Ζητούμενο η συγκρότηση της κοινωνίας στο επίπεδο του πολιτικού
Του Βασίλη Ξυδιά
Μετά τις εκλογές, είτε βρεθούν στη θέση της δημοτικής Αρχής, είτε σ’ αυτή της αντιπολίτευσης, οι δημοτικοί συνδυασμοί της Αριστεράς θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα «και τώρα τί κάνουμε». Διότι όσο κι αν προσπαθήσαμε προεκλογικά να είμαστε «συγκεκριμένοι», η αλήθεια είναι ότι τα προγράμματά μας δεν κατόρθωσαν να δώσουν ειδικό, τοπικό περιεχόμενο στην ιδέα της πολιτικής ανατροπής και της αντίστασης στα μνημόνια. Κι αυτός είναι ίσως κι ένας απ’ τους βασικούς λόγους που τα εξαρτημένα από το πολιτικό σύστημα τοπικά οικονομικοκοινωνικά κυκλώματα -αυτά που λυμαίνονται επί δεκαετίες τις δημοτικές δομές- όχι απλώς επιβίωσαν, αλλά συνεχίζουν να πρυτανεύουν, παρά την κεντρική κατάρρευση του μνημονιακού μπλοκ.
Αν, λοιπόν, θα θέλαμε να συνοψίσουμε ποιο είναι το έργο της Aριστεράς στους δήμους, η απάντηση είναι τούτη: η αναζήτηση της ουσίας της αυτοδιοίκησης. Δεξιά καραδοκεί η Σκύλλα της «διαχείρισης» (ένα είδος τοπικού κυβερνητισμού) κι αριστερά η Χάρυβδις του «διεκδικητισμού». Όψεις του ίδιου κατ’ ουσίαν νομίσματος, και τα δύο αυτά τέρατα στέκονται, το καθένα με διαφορετικό τρόπο, εμπόδιο στην πολιτική χειραφέτηση της κοινωνίας. Έτσι, τι θα πει αυτοδιοίκηση -πώς δηλαδή συγκροτείται η κοινωνία στο επίπεδο του πολιτικού- δεν είναι δεδομένο· είναι ζητούμενο.
Η πασοκική εμπειρία
Θα μπορούσαμε, ως πρώτη προσέγγιση, να ξεκινήσουμε απορρίπτοντας την κλασική διαχειριστική εκδοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Να προτάξουμε την πολιτική, και να πούμε ότι δεν βλέπουμε τους δήμους σαν περιφερειακά παραρτήματα της κεντρικής διοίκησης, αρμόδια για ειδικές λειτουργίες (δημοτολόγιο, απορρίμματα, ύδρευση κ.λπ.), αλλά σαν πολιτικό κέντρο της τοπικής κοινωνίας (μια οιονεί τοπική κυβέρνηση). Και να επιμείνουμε στη λαϊκή συμμετοχή και στην ουσιαστικοποίηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων (τοπικά δημοψηφίσματα, λαϊκές συνελεύσεις, διαμερισματικά-κοινοτικά συμβούλια κ.λπ.). Θα μπορούσαμε, επίσης, να δώσουμε έμφαση στις διαστάσεις που συμπληρώνουν την πολιτική: στην αναπτυξιακή διάσταση (ο δήμος ως κέντρο σχεδιασμού και συντονισμού της τοπικής ανάπτυξης)· και στην κοινωνική (στήριξη και συντονισμός τοπικών δικτύων αλληλεγγύης, υπηρεσιών πρόνοιας και πρωτοβάθμιας περίθαλψης κ.λπ.).
Όλα αυτά υπάρχουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό στα προγράμματα των συνδυασμών μας. Και καλώς υπάρχουν, αρκεί να μην παραβλέψουμε ένα λεπτό ζήτημα. Ότι αυτή ήταν πάνω-κάτω η προσέγγιση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80. Οι νέοι σύντροφοι δεν τα γνωρίζουν αυτά, κι οι παλιοί προσπαθούν να τα ξεχάσουν. Δεν μπορούμε, όμως, να επαναλαμβάνουμε ανυποψίαστα -και μάλιστα με περισσότερο ερασιτεχνισμό και με λιγότερη τόλμη- τις ίδιες εκείνες ιδέες, χωρίς ουσιαστικό απολογισμό της πασοκικής εμπειρίας. Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων και κρίνοντας απ’ το πού κατέληξαν (σ’ αυτό το υβριδικό κράμα απόλυτης λαμογιάς και ύψιστης τεχνοκρατίας) ξεχνάμε ή αγνοούμε ότι η πασοκική πολιτική για τη διοικητική αποκέντρωση και την αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τη δεκαετία του ’80 ήταν ειλικρινής και αρκετά ριζοσπαστική.
