Παράλληλα με τις γραβάτες για τις φιέστες στο Ζάππειο η κυβέρνηση κατά την προσφιλή της τακτική κυκλοφόρησε τα γνωστά non paper με την επιχειρηματολογία της για το θέμα, ενώ παράλληλα ο προσφιλής της τύπος τα αναπαράγει επεκτείνοντας τη κυβερνητική άποψη ακόμα περισσότερο.
Τα βασικά στοιχεία της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας συνοψίζονται στα ακόλουθα:
10ετης επιμήκυνση δανείου EFSF
Για το δάνειο του EFSF δίνεται περίοδος χάριτος 10 ετών. Η αποπληρωμή του ξεκινά από το 2033 αντί του 2023. Kατ’ αυτό τον τρόπο αυξάνεται ο χρόνος ωρίμανσης όλων των ομολόγων του συγκεκριμένου δανείου επίσης κατά μία δεκαετία.
Αυτό είναι το μοναδικό ουσιαστικό “νέο” μέτρο ελάφρυνσης του χρέους που έλαβε το Eurogroup. Μετατόπιση στο μέλλον των δόσεων αλλά μόνο για αυτό το δάνειο ύψους 100 δισ. ευρώ περίπου. Όλα τα άλλα δάνεια παραμένουν ως έχουν, όπως και όλα τα άλλα στοιχεία του συγκεκριμένου δανείου με σημαντικότερο το κυμαινόμενο επιτόκιο. Δηλαδή η “υπόσχεση” για σταθερό επιτόκιο, μέσω παραγώγων από τον ESM που θα μετέτρεπε το επιτόκιο σε σταθερό, με ύψος 1% “ξεχάστηκε” στην πορεία των διαπραγματεύσεων.
Η όλη διαδικασία διαπραγμάτευσης από την κυβέρνηση έχει σαν συνέπεια να μείνει εκτός συζήτησης η διαγραφή χρέους και να έχει αποκλειστεί για το μέλλον. Έτσι με το μέτρο της επιμήκυνσης τα μόνα που “πέτυχε” η κυβέρνηση είναι: α) να εμφανιστεί βιώσιμο το χρέος για την περίοδο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030, β) να μεταφέρει την αποπληρωμή του χρέους στις επόμενες γενιές και γ) να αυξήσει τους τόκους με τους οποίους θα επιβαρυνθεί η χώρα και θα καρπωθούν οι δανειστές, μάλιστα με επιτόκιο (με τα σημερινά δεδομένα) της τάξης του 2,5% και όταν θα εξυπηρετείται το δάνειο… βλέπουμε. Η μετακύλιση ενός τόσο μεγάλου χρέους (το 1/3 σχεδόν του συνόλου) στις επόμενες γενιές, από μια κυβέρνηση με κριτήριο τα τρέχοντα πολιτικά της παιχνίδια αποτελεί τουλάχιστον ανήθικη πολιτικά πρακτική.
Επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα
Αποφασίστηκε να επιστραφεί σταδιακά ποσό ύψους 4,8 δισ. ευρώ που είναι τα κέρδη της ΕΚΤ και των κρατικών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που αγόρασαν, σε χαμηλές τιμές την περίοδο 2010-2011, τα οποία εξοφλούνται στη λήξη τους από το δημόσιο στην ονομαστική τους αξία έκδοσης (100%).
Πρόκειται για ένα “ξαναζεσταμένο” μέτρο. Αρχικά είχε αποφασιστεί το 2012. Η Ελλάδα έλαβε την πρώτη δόση και μετά σταμάτησαν οι επιστροφές χωρίς να απαιτήσουν τα ποσά οι ελληνικές κυβερνήσεις. Την κύρια ευθύνη έχει η παρούσα κυβέρνηση, η οποία στις διαδικασίες των διαπραγματεύσεων αποδεχόταν τη μη επιστροφή των ποσών που ήδη είχαν πληρωθεί. Έτσι σήμερα εμφανίζει ως “επιτυχία” της κάτι που έπρεπε να έχει ήδη γίνει και για το οποίο η χώρα σε όλη αυτή την περίοδο είχε κόστος χρήματος για κεφάλαια που έπρεπε να έχει εισπράξει προ πολλού χρόνου.
Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι σε χαμηλά επίπεδα.
Οι κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου στο “μεσοπρόθεσμο διάστημα δεν θα υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2042 και το 20% από εκεί και πέρα.” Τα νούμερα αυτά πηγάζουν από τη γενική διατύπωση – επιδίωξη των κειμένων των θεσμών εδώ και ένα και πλέον χρόνο επί του θέματος. Είναι τα “λογικά” επίπεδα εξυπηρέτησης χρέους που θεωρείται βιώσιμο. Στις κυβερνητικές αναφορές δεν έχουν καμία τεκμηρίωση καθώς το πόσο θα είναι το ΑΕΠ σύμφωνα με τις σχετικές αντικρουόμενες προβλέψεις αποτελεί ένα ακόμα γρίφο στο ελληνικό πρόβλημα.
Αν ήταν έτσι τα νούμερα δεν θα υπήρχε λόγος για να αντιδρά το ΔΝΤ και με τελικό αποτέλεσμα να απέχει από το σκέλος της χρηματοδότησης του 3ου μνημονίου και να συνεχίζει να παραμένει ως σύμβουλος. Αφήνουμε εκτός συζήτησης τον αριθμητή (ετήσια τοκοχρεολύσια) του κλάσματος (δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους / ΑΕ) που θα διαμορφωθεί όχι με τα σημερινά ευνοϊκά επιτόκια αλλά με τα μελλοντικά, σε ένα διεθνές περιβάλλον ανόδου επιτοκίων και χωρίς παρεμβάσεις της ΕΚΤ μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης. Μένουμε στον παρονομαστή το ΑΕΠ. Από που προκύπτει η αισιοδοξία για ανάπτυξη του ΑΕΠ και τη μείωση του κλάσματος όταν η ίδια η Κομισιόν στην έκθεση για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, που δημοσιοποίησε, με στοιχεία πριν την απόφαση του Eurogroup, μείωσε το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ μετά το 2022 σε 1% ετησίως!!! Να σημειώσουμε ότι η Κομισιόν τρεις μήνες πριν τον Μάρτιο 2018 υπολόγιζε αύξηση του ΑΕΠ 1,5% για την περίοδο 2023-2030 και 1,25% στη συνέχεια. Και μόνο αυτό το μέγεθος αρκεί για να γίνει κατανοητό πόσο “επικοινωνιακά” και όχι πραγματικά είναι τα νούμερα που παρουσιάζει η κυβερνητική προπαγάνδα.
Επανάπαυση στο “μαξιλάρι” των 24,1 δισ. ευρώ για έξοδο στις αγορές.
Η κυβέρνηση εκτιμά ότι με το ποσό των 9,5 δισ. από την τρέχουσα δόση του, τα χρήματα που έχει συγκεντρώσει από τις δύο τελευταίες εκδόσεις τίτλων και τα έχει ως απόθεμα και τα ποσά όλων των δημόσιων φορέων που τους υποχρέωσε να τα τοποθετήσουν στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) για να μπορεί να τα χρησιμοποιήσει συγκεντρώνει το ποσό των 24,1 δισ. Με αυτό εκτιμά ότι “οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι καλυμμένες για την επόμενη διετία τουλάχιστον ακόμη και στο πιο αρνητικό σενάριο, μη έκδοσης νέων ομολόγων.”
Όμως αυτό είναι μια πολλή μερική “αλήθεια” καθώς υποκρύπτει ότι: α) Το ποσό των 9,5 δισ. ευρώ από τον ESM δεν έχει δοθεί με “λευκή επιταγή” αλλά στη βάση συγκεκριμένων δεσμεύσεων με ρήτρες και σύμφωνα με αυτές προβλέπεται η δυνατότητα με απόφαση του ESM να αλλάξει η χρήση. Άρα τα 9,5 δισ. ή τουλάχιστον όλο το ποσό δεν είναι σίγουρο για το “μαξιλάρι”. β) Το δημόσιο για τα χρήματα που ήδη έχει αντλήσει πληρώνει σημαντικά επιτόκια, μεσοσταθμικά πάνω από 4% και συνεπώς το να τα έχει ανενεργά, ενόψει των μελλοντικών εξόδων στις αγορές, έχει ένα κόστος που το πληρώνουμε όλοι εμείς. γ) Για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών της κυβέρνησης, που υποτάχθηκε στους δανειστές και το παίζει “δύσκολη” στην πιστωτική γραμμή για να ισχυρίζεται στα λόγια ότι έχουμε “καθαρή έξοδο” από τα μνημόνια, υποχρεώθηκαν όλοι οι οργανισμοί του δημοσίου να καταθέσουν τα διαθέσιμά τους στην ΤτΕ. Αποτελέσματα σημαντική μείωση των καταθέσεων στις εμπορικές τράπεζες άρα μηδενικές, στις παρούσες συνθήκες δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας και φυσικά αδυναμία των δημόσιων οργανισμών να υλοποιήσουν τον όποιο σχεδιασμό τους με την απαιτούμενη ελευθερία.
Δεν αναλάβαμε δεσμεύσεις εκτός τα πλεονάσματα
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μοναδική της δέσμευση είναι τα πλεονάσματα τα οποία τα προσδιορίζει μέχρι το 2022, “ευτελίζει” τις δεσμεύσεις ως προς τις μεταρρυθμίσεις και καταλήγει “πουθενά δεν υπάρχει δέσμευση για εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα. Πράγμα που με απλά λόγια σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει μονάχα μία ισχυρή δημοσιονομική δέσμευση, αυτή του 3,5%. Τα μέσα για την επίτευξη των στόχων αποτελούν πλέον επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης.”
Αποκρύπτουν ότι α) η δέσμευση για τα πλεονάσματα φτάνει μέχρι το 2060 (2,2% ετησίως μετά το 2022), β) έχουν ήδη νομοθετήσει μέτρα που θα εφαρμοστούν στην πορεία σε συγκεκριμένες ημερομηνίες (μείωση συντάξεων, μείωση αφορολόγητου) και αυτόματους ρυθμιστές (κόφτης δαπανών) όταν υπάρχει απόκλιση μεταξύ στόχου πλεονάσματος και επίτευξης. Το ποια μέτρα θα επιλεγούν, που ισχυρίζονται ότι αποτελούν επιλογή της κυβέρνησης, είναι γνωστά. Όπως είναι γνωστά τα μέτρα που οι ίδιοι εισηγούνταν όλα αυτά τα χρόνια και ποιους έπλητταν. Ο ίδιος ο Τσακαλώτος έχει ομολογήσει ότι “συνειδητά υπερφορολογήσαμε….” γ) η επίτευξη τέτοιων πλεονασμάτων και για τόσο χρονικό διάστημα δεν έχει επιτευχθεί στην παγκόσμια ιστορία… και όπως ισχυρίζεται κάθε σοβαρός αναλυτής η επίτευξή τους σημαίνει πολύ χαμηλούς ρυθμούς αν όχι μηδενικούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Προαναφέραμε ήδη την εκτίμηση της Κομισιόν για 1% από το 2023.
Τι δεν είπε η κυβέρνηση
- Ότι “ξέχασαν” όλοι στη συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους την πρόταση της Γαλλίας, για σύνδεση της αποπληρωμής του με την πορεία μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Μπορεί να μην έλυνε το πρόβλημα ουσιαστικά (διαγραφή) αλλά τουλάχιστον δημιουργούσε προϋποθέσεις για κάποια ανάπτυξη.
- Τη μετατροπή των επιτοκίων των δανείων των μνημονίων (πλην ΔΝΤ) από κυμαινόμενα σε σταθερά. Και αυτή η πρόταση που συζητιόταν επί ένα και πλέον χρόνο “ξεχάστηκε”.
- Το ΔΝΤ δεν συμφωνεί με τα μέτρα και κρίνει ότι με τη μεταφορά των δόσεων το μετά το 2033 εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους μέχρι τότε αλλά μετά δεν το θεωρεί βιώσιμο. Αντίστοιχη είναι και η εκτίμηση της ΕΚΤ. Και οι δύο θα συντάξουν εκθέσεις βιωσιμότητας για να καθορίσουν τη στάση τους.
- Οι αγορές κάθε άλλο παρά εκτίμησαν θετικά την απόφαση για το χρέος. Τα επιτόκια συνεχίζουν να κινούνται στα ίδια επίπεδα όπως και πριν και παράλληλα επενδυτές και αναλυτές διαπιστώνουν εγγενή αδυναμία στην οικονομία για ανάπτυξη, καθώς δεν θα υπάρχουν πόροι αφού όλα θα πηγαίνουν για τα επόμενα 42 στα πλεονάσματα για τη μείωση του χρέους.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τη διαχείριση του θέματος δημόσιο χρέος έβαλε ταφόπλακα στη διαγραφή του, οδηγεί τη χώρα και το λαό σε μακροχρόνια, τουλάχιστον μέχρι το 2060, φτώχεια, υπονομεύει το μέλλον της χώρας και των επόμενων γενεών και αρκείται, για επικοινωνιακούς λόγους, σε non paper και φιέστες με γραβάτες αρκεί να παρατείνει την παραμονή της στην “καρέκλα” έστω και για λίγο…