Επιμέλεια: Θανάσης Μουσόπουλος
Η Λαμπρή, όπως ο λαός μας με αγάπη και ευαισθησία το Πάσχα ονόμασε, είναι πεδίο όπου η ιστορία και η παράδοση συμπλέκονται. Ο λαϊκός και ο λόγιος πολιτισμός και η τέχνη του λόγου δίνουν ένα διαρκές παρόν.
«Η λέξη Πάσχα είναι εβραϊκή, ελληνοποιημένη εβραϊκή και σημαίνει “διάβαση”». Για εμάς τους Χριστιανούς η λέξη «Πάσχα» σημαίνει το πέρασμα του Χριστού από τον θάνατο στη ζωή. Λέγεται και αλλιώς «Λαμπρή», ονομασία που προήλθε από τους αναστάσιμους κανόνες της εκκλησίας, οι οποίοι ονομάζουν «Λαμπροφόρο» την ημέρα του Πάσχα και συνιστούν στους πιστούς «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Στο αφιέρωμά μας αυτό, σε έναν περίπατο μέσα από πεζά κείμενα, θα πλησιάσουμε τη Λαμπρή από πολλές πλευρές.
***
Θα ξεκινήσουμε με τον Λόγο ενός εκπροσώπου της εκκλησίας. Ανάμεσα στους Ορθοδόξους Ιεραποστόλους ανά την υφήλιο συγκαταλέγεται και ένας μοναχικός Αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας μας, ο π. Ιωνάς Μούρτος, που επωμίσθηκε μία εργώδη προσπάθεια να μεταφέρει τον σπόρο του Ευαγγελίου του Χριστού στο απέραντο χωράφι της Άπω Ανατολής, στην πολυπληθή, αλλόγλωσση και αλλόθρησκη Τάι-Πέι της Ταϊβάν, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι γνωστή ούτε καν ονομαστικά.
Από το κείμενο του πατρός Ιωνά «Οἱ συνέπειες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινὴ ζωή» χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου κρύβεται παντοῦ καὶ ἀναδύεται τὴ νύχτα ποὺ κι αὐτὴ εἶναι ἕνας θάνατος. Ὁ Χεμινγουέι τὴν περιγράφει μὲ ἄφθαστο τρόπο στὰ λόγια τῆς Πίλαρ…
Τώρα μπορῶ νὰ δῶ γιατί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο σημαντικὴ γιὰ τὴ ζωή μου. Ἐπειδὴ Αὐτὸς ἀναστήθηκε θὰ ἀναστηθῶ καὶ ἐγώ. Μὰ τί λέγω; Θὰ ἀναστηθεῖ τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγάπησα. Θὰ ἀναστηθεῖ γιατὶ ἀνέστη ὁ Χριστός. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ γίνει τέλειο, θὰ μοιάζει μὲ τὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε σωματικά, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, καὶ ποτὲ πιὰ δὲν θὰ χωρίσει. […] Μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη, ἡ φύση μας εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως καὶ ἀχωρίστως. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς σώζει μόνο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, θὰ ἀρκοῦσε ἡ ἁπλὴ συγνώμη του γιὰ αὐτό. Μὰ ἦρθε καὶ νίκησε τὸ θάνατο. Γιατί αὐτὸ εἶναι τελικὰ τὸ πιὸ σημαντικό.
Μερικοὶ σὰν γνήσιοι ὀπαδοὶ τοῦ Πλάτωνα λένε ὅταν πεθαίνει κανείς: “Πρέπει νὰ χαίρεσαι γιατί ἡ ψυχή του εἶναι κοντὰ στὸ Θεό”. Ὅμως τότε τί νόημα ἔχει ἡ ἀνάσταση; […] Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἄλλης ποιότητας ζωῆς. Γιατὶ τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀχώριστα καὶ ἀσύγχυτα. Εἶναι τὸ ἔσχατο μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ».
Από το κείμενο «Μεγάλη Πέμπτη» της θρακιώτισσας πεζογράφου και ποιήτριας Βάσως Τριανταφυλλίδου-Κηπουρού, λίγες σκέψεις της καθημερινής ζωής, ως συμπλήρωμα στο κείμενο του π. Ιωνά:
«Μεγάλη Πέμπτη. Μόλις έχω γυρίσει στο σπίτι από την εκκλησία. Ο νους μου για μια ακόμη φορά περιπλανήθηκε στα σοκάκια και στα καλντερίμια της Αγίας πόλης, της Ιερουσαλήμ. Ήμουν μαζί Σου…
Ο Κήπος της Γεθσημανή, η σύλληψη και η προδοσία με το φιλί του μαθητή Σου, του δόλιου Ιούδα. Έπειτα τα βασανιστήρια, ο Άννας, ο Καϊάφας, ο Πιλάτος, ο χλευασμός των στρατιωτών… οι ψευδομαρτυρίες.
