Μέρος Ε΄
Δείτε τα προηγούμενα (Μέρος Α’, Β’, Γ’, Δ’)
Γράφοντας εκτενώς για τον Αλέξη Πάρνη το μόνο που καταφέρνω είναι να επισημάνω κάποια –χαρακτηριστικά, αλλά λιγοστά, ομολογώ- από τα στοιχεία που αφορούν την προσωπικότητά του, την προσωπική του πορεία, τις περιπέτειές του και το πλούσιο και πολύμορφο έργο του που συνδέεται άρρηκτα με όλα αυτά, από τα νιάτα του μέχρι τα 92 του σήμερα. Δεν είμαι σίγουρος ούτε για το ποσοστό επιτυχίας στην αξιολόγηση των στοιχείων που επιλέγω ούτε ξέρω πόσα σημαντικά ψηφία μου διαφεύγουν απ’ αυτό το ασυνήθιστο ψηφιδωτό. Σίγουρος είμαι μόνο για το ό,τι πρόκειται για μια σημαντική φυσιογνωμία των γραμμάτων, που μεταφέρει τις εμπειρίες από ένα τεθλασμένο παρελθόν με πολύ ζωντανό τρόπο, χωρίς να δεσμεύεται από το χρόνο και το περιβάλλον που καταγράφει, παρά μόνο στιγμιαία, έχοντας εξ αρχής μια σαφή κατεύθυνση, ένα προσανατολισμό. Αυτό που ο ίδιος ονομάζει «αποστολή».
«[Είχα αυτή την αίσθηση, της αποστολής] από το Δημοκρατικό Στρατό. Κι ως τα τώρα την έχω. Πάντα προέχει αυτό το πράγμα. Κι αυτό με έσωσε γιατί μου γεμίζει την ψυχή. Και γι’ αυτό και μ’ αρέσει να είμαι λιτοδίαιτος. Γι αυτό και δεν μου είναι δύσκολο τώρα. Αυτά που περνάνε όλοι με την κρίση, εγώ τα πέρασα πριν από πενήντα χρόνια. Γιατί ερχόταν το ένα πίσω από τα’ άλλο. Αυτό που θα διαβάσεις δεν είναι περιουσία; Αυτό δεν είναι πλούτος; Πρέπει η περιουσία να είναι πολυκατοικία; Δεν μπορεί να είναι η “Οδύσσεια των Διδύμων”; Δεν μπορεί να είναι “Ο άλλος Εμφύλιος”; Το είχα αυτό και επίσης είχα παραδείγματα τεράστια.»
Αναμφίβολα αυτό που σημαδεύει τον Αλέξη Πάρνη είναι η συμμετοχή του στους σκληρούς αγώνες της δεκαετίας του 1940 και τα παρεπόμενά τους: αντάρτης πόλεων με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, τραυματίας φυγάς στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία, πολεμικός ανταποκριτής στο Γράμμο και το Βίτσι, πολιτικός εξόριστος στην Τασκένδη, φοιτητής, συγγραφέας και διαγραμμένος από το ΚΚΕ στη Μόσχα. Αυτά, όμως, που τον ξεχωρίζουν από άλλους αγωνιστές είναι η ανάπτυξη και ανάδειξη του συγγραφικού του ταλέντου στη μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση, η αιχμηρή -έως και μονοδιάστατη- κριτική του στο σοβιετικό καθεστώς, η αταλάντευτη αφοσίωσή του -με ρήξη και ρίσκο- στον Νίκο Ζαχαριάδη μετά την καθαίρεση και τον εκτοπισμό του, η εξύμνηση των αγώνων των ανθρώπων που επιτελούν «ηθικούς άθλους» και, τέλος, η εις τριπλούν εν Ελλάδι επανεκκίνηση της ζωής του μετά την αναγνώριση, τα βραβεία και τις αντίστοιχες –μη αμελητέες- οικονομικές απολαβές, που καταλήγουν σε ένα νέο κύμα δημιουργίας το οποίο κορυφώνεται και εξωτερικεύεται κατά την τελευταία επταετία, δηλαδή από τα 85 του χρόνια, με τέσσερα βιβλία (συνυπολογίζοντας κι αυτό που είναι υπό έκδοση), τα οποία αθροιστικά υπερβαίνουν τις διόμισι χιλιάδες σελίδες!
Επιστροφή στην πατρίδα
Η επιστροφή του Πάρνη στην Ελλάδα έγινε με καλούς οιωνούς. Τα θεατρικά του έργα ανεβαίνουν στις μεγάλες θεατρικές σκηνές και ερμηνεύονται από δημοφιλείς καλλιτέχνες. Από το 1966 εμφανίζει τα βιβλία που τον καθιερώνουν σαν πεζογράφο. Η μεταφορά του θεατρικού του έργου «Το Νησί της Αφροδίτης» στο σινεμά με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού, το ανέβασμα έργων του και η έκδοση βιβλίων του στο εξωτερικό, μαζί με την εξαιρετικά πετυχημένη –αλλά σύντομη- σταδιοδρομία του ως σεναριογράφου τηλεοπτικών σειρών (με κορυφαίο το έργο του «Στο φως του Αυγερινού») στην ΕΡΤ, σφραγίζουν την πρώτη φάση της νέα του ζωής στην πατρίδα.
Στη δεύτερη φάση, όλα αυτά κλείνουν σαν μαγική εικόνα. Η επιτυχία δεν διαπερνάει τους μηχανισμούς. Και ο ίδιος δεν διεκδικεί πόστα σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που διορίζονται διευθυντές σε κρατικούς οργανισμούς. «Ούτε βουλευτής ήθελα να γίνω, ούτε να πάρω επιχορήγηση, ούτε να διοριστώ σε κάποια θέση», λέει. «Αποστολή μου δεν ήταν να πάρω ένα πόστο. Αποστολή μου ήταν να κάνω αυτό που μου είπε ο Ζαχαριάδης. Κάνε ό,τι θέλεις, μην ξεχάσεις, όμως, μόνο ένα. Θα κριθείς από το έργο σου. Άρα, γράφε. Κι από κει και πέρα κάνε ό,τι θέλεις. Απ’ αυτό θα κριθείς. Και είχε δίκιο. Φέρε μου ένα καρότσι λίρες και βάλε με να κάτσω επάνω. Δεν θα δώσω καμία σημασία. Θα πω, τι σελίδα θα γράψω αύριο; Γιατί αυτό είναι που μετράει.»
Με αυτό το σκεπτικό, ο Αλέξης Πάρνης, για να ζήσει με ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, μετά από τόσες επιτυχίες, γίνεται πλασιέ και γυρνάει όλη την Ελλάδα σαν πωλητής του Linguaphone με ένα μικρό αυτοκίνητο γεμάτο βιβλία και κασέτες μιας μεθόδου εκμάθησης ξένων γλωσσών που ήταν τότε της μόδας. Τα συνεχή ταξίδια, του δίνουν την ευκαιρία να σκέφτεται άνετα και να συνθέτει νοερά το επόμενο έργο του επισκεπτόμενος τόπους άγνωστους, αλλά και τόπους που συνδέονται με τις ιστορίες και τις εμπειρίες που δεν έχουν φύγει ποτέ μέσα από το μυαλό του. Η σύνταξη που του δίνεται, με βάση το θεσμό των καλλιτεχνικών συντάξεων, το 1991, σε ηλικία περίπου 67 ετών, δεν είναι μεγάλη, αλλά του φτάνει για να αφιερωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή του συσσωρευμένου υλικού από ιδέες και σενάρια, αλλά και ντοκουμέντα που συγκεντρώνει μελετώντας βιβλία και ψάχνοντας στις βιβλιοθήκες και τα αρχεία. Σε ένα μικρό, αλλά βολικό σπίτι, με κήπο και θέα, μακριά από το θόρυβο και την κίνηση, όπου μπορεί να δουλεύει χωρίς παρεμβολές, καταστρώνει και βάζει σε εφαρμογή τα σχέδιά του.
Μπαράζ δημιουργίας
Συνταξιούχος πλέον, αρχίζει να γράφει τη μεγάλη «περιπέτεια» του νέου Ελληνισμού με τη μορφή μυθιστορήματος, που στην εξέλιξή της αποκρυσταλλώνεται σε μία ογκώδη τριλογία. Για το πρώτο βιβλίο, την «Οδύσσεια των Διδύμων», που κυκλοφορεί το 2009, θα χρειαστούν περίπου 15 χρόνια, μέσα στα οποία διαμορφώνονται σιγά σιγά και τα άλλα δύο, «Ο άλλος Εμφύλιος» και «Τα όσια και τα ιερά», που θα εκδοθεί φέτος. Εντωμεταξύ, με βάση τις επιστολές που λάμβανε από τον Νίκο Ζαχαριάδη, γράφει το βιβλίο «Γεια χαρά-Νίκος», χωρίς τη λογοτεχνική διάσταση των άλλων, αλλά με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά και πολλές πληροφορίες που συνθέτουν το περιβάλλον και φωτίζουν αρκετά πρόσωπα που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτό το άφθονο για ανάγνωση και σκέψη υλικό, συμπληρώνεται από μία συλλογή ντοκουμέντων, εγγράφων, επιστολών, αφισών, εξωφύλλων, φωτογραφιών, δημοσιευμάτων, άρθρων, ποιημάτων και αναλύσεων από τη Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα, σχετικά με το έργο του Αλέξη Πάρνη, που είναι ακόμα ανέκδοτη.
Όλα αυτά τα χρόνια έζησε όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Ελάχιστοι άνθρωποι γνώριζαν την ύπαρξή του. Αφοσιωμένος στη μελέτη και στο γράψιμο, απέφυγε συνειδητά τη φθορά του έξω κόσμου. Έχοντας το μυαλό του γεμάτο από σκέψεις, εικόνες και εμπειρίες, το μόνο που ήθελε ήταν να προλάβει το χρόνο.
«Ο Μπελογιάννης, 36 χρονώ τουφεκίστηκε. Όταν εγώ είμαι 90 χρονώ και ζω και βασιλεύω. Είναι άδικο», μονολογεί. «Ο θεός κάπως με ευνόησε σκανδαλωδώς. Κι εγώ πρέπει να το ανταποδώσω, γιατί δεν μπορώ να το ανεχθώ αυτό το πράγμα. Έπρεπε κι εγώ να είχα πεθάνει προ πολλού. Δεκεμβριανά, Γράμμος, Σοβιετική Ένωση, τι στο διάολο; Μπας και υπάρχει θεός και ήθελε να γράψω αυτά τα έργα; Πάντως είναι σκανδαλιστικό. Τώρα τα λέω αυτά γιατί είμαι 90 χρονώ και δεν με ενδιαφέρει εάν θα πεθάνω αύριο το πρωί. Έχω τελειώσει το έργο μου, δεν με πειράζει. Στο κάτω-κάτω τι λέει ο μαρξισμός-λενινισμός, η θεωρία του. Η ύλη δεν καταστρέφεται. Εναλλάσσεται. Είμαστε μια εναλλασσόμενη ύλη. Αυτό που είπε ο Σωκράτης στο τέλος της απολογίας του ήταν καταπληκτικό. Λέει στους δικαστές και τώρα ας τελειώνουμε, εσείς πηγαίνετε στη ζωή κι εγώ στο θάνατο. Αλλά μόνο ο θεός ξέρει πού είναι καλύτερα…»
Σήμερα, στα 92 του, κατεβαίνει με το λεωφορείο (το μηχανάκι του σκουριάζει αποστρατευμένο στο προαύλιο της αγροικίας του) από τα Γλυκά Νερά (Κάντζα), πηγαίνει στην Εθνική Βιβλιοθήκη και στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, διαβάζει, σημειώνει και επιστρέφει στο «αμπρί» για να συνεχίσει το γράψιμο. Αποφεύγει τις συνεντεύξεις και αρνείται να συμμετάσχει σε παρουσιάσεις του έργου του. Πήγε μόνο στην εκδήλωση για την παρουσίαση δύο τόμων με κείμενα του Ζαχαριάδη και δεν αρνήθηκε να δεχτεί το διεθνές βραβείο «Γιούγκρα» που του απονεμήθηκε στη Ρώσικη Πρεσβεία, τον Ιούλιο του 2014, για τη συνολική προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία. Δικαιολογεί τις αρνήσεις του λέγοντας «είμαι χορτασμένος από δόξα».
