Το σημερινό εράνισμα από το περιοδικό Ανταίος δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος της δεύτερης περιόδου, τον Ιανουάριο του 1948.
Πρόκειται για το σημείωμα της έκδοσης και, παρότι δεν αναφέρεται, συγγραφέας του πρέπει να είναι ο Δ. Μπάτσης, που ήταν ο διευθυντής του περιοδικού. Το κείμενο «αφιερώνεται» σε όσους διακινούν την ανιστόρητη θεωρία ότι η ήττα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ οφείλεται στην «ιδιαίτερη εμμονή» στην «εθνική διάσταση του αγώνα» και στην «πατριωτική υπερεπένδυση» αγνοώντας την «ταξική διάσταση των πλησιαζόντων γεγονότων».
«Η μελέτη για το βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού, για τις συνθήκες δηλαδή της διαβίωσης, της διατροφής, των όρων της εργασίας και του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων κάθε άλλο αποτέλεσε παρά αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής έρευνας από την επίσημη ακαδημαϊκή διανόηση στην Ελλάδα.
»Οι αρμόδιοι θεωρητικοί οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι, στα ανώτερα πνευματικά ιδρύματα του κράτους αγνόησαν ολότελα σχεδόν το βασικό αυτό θέμα στις «επιστημονικές τους ενασχολήσεις».
»Όπως αγνόησαν συστηματικά και κάθε άλλο ζήτημα που είχε θεμελιακή κοινωνική και ιστορική εθνική σημασία για την οικονομική και την πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου. Τα κοινωνικά προβλήματα που η λύση τους δεν ολοκληρώθηκε (αγροτικό λ.χ.), η μορφή ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας, το θέατρο και η γλώσσα του λαού κ.ά., κ.ά. Είναι θέματα που εξετάζονται περιωρισμένα και ασυστηματοποίητα μέσα στην ελληνική βιβλιογραφία. Ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν που επιβεβαιώνουν ακόμα πιο πολύ την παραπάνω διαπίστωση.
»Η επίσημη επιστήμη και άμα καταπιάνεται με τα βασικά αυτά προβλήματα τα περιβάλλει με πέπλο μυστηρίου και τα αντιμετωπίζει μέσα από ένα πλέγμα αντιεπιστημονικών δοξασιών. Έτσι, για το βιωτικό επίπεδο του Έλληνα εργαζόμενου, που από τις ξένες στατιστικές μαθαίνει κανένας πως είναι κατώτερο απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και δεν ξεπερνάει το επίπεδο των αποικιακών χωρών, έβρισκαν την εξήγηση στο «λιτοδίαιτο» του Έλληνα και στη «φυσική» φτώχια των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων του τόπου. Με τη μεταφυσική αυτή τοποθέτηση, απόφυγαν να εξετάσουν επιστημονικά το επίπεδο της διατροφής των εργαζομένων, τη φθίνουσα καμπύλη του πραγματικού μισθού και του λαϊκού εισοδήματος. Από στατιστική άποψη πολύ λίγα επιστημονικά θεμελιωμένα συμπεράσματα βρίσκει κανείς στις οικονομικοκοινωνικές μελέτες που γράφτηκαν στο μεσοπόλεμο.
»Φυσικά, αυτό δεν είναι ένα γεγονός που μπορεί ν’ αποδοθεί σε συμπτωματικούς λόγους, γιατί σήμερα πια η κριτική εργασία των προοδευτικών μελετητών γύρω στα βασικά και κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας, απόδειξε πως οι κυρίαρχες τάξεις και οι επιστημονικοί τους εκπρόσωποι κρατώντας στη σκιά τα ζητήματα αυτά, έκρυβαν από τους εργαζόμενους το πραγματικό μέγεθος της εκμετάλλευσης που τους επέβαλε η ολιγαρχία του πλούτου. Οι από καθέδρας κοινωνιολόγοι, «σοσιαλιστές» και οικονομολόγοι αντί να δίνουν τα επιστημονικά επιχειρήματα για τη διεκδίκηση καλύτερων όρων ζωής από τους εργαζόμενους, περιοριζόταν στην καλύτερη περίπτωση να βυζαντινολογούν γύρω από τις θεωρίες του Cassel, του Schumpeter και του Sombart. Γιατί στη χειρότερη περίπτωση διέστρεφαν τα στοιχεία που πρόσφερε η ίδια η πρακτική πείρα από την οικονομική πραγματικότητα. Δεν τους συγκινούσε το ότι η πτώση του βιωτικού επιπέδου επιδρά σε βάρος της βιολογικής ανάπτυξης και της σωματικής αντοχής του Έλληνα σε σύγκριση με τους άλλους λαούς ενώ τους συγκλόνιζε υστερικά το πρόβλημα της «ατομικής πνευματικής ελευθερίας». Και έτσι συσκότιζαν ακόμα πιο πολύ την κατάσταση. Ό,τι έγινε ως σήμερα στο πεδίο της «κοινωνικής πολιτικής», κατακτήθηκε από τους αγώνες των εργαζομένων και μόνο.(…)
»Χρειάζεται λοιπόν χωρίς βέβαια καμμιά στατιστική υπερλεπτολογία που σημαίνει σχολαστικισμό, να μελετηθούν επιστημονικά τα ζητήματα που αφορούν το βιωτικό επίπεδο του λαού και σύντομα να παρουσιαστούν τα συμπεράσματα.
»Το στένεμα της εσωτερικής αγοράς, η μείωση των εξαγωγών και των εισαγωγών, η νομισματική υποτίμηση έφτασαν σε οξύτητα που προμηνύει σοβαρώτερους ακόμα κινδύνους για την επιβίωση των εργαζομένων».
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης