσως και περισσότερο ακόμη, σήμερα υπήρξε μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που στάθηκε και στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, στο μπόι της ανθρωπιάς, αποδεικνύοντας εμπράκτως αυτό που σκέφτεται στο βιβλίο μου ο ναύτης που σώζει στο λιμάνι τους πρόσφυγες του τότε: «ίσως η συμπόνια να είναι η μόνη κοινή πατρίδα για όλους μας».