Κι εμείς νιώθουμε τυχεροί που τον γνωρίσαμε από κοντά…
ΤΕΛΟΣ
Στέλιος Ελληνιάδης
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Μπελογιάννης (Επικό ποίημα [ελληνικά, ρωσικά, κινεζικά])
Ποίηση, Λυρικά
Το νησί της Αφροδίτης (Θεατρικό έργο [ελληνικά, ρωσικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τσεχικά])
ΡΩΣΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ (Μυθιστορήματα)
Ο Διορθωτής (ελληνικά, αγγλικά, ρωσικά)
Λεωφόρος Πάστερνακ (ελληνικά, ρωσικά)
Μια Πράγα στον καθένα (ελληνικά, ρωσικά)
Γεια χαρά-Νίκος (Μνήμες από τη Σοβιετική Ένωση και τον Νίκο Ζαχαριάδη)
Κινηματίας (Μυθιστόρημα)
Ο Μαφιόζος (Μυθιστόρημα [ελληνικά, ρωσικά])
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ (Μυθιστορήματα)
Η Οδύσσεια των Διδύμων
Ο άλλος Εμφύλιος
Τα όσια και τα ιερά
Φτερά Ικάρου (Θεατρικό έργο [ελληνικά, ρωσικά])
Λευκή κηλίδα (Θεατρικό έργο)
Ανοιχτός λογαριασμός (Θεατρικό έργο)
Λεωφόρος Πάστερνακ (Θεατρικό έργο [ελληνικά, αγγλικά, ρωσικά])
Ο Μαφιόζος (Θεατρικό έργο, Κωμωδία)
Συνεστίαση (Θεατρικό έργο, Κωμωδία)
Η όπερα της μπανάνας (Μουσική Κωμωδία)
Ο νεκροθάφτης τον Κρεμλίνου και άλλες νουβέλες (ελληνικά, ρωσικά)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Ανθολογία Ρωσικής Ποίησης (από τον Πούσκιν μέχρι σήμερα)
Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, Μαγιακόφσκι
(Όλα τα τελευταία έργα του κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη)
Στο αμπάρι για την ξενιτιά
Εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Ήταν τόσο αποπνιχτική η ατμόσφαιρα κάτω στο πελώριο αμπάρι με τις προχειροφτιαγμένες ξύλινες κουκέτες, που ήταν γεμάτες απ’ το ανταριασμένο, άγρυπνο πλήθος. Είχαν φύγει απ’ το Δυρράχιο της Αλβανίας, κι αφού έκαναν μια μεγάλη παραπλανητική γύρα στη Μεσόγειο, κρυμμένοι πάντα στα έγκατα του πλοίου, έβαλαν πλώρη για τη Μαύρη Θάλασσα. Το ταξίδι ήταν μια αυστηρώς απόρρητη επιχείρηση. Αυτό πολλαπλασίαζε τη μυστηριακή του γοητεία, αλλά και την ταλαιπωρία. Μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος, μπορούσαν να βγουν στο κατάστρωμα για ν’ ανασάνουν καθαρό αέρα και να χρησιμοποιήσουν τα πρόχειρα σανιδένια αραδιαστά «αναγκαία», που είχε φτιάξει το πλήρωμα στις άκρες της κουπαστής. Όμως, οι επιβάτες, που ’χαν ξεχάσει τόσα χρόνια στα βουνά τι σημαίνει κλεισούρα, πνίγονταν. Όσοι είχαν αποθέματα υπομονής έπαιζαν τάβλι και ντάμα ή το εκλεκτικό σκάκι, που ταιριάζει πιο πολύ στους αγωνιστές. Μερικοί άλλοι, ωστόσο, πάθαιναν αμόκ. Άρχιζαν ξαφνικά, σαν να τους βάρεσε «πολεμίτιδα», άγριους μαξιλαροπόλεμους, που γίνονταν αληθινοί καβγάδες. Όλα αυτά ήταν, ουσιαστικά, η αντίδραση στην πίκρα του άδικου ξενιτεμού. Μεγάλος καημός να χάνεις τη γη που υπηρέτησες με τόση αυταπάρνηση! Ν’ αποχαιρετάς τις έμψυχες κι άψυχες ρίζες της, όλα τα θαυμαστά κι αγαπημένα, που θα τα ’βλεπες από αύριο μόνο στα όνειρα, τα σύντομα και θλιμμένα σαν το επισκεπτήριο σε μια φυλακή…
Κάποια νύχτα του επίπονου ταξιδιού, είχε ονειρευτεί πως πήγε στο σπίτι τους εκεί στον Παγασητικό. Βρήκε τη μητέρα και τη μικρή του αδερφή να κοιμούνται πλάι πλάι στο μεγάλο φαμελίτικο κρεβάτι.
