Σε πρόσφατο άρθρο του Δρόμου σχετικά με τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ επισημαινόταν ότι «τα προεόρτια αυτών των εκλογών, σε περίοδο πολύπλευρης κρίσης και διεθνούς αναταραχής, χρωματίζονται από την αυξανόμενη αμφισβήτηση των παραδοσιακών “λύσεων”». Οι πρώτες προκριματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα στην Αϊόβα την περασμένη Δευτέρα επιβεβαίωσαν αυτήν την εκτίμηση. Εξεπλάγησαν μονάχα όσοι δεν ήθελαν να δουν τη δυσαρέσκεια που διαχέεται εδώ και καιρό σε ολοένα και πλατύτερα στρώματα. Έτσι η Αϊόβα έγινε η πρώτη πολιτεία όπου εκφράστηκε η αμφισβήτηση – και στις δύο «μεγάλες οικογένειες» του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Η μικρότερη έκπληξη αφορούσε μάλλον το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο, όπου ο παραληρηματικός ακροδεξιός δισεκατομμυριούχος Ντόναλντ Τραμπ ήρθε δεύτερος, παρά την πολυέξοδη καμπάνια που πραγματοποίησε ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις στην πρώτη προκριματική αναμέτρηση. Πρώτευσε ο εξίσου ακραίος αλλά λιγότερο «κραυγαλέος» Τεντ Κρουζ, που απέσπασε το 27,7% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, έναντι 24,3% του Τραμπ και 23,1% του «μετριοπαθέστερου» Μάρκο Ρούμπιο. Ο σεισμός όμως (τουλάχιστον σύμφωνα με τους αναλυτές των δημοσκοπήσεων, που έπεσαν όλες έξω!) συνέβη στους Δημοκρατικούς, όπου ο θεωρούμενος ως «ριζοσπάστης» Μπέρνι Σάντερς κυριολεκτικά ισοψήφισε με τη Χίλαρι Κλίντον.
Ο Σάντερς, το πρώην αουτσάιντερ που χλευαζόταν από το βαρύ πυροβολικό του Δημοκρατικού Κόμματος, διέψευσε όλα τα προγνωστικά αντιτάσσοντας στη «χλιδάτη» καμπάνια της Κλίντον τη δράση χιλιάδων απλών υποστηρικτών. Όλοι αυτοί προσελκύονται από το ριζοσπαστικό λόγο του, παρόλο που στην πραγματικότητα ο Σάντερς δεν έχει αντιταχθεί ποτέ στις βασικές επιλογές των ΗΠΑ (περιλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεών τους σε όλο τον κόσμο). Παραμένει το γεγονός ότι η Κλίντον ξεκίνησε νομίζοντας ότι θα κάνει περίπατο αλλά κατέληξε να… ορειβατεί.