Το πρώτο συμπέρασμα από τις γαλλικές εκλογές είναι η επιβεβαίωση της μεγάλης κρίσης έως και χρεωκοπίας των παραδοσιακών πολιτικών και κομματικών συστημάτων στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.

Το είδαμε στις ΗΠΑ με την επικράτηση του Τραμπ και την υποχώρηση τόσο του Δημοκρατικού κατεστημένου όσο και των πιο παραδοσιακών και mainstream όψεων των Ρεπουμπλικάνων. To είδαμε στη Βρετανία με την επικράτηση του Brexit to 2016 και την παράλληλη ήττα της ηγεσίας των Συντηρητικών αλλά και της ηγεσίας των Εργατικών, χάρη στη λαθεμένη στρατηγική του Κόρμπυν. Το βλέπουμε τώρα για τρίτη φορά στις προεδρικές της Γαλλίας, όπου ο παραδοσιακός δεξιός χώρος καταγράφηκε αρκετά χαμηλά (λίγο πάνω από το 19%), ενώ ο επίσημος σοσιαλιστής υποψήφιος, και άνθρωπος του προέδρου Ολάντ, Αμόν καταποντίστηκε.

Ταυτόχρονα, ένα αντιπολιτευτικό προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποκηρυγμένο από τη γαλλική μιντιακή δημόσια σφαίρα, τα βασικά πολιτικά κόμματα και τη διανόηση λαϊκοδεξιό σχήμα, όπως αυτό της Λεπέν, «αποκαθαίρεται» από το μισοφασιστικό παρελθόν του και καταγράφεται αρκετά ψηλά στη δεύτερη θέση, ενώ η υποψηφιότητα Μελανσόν, με δεδομένο το στίγμα της στα αριστερά των Σοσιαλιστών, πήγε εξαιρετικά καλά. Το ότι η Λεπέν δεν «σάρωσε» δεν ανατρέπει την έντονη και πολύμορφη «αντισυστημικότητα» της γαλλικής ψήφου.

 

Το διακύβευμα του δεύτερου γύρου στην Γαλλία

Η κυρίαρχη σε όλη την Ευρώπη άποψη, όπως αυτή διαδίδεται και αναπαράγεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, είναι ότι εδώ έχουμε μια κλασσική αντιπαράθεση Ακροδεξιάς και αστικής δημοκρατίας, Ακροδεξιάς και Κέντρου. Το συμπέρασμα είναι πολιτικά διαυγές. Αν είσαι με τη Δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ψηφίζεις Μακρόν. Πολύ διαφορετικές και ανταγωνιστικές δυνάμεις, φαινομενικά πάντοτε, όπως ο Φιγιόν και το Γαλλικό ΚΚ στη Γαλλία, όπως ο Κυριάκος και ο Αλέξης στην Ελλάδα, όπως όλοι οι βασικοί εκφραστές των φιλο-Ε.Ε. κυβερνητικών ή δυνάμει κυβερνητικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, τονίζουν αυτήν τη διάσταση και στηρίζουν τον Μακρόν: E.E.-Δημοκρατία ή εθνικολαϊκισμός-απομόνωση-κρατισμός-πιθανόν ακροδεξιά εκτροπή.

Όποιος δεν παίρνει θέση υπέρ του Μακρόν, από μια ριζοσπαστική αριστερή τοποθέτηση, όπως άριστα αρνήθηκε να κάνει ο Μελανσόν μετά τον πρώτο γύρο, τοποθετείται από τους «φιλελεύθερους» μαζί με το γνωστό «τι Παπάγος τι Πλαστήρας» (κάπως έτσι έθεσε το ζήτημα η «Εφημερίδα των Συντακτών» την Τρίτη 25/4) ή μοιάζει να είναι κάτι σαν την θεωρία του «σοσιαλφασισμού», που υποστήριζε το ΚΚ Γερμανίας πριν από την επικράτηση του Χίτλερ. Είναι δηλαδή ένα πολιτικό απολίθωμα, τυφλό προς τον «ακροδεξιό κίνδυνο» που επελαύνει ή ένας ακραίος «λαϊκιστής», οπαδός των «δύο άκρων».

Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Δεν είναι καθόλου έτσι και το όλο δίλημμα είναι δόλιο και προσχηματικό. Πρώτον, διότι ο Μακρόν δεν έχει καμία ουσιαστική σχέση με την αστική δημοκρατία και ιδίως με την παλιότερη εκδοχή της, η οποία ενείχε για δεκαετίες κάποια κοινωνική διάσταση, κάποιον ταξικό και κοινωνικό συμβιβασμό. Είναι ο πρώην τραπεζίτης και πρώην υπουργός του Ολάντ, ο οποίος πετσόκοψε τα εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα με τον νόμο, που προκάλεσε το 2016 μια κοινωνική εξέγερση. Είναι, ουσιαστικά, ένας ακραίος φιλελεύθερος και νεοφιλελεύθερος πολιτικός της μεταδημοκρατίας, της καταστροφής του κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος και της βίαιης καπιταλιστικής επίθεσης στα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Είναι ένας από τους κορυφαίους υποστηρικτές της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της «γερμανικής Ευρώπης», γι’ αυτό και εισέπραξε την δήλωση υποστήριξης του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (δεν θυμάμαι να το έχει ξανακάνει για κανέναν ευρωπαίο υποψήφιο πουθενά). Είναι ένας ωμός εκφραστής της λογικής ότι πέρα από τις επιλογές του χρηματιστικού κεφαλαίου διεθνώς δεν υπάρχει καμία πολιτική εναλλακτική λύση.

Από την άλλη πλευρά, η υποψηφιότητα της Λεπέν δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με την παλιότερη φασίζουσα υποψηφιότητα του πατέρα της. Το Εθνικό Μέτωπο, όπως έχει αναδιαρθρωθεί πολιτικά τα τελευταία χρόνια, είναι ένας σχηματισμός με λαϊκοδεξιά, εθνικιστικά, κρατιστικά και ορισμένα, εν μέρει συμβατά με τον σύγχρονο κοινοβουλευτισμό, ακροδεξιά χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι ένα φασιστικό ή μισοφασιστικό κόμμα. Η ιδεολογία του «πανφασισμού», σύμφωνα με την οποία κάθε μη «αντιρατσιστής» ή μη «πολιτικά ορθός» ή «μη δικαιωματικός» με την τρέχουσα έννοια ή «λαϊκοδεξιός» καταγράφεται συλλήβδην ως δυνάμει φασίστας, η οποία κυριαρχεί ταυτόχρονα στο νεοφιλελεύθερο Κέντρο ή Κεντροδεξιά, αλλά και στην φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, στον φιλελεύθερο μετακομμουνισμό, στον φιλελεύθερο μετατροτσκισμό και στον επίσης φιλελεύθερο μετααναρχισμό, είναι μια λανθασμένη τοποθέτηση, η οποία αποφεύγει την «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης».