«Ήρθες, Γιάννη μου;» ρώτησε ψιθυριστά η μάνα, που λαφροκοιμόταν προσμένοντας τον ερχομό του.
«Ναι», είπε αυτός σκύβοντας να την φιλήσει κι ύστερα του φάνηκε ότι τα σκεπάσματα ήταν φτενά. «Δεν κρυώνεις;» την ρώτησε.
«Εγώ όχι!» του απάντησε πνίγοντας έναν ξαφνικό λυγμό. «Όμως, η ψυχή μου έχει παγώσει ολότελα εκεί στον ομαδικό τάφο της ήττας, όπου είναι θαμμένη, αγόρι μου».
Εκείνο το όνειρο με τον τρομερό συμβολισμό του «ομαδικού τάφου της ήττας» αιμορραγούσε ακόμα μέσα του σαν ανοιχτή πληγή, ιδιαίτερα όταν αντίκριζε τον ήλιο να βασιλεύει και να χάνεται στο μελαγχολικό ορίζοντα της ξενιτιάς.
Καλή αντάμωση, πατρίδα!
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οδύσσεια των Διδύμων», εκδ. Καστανιώτη, 2009)
Το φίλντισι…
«Είχα γυρίσει στην Ελλάδα αποφασισμένος να μην αφήσω να πάνε χαμένες οι εμπειρίες που απόκτησα παρατηρώντας (και υπηρετώντας ανάλογα με τις δυνάμεις μου) ένα μεγάλο πανανθρώπινο κίνημα για μια καινούργια δικαιότερη κοινωνία. Η Ελλάδα παρά τη μικρή της έκταση και τον ολιγάριθμο πληθυσμό, είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το κίνημα, ιδιαίτερα στον πόλεμο και μετά απ’ αυτόν. Φτάνει να θυμηθούμε ότι ήταν η Τρίτη χώρα, μετά την Κίνα και την Ισπανία, πού ‘φτασε ως την ένοπλη εξέγερση, τη δημιουργία ισχυρού επαναστατικού στρατού, το σχηματισμό δημοκρατικής κυβέρνησης, την εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές και τη μετωπική αντιπαράθεση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; -θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί ο αναγνώστης, κάπως απαισιόδοξα, -και με το δίκιο του. Προσπάθησα να δώσω την απάντηση με ένα ποίημα μου, το «Νεκροταφείο Ελεφάντων», που τελειώνει με τους παρακάτω στίχους:
Τώρα τους σκέπει η σιωπή…
Στου χτες τα κοιμητήρια
περιδιαβαίνω σιωπηλός,
νοσταλγικός διαβάτης.
Τόσα μυαλά, τόσες καρδιές
και τόσα μεγαθήρια
γίναν στη χούφτα του καιρού
μια χούφτα κρύας στάχτης.
Άφθαρτοι μείναν μοναχά
οι λαμπεροί χαυλιόδοντες,
Σωροί βουνά από φίλντισι
ολύμπια και αιώνια.
Και τα δονούν οι άνεμοι
όλης της ανθρωπότητας
Και τραγουδάν τον ύμνο της
σα θεϊκά αρμόνια.
Το νόημα είναι φανερό: δεν πρέπει να κρίνουμε τις εποχές, τις κοινωνίες, τους αγώνες, τους ήρωες απ’ τα φθαρτά τους εφήμερα στοιχεία (τις σάρκες, τη χολή, τις εκκρίσεις, τα ταπεινά ευτελή πάθη), αλλά με το πολύτιμο φίλντισι, δηλαδή τις αιώνιες αξίες που άφησαν πίσω τους φεύγοντας από τη ζωή…»
(Απόσπασμα από το κείμενο του Αλέξη Πάρνη «Η ομηρική συγγένεια των ποιητών»)