Ποιο ήταν λοιπόν το πρόβλημα; Κάποιοι σύντροφοι ίσως βιαστούν να απαντήσουν ότι ήταν η υποτίμηση του ταξικού στοιχείου και των κοινωνικών ανταγωνισμών. Κατ’ εμέ -που το έζησα από πρώτο χέρι- το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Το ΠΑΣΟΚ υπερτίμησε το οργανωτικο-θεσμικό πλαίσιο (συλλογικότητα, λαϊκή συμμετοχή, αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες) ενώ παρέβλεψε παντελώς το ζήτημα της κοινότητας. Το πασοκικό εγχείρημα είδε την τοπική κοινωνία σαν έναν συνεταιρισμό ατόμων-πολιτών που θα συνδιαλέγονταν και θα συναποφάσιζαν, και δεν υποψιάστηκε ότι αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς «αυτό» που θα «αυτοδιοικηθεί», χωρίς δηλαδή την κοινότητα.
Το ζήτημα της κοινότητας στη δεκαετία του ’80 ετίθετο αλλού με όρους ανασυγκρότησης του κοινωνικού ιστού και αλλού με όρους, εξαρχής, νέας συγκρότησής του. Σε κάθε περίπτωση περιελάμβανε ένα σύνολο από πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές κ.ά. παραμέτρους που δεν είναι της ώρας να τις περιγράψουμε. Θα τολμούσα, όμως, να πω ότι το στοιχείο που κατ’ εξοχήν έλειπε για να επιτρέψει τη λειτουργική σύνθεση όλων αυτών των παραμέτρων, είναι το στοιχείο της κοινοτικής ηθικής – μιας ηθικής που δεν είναι ατομική, αλλά περιλαμβάνει ένα σύνολο από πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές διαστάσεις και έχει ως κεντρικό άξονα το ζήτημα της ταυτότητας.
Χρήσιμο μάθημα
Όλα αυτά το ΠΑΣΟΚ τα αγνόησε. Και μέσα απ’ τις συλλογικές-συνεταιριστικές διαδικασίες και τις τεράστιες χρηματοδοτικές δυνατότητες των επόμενων δεκαετιών (’90 και 2000) διαμορφώθηκαν, σε όλους σχεδόν τους δήμους, τοπικά κυκλώματα σχετικώς αυτόνομα από τα κεντρικά δίκτυα εξουσίας, τα οποία λειτούργησαν σαν συνασπισμοί ιδιοτελών συμφερόντων. Αυτό ήταν το αναπάντεχο. Κι αυτό είναι το μάθημα που εμείς οφείλουμε να έχουμε διδαχθεί. Ότι η συλλογικότητα και η δημοκρατία, ως απλές οργανωτικές μορφές και διαδικασίες, δεν είναι αρκετές για να επιτρέψουν την ανάδειξη και την επικράτηση του «κοινού συμφέροντος».
Αυτό οδήγησε στον εκφυλισμό της αρχικής αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης, για να έρθουν από τη δεκαετία του ’90 και μετά τα επόμενα στάδια πασοκικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να επαναξιολογήσουν τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης με πιο ρεαλιστικούς υποτίθεται όρους μανατζερίστικου εξορθολογισμού των δομών και των διαδικασιών. Έτσι φτάσαμε στις εντελώς μανατζερίστικες μεταρρυθμίσεις που κατ’ ευφημισμόν έφεραν τα ονόματα του Καποδίστρια και του Καλλικράτη. Οι δήμοι έπαψαν και πάλι να θεωρούνται εκφράσεις της τοπικής κοινωνίας –δεν ήταν πλέον ο πληθυσμός τους– και αντιμετωπίστηκαν σαν οργανωτικές δομές. Κι αυτό είχε μεταξύ άλλων φοβερές συνέπειες στον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν λειτουργικά ζητήματα, όπως το μέγεθος του δήμου ή η εξοικονόμηση πόρων. Για να αποδειχθεί ότι εκτός από τη δημοκρατία και το μάνατζμεντ, χωρίς το συλλογικό υποκείμενο, είναι μια φούσκα.
Κλείνοντας τώρα έναν κύκλο αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων τριών δεκαετιών η αριστερά οφείλει να προσέξει να μην μπει στην περιπέτεια της αυτοδιοίκησης με την αφέλεια του παλιού ΠΑΣΟΚ. Δεν θα έχουμε καν το ελαφρυντικό της άγνοιας. Πολύ περισσότερο που σήμερα η κοινωνία βρίσκεται σε πλήρη κατάρρευση και το ζητούμενο της κοινοτικής ανασυγκρότησης τίθεται με όρους ζωής και θανάτου.