Η Λεπέν, αν πρέπει να ενταχθεί κάπου από την σκοπιά της ιστορίας των πολιτικών ιδεών και του επίσημου λόγου της, είναι μια σύγχρονη γκωλλίστρια με την παραδοσιακή έννοια, με μια ισχυρή ακροδεξιά φωτοσκίαση. Όπως, και γενικότερα ο παραδοσιακός γκωλλισμός, αναφέρεται στην προτεραιότητα του «λαού» και του «κράτους-έθνους», στην «δημοκρατία» (republic) που ενοποιεί αυτόν τον λαό και στην αποφυγή του φιλελεύθερου ή του ταξικού/μαρξιστικού κερματισμού του «λαού». Στις παρούσες συνθήκες, αυτή η ιδεολογία στρέφεται αναγκαστικά κατά της υπό γερμανική ηγεμονία ενοποίησης, χωρίς, όμως, και να προτείνει σαφώς την διάλυση της Ε.Ε., που είναι αποκούμπι στις δύσκολες στιγμές όλων των αστικών τάξεων. Επίσης, ο παραδοσιακός γκωλλισμός είναι μια αντιφατική ιδεολογία, καθώς δεν αμφισβητεί μεν την αστική δημοκρατία κατ’ αρχάς, και υπερασπίζεται έντονα την αντιναζιστική αντίσταση, αλλά διατηρεί σημαντική επαφή με την παράδοση του Βισύ, με την παραδοσιοκρατία-πατριαρχία, με τον σωβινισμό και με όψεις της κρατικής συμμοριοποίησης και του παλιού γαλλικού παρακράτους. Η επιτυχία του λεπενικού πόλου, κατά την άποψή μας, οφείλεται στην ιστορική αναπηρία και κρίση στρατηγικής της μη σοσιαλδημοκρατικής ή κομμουνιστογενούς Αριστεράς στις χώρες της Ε.Ε., η οποία αδυνατεί να συναρθρώσει το ταξικό/κοινωνικό ζήτημα κατά του καπιταλισμού με το ζήτημα της ανατροπής του γερμανικού ιμπεριαλισμού, της ανάσχεσης του ίδιου του γαλλικού ιμπεριαλισμού (που πίνει το αίμα όλης της Αφρικής με τις σταθερές στρατιωτικές επεμβάσεις του) και της δημοκρατικά φορτισμένης εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας όλων των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών, μικρών ή μεγάλων.

Η οποία «εθνική ανεξαρτησία» δεν είναι «χωράφι» του κάθε αστισμού, αλλά βγαίνει από την μήτρα της αντιφασιστικής λαϊκής αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της εθνικολαϊκής ηγεμονίας της μισθωτής εργασίας πάνω στην λαϊκή–εθνική κοινότητα, όπως υποστήριζε εύστοχα ο Αντόνιο Γκράμσι στην εποχή του. Ο Μελανσόν έχει κάνει πολύ σωστά βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση, συνδυάζοντας την κόκκινη με την εθνική γαλλική σημαία και αγνοώντας τις υποβολιμαίες κριτικές ορισμένων «αντιεθνικών – αντιρατσιστικών» υποτιθέμενα ομαδοποιήσεων διεθνώς. Η αναγκαία υπεράσπιση των δικαιωμάτων δεν μπορεί να οδηγεί σε μια «κατακερματισμένη» φυλετική κοινωνία και σε έναν κοσμοπολιτισμό που μαζί «με τα σύνορα» καταργεί και αυτήν την εκφυλισμένη πια αστική δημοκρατία ή τα υπολείμματά της. Χωρίς το δημοκρατικό έθνος-κράτος, δεν υπάρχει βιώσιμη δημοκρατία, ούτε αστική ούτε σοσιαλιστική. Ο «μεταμοντέρνος αντιλεπενισμός» είναι τόσο επικίνδυνος όσο και ο «μεταμοντέρνος γκωλλισμός» της Μαρί Λεπέν.

 

Κλείνοντας…

Πράγματι, ανάμεσα στην «νεοφιλελεύθερη-κοσμοπολίτικη Ακροδεξιά» του Μακρόν και την «εθνική Ακροδεξιά» της Μαρί Λεπέν, δεν μπορεί να υπάρξει καμία γνήσια επιλογή για όποιον Γάλλο πολίτη ή πολιτική δύναμη ενδιαφέρεται για μια ριζοσπαστική κοινωνική εξέλιξη στην Γαλλία και στην Ευρώπη. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί παρά να έχει αντι-ευρώ, αντι-Ε.Ε., αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Τελικά, οι απανταχού «φιλελεύθεροι» έχουν στο σημείο αυτό δίκιο: εδώ και μόνον εδώ, ισχύει ακριβώς και αναγκαστικά το «τι μπρόκολα, τι λάχανα».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!