Ύστερα ο εμπαιγμός, το αγκάθινο στεφάνι, το καλαμένιο σκήπτρο, η ψεύτικη χλαμύδα…
Σε λίγο ανακρίσεις και πάλι, αμφισβητήσεις, και να ’σου η άρνηση…. “Πριν αλέκτωρ λαλήσει…”, είχες πει στον Πέτρο, “θα μ’ αρνηθείς τρεις φορές” (Κατά Λουκά Κεφ. Κβ στίχ. 34 και κατά Ιωάννην κεφ. Ιγ στιχ. 38). Ναι ήταν τρεις (κατά Ιωάννην Κεφ. Ιη στιχ. 17 και στιχ.26, κατά Ματθαίον κστ στιχ.74). Τους μέτρησε και ένιωσε τύψεις… Ένιωσε να προδίδει το δάσκαλό του. Αυτός που υποσχόταν πως είναι έτοιμος να Σε ακολουθήσει ακόμη και στο θάνατο… και ύστερα έκλαψε πικρά…
Πόσα δάκρυα είδα να ρέουν απόψε στα άχραντα πόδια Σου Χριστέ μου; Δάκρυα χαράς και ευτυχίας, αλλά και δάκρυα λύπης και απογοήτευσης. Πόσος πόνος ξεχείλισε και έλουσε τα ματωμένα πόδια Σου αυτήν τη νύχτα, αυτήν τη δύσκολη νύχτα. Πόσα λόγια δεν ψιθύρισε ο πιστός αντικρίζοντας το παραπονεμένο Σου βλέμμα, γεμάτο ερωτηματικά για τα πλάσματά σου που σε οδήγησαν στο Σταυρό του Μαρτυρίου!…
Πόσες συγγνώμες; Αμέτρητες συγγνώμες σιγομουρμούρισαν τα χείλη για λάθη και παραλείψεις μιας άσωτης και χωρίς νόημα ζωής…
[…] Κάποιοι μαθητές σκόρπιοι σαν τα πρόβατα, χωρίς τσομπάνο, κλαίνε για το Ραββί και είναι αδύνατο να συλλάβουν την έννοια της τριήμερης Ανάστασής Σου.
Απόψε όλα τα δρώμενα οδηγούν στον Ουρανό και οι δικές μου σκέψεις για εκεί τράβηξαν. Οι αναμνήσεις μου πήραν το δρόμο, για να συναντήσουν γλυκά, αγαπημένα πρόσωπα. Τους εγγονούς μου Παύλο και Χρήστο, τον άντρα μου Χρήστο, τα πεθερικά, το κουνιαδάκι μου, τον πατέρα, τη μάνα, τους συγγενείς, τους φίλους. Απόψε αναλογίζομαι λάθη, παραλείψεις, χαρές, λύπες και ζητώ ταπεινά συγνώμη από όλους, όσους ηθελημένα ή άθελα πίκρανα. Αυτήν τη νύχτα είμαι δίπλα τους, σε ένα μυστικό δείπνο χωρίς Ιούδα, όπου παρίσταται μονάχα ο Χριστός και που σκουπίζει σπλαχνικά τα δάκρυά μου».

Έχουμε ταυτίσει τη Λογοτεχνία του Πάσχα με τα αριστουργηματικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Για το αφιέρωμά μας στον Δρόμο της Αριστεράς επιλέξαμε τα κείμενα δύο άλλων δημιουργών: του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923) και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944), που έχουν περισσότερο «κοινωνικό» χαρακτήρα.
«Αμάρτησε;» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1913). Αναφέρεται σε μια κοπέλα που τα έφτιαξε με ένα παντρεμένο. Στο διήγημα έχουμε τη στάση του πατέρα της και του ιερέα-εξομολόγου της:
«Ήτανε μια δροσερή απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγη ακόμα, και οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. […]
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στις γυναίκες. Η ταραχή της, ο φόβος της, η συγκίνησή της, ήταν ζωγραφισμένη απάνω στ’ όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το ’χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευκότουν. Πώς είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν με συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της, το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δε θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε, ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή να ’ναι περήφανος από τη θυγατέρα του ή να ξεπλύνει τη ντροπή του στο αίμα! Τι θα ’κανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού; […]
Της έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, που κατά το συνήθειο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσό τους ήταν κι εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνία στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».
Το διήγημα «Η θυσία» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, κατά σύμπτωση, δημοσιεύθηκε πριν από εκατό χρόνια, στις 19 Απριλίου 1925!
«Μια φορά κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.
Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό […] Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μες στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πως σίμωνε σε κάποια πολιτεία. […]
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο […] Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.
Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
– Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε. […]
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση τού προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…
[…] Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
– Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
– Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
– Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο».

Η παιδική ηλικία και οι αναμνήσεις είναι οι πιο συγκινητικές. Γι’ αυτό κλείνουμε τον περίπατό μας με το κείμενο του Γρηγόριου Ξενόπουλου (1867-1951) «Το πρώτο μου Πάσχα», που δημοσίευσε ως Φαίδων στη «Διάπλαση των παίδων»:
«Αγαπητοί μου,
Αυτές τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Και θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. […]
Ω, ήταν τόσο όμορφα! H άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ’ άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Tι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! […] Tη Mεγάλη όμως Eβδομάδα και το Πάσχα, όλη όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Kυριακή το πρωί, η Aνάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: Δεύτε λάβετε φως, Xριστός Aνέστη, Eν αρχή ην ο λόγος και καθεξής. Δεν μ’ έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Nυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Aκολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Eπιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τί προηγήθηκε απ’ την Aνάσταση. […] Kι άξαφνα… τα έμαθα όλα! Eίχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού. […] Γιατί όλη τη Mεγάλη Eβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Eίχα παρακολουθήσει το Xριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατό του· είχ’ ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Mυστικό Δείπνο, είχ’ ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Mητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον… Γι’ αυτό το Xριστός Aνέστη μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση· γι’ αυτό μου φάνηκε σα μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σα μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Eκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Eκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξίδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο, και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σα Θεός!
[…] Ω, αυτό το ξέρετε και σεις από τώρα. Mήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε… Mεγάλη Eβδομάδα; Γελάτε, ε;… Kαι του χρόνου!
Σας ασπάζομαι
ΦAIΔΩN»
***
Στους και στις συνοδοιπόρους του Δρόμου της Αριστεράς εύχομαι ΟΛΟΓΙΟΜΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής