https://miadomatadenferneitinanoixi.blogspot.com/
Της Τασίας Σταματοπούλου
Κατακαλόκαιρο, κι όποιος επιμένει να σερφάρει, κάθιδρος, μπροστά στη διακεκαυμένη ζώνη του υπολογιστή του, έχει πολλές δροσερές επιλογές… αλλιώτικα μπλογκ, ιντερνετικές αναζητήσεις, πλήθος εκδοχών που δίνουν έναν άλλο τόνο και χρώμα στο τοπίο. Μπορεί να μάθει σκάκι, μπορεί να ενημερωθεί για την τέχνη της φωτογραφίας και πολλά άλλα.
Τα μπλογκ έχουν αυξηθεί, καθώς εδραιώνεται και η άποψη πως είναι πολύ πιο γρήγορα και πιο αξιόπιστα στην ενημέρωση. Τα περισσότερα ενημερώνονται κάθε μέρα, εκφράζουν με φωτό ή άλλα υλικά την αγάπη για τον τόπο τους, μιλούν στον εαυτό τους και στους άλλους μέσω της ποίησης, του ημερολόγιου της καταγραφής συναισθημάτων και καταστάσεων.
Καλή… αναγνωση!
Μια ντομάτα δεν φέρνει την άνοιξη, αλλά βοηθάει στην αντίσταση κατά της αρχής. Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια. Επίσης και τις ντομάτες στο τραπέζι. Γιατί, βεβαίως, η κάθε ντομάτα που σέβεται τον εαυτό της, ποτέ δεν θα επέτρεπε να την κόψουν πριν από την ώρα της, πράσινη, μίζερη και ζαρωμένη, ενώ θα μπορούσε να εμφανιστεί στο κοινό, ώριμη, κατακόκκινη, με το μάγουλο τσίτα και έτοιμη να θυσιαστεί στη μάπα του εκλεκτού.
Η «Αγρικουλτούρα» ζει στην Ήπειρο, κατάγεται από την Κύπρο (που την πονάει) και πιστεύει πως ψέματα λένε: Με τα φιλιά δεν γίνεσαι πριγκίπισσα. Χρειάζονται και τα φράγκα.
Δουλεύει όπως λέει στον κλάδο των κατασκευών και ανάμεσα στις αγαπημένες της ταινίες είναι «Οι πράσινες τηγανητές ντομάτες».
Θέματα και εικόνες από το μπλογκ: της χλωρίδος και της πανίδος, ούτε της χλωρίδος ούτε της πανίδος , της καρδιάς, της Κύπρου, της Παλαιστίνης, του βουνού, του σκυλιού, του σπιτιού, του ταξιδιού από το τελευταίο της πόνημα περι… ντομάτας…
Κατόπιν αυτού ή μάλλον εξαιτίας αυτού κάτι για να κρατάει ο Έλληνας με όλη την αγάπη του μπαξέ μου, γιατί ως γνωστόν… βρες ντομάτα, άρπαχ’ την, κι αν πεινάσεις πέταξ’ την.
Πάρε να ‘χεις, λοιπόν ,Έλληνα, από ντομάτα, τα πάντα όλα…
Κάτι πιο προσωπικό
Η αλήθεια είναι πως εγώ, θέλω να είμαι ένας άνθρωπος της κουλτούρας και του πολιτισμού, πρωτίστως, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα εντελώς σ’ αυτά, διότι έχω ένα ακόμα φοβερό ελάττωμα παιδιόθεν.
Δυσανεξία στην όπερα.
Πράγμα που, πολλάκις, προσπάθησα να το διορθώσω, αλλά κάθε καινούργια φορά, τα ‘κανα πιο σκατά κι από σκατά.
Μικρή όταν ήμουνα άκουγα τη μαμμά να πλένει το πιάτο με το λαδερό και το Ναμπούκο να διασχίζει ιπτάμενο το καθιστικό όπου και υπήρχε το κόκκινο τεπάζ, να τη συναντάει απάνω απ’ το νεροχύτη και να εκτοξεύεται στα κλωνάρια της λεμονιάς μαζί με τη φωνή της.
Μεγαλώνοντας … ε , μού ’πανε και οι άλλοι, που αυτοί ήτανε πιόοοοοο της κουλτούρας, της Αριστεράς και του πολιτισμού, πως δεν πάει άλλο, να μην είμαι κολλημένη, και μίζερη , και εγωίστρια, και τι πα να πει δε σ’ αρέσει, σ’ όλον τον πολιτισμένο κόζμο αρέσει… και φτου σ’ πατόκορφα!
Είδα κι απόειδα, έκανα κι μια συνοπτική αυτοκριτική, μάλλον είμαι μια ελαττωματικιά χυδαία, και δεν μου αρέσει το μεγαλειώδες ωραίον μετά μουσικής, να προσπαθήσω να διορθωθώ αποφάσισα, γιατί όλοι- ολοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια… ειδικά ψωριάρης και αριστερός δε γίνεται, γίνεται;
Πολύ με πίκρανε αυτό το φτου μ’ πατόκορφα, και μπήκα στην άμεση προσαρμογή.
Τη δεύτερη μέρα της αναθεώρησης παύλα προσαρμογής, παρ’ όλο που ήμουνα με το νυχτικό και δεν είχα προλάβει να βάλω την τουαλέττα και την τιάρα, ούρλιαξα τραγουδιστά στο Νίκο, αααααααασεεεεε λεφτάααααααααααα γιά-αα-ααααααααααα τη λαιιιιιιιιιικήι ηι-ηι-ηι η η η στο τραπέεεεεεεζιι.
Είδα το μάτι του που γυάλισε -…καλή μου , και ράγισ’ η ψυχή μου-, κούνησε το κεφάλι -πάει τόχασε τρομάρα της- και με ίσιωσε:
– Κόψε τη μαλακία με το λαρύγγι και τη γαργάρα, γιατί θα πας στη μάννα σου.
Τότε ήταν που πήρα τα λεφτά για τη λαϊκή, σκέφτηκα πως είμαι και πικραμένη και απολίτιστη, έσουρα πίσω μου, το καλάθι της νοικοκυράς και πορεύτηκα προς τους πάγκους του πεπρωμένου μου…
Θες επειδή την έχω την πετριά του πολιτιζμού και της αριστερής κουλτούρας, θες επειδή παρ’ όλο που είμαι ζαβό, κατά βάθος έχω μια ψυχούλα μελένια, θέλησα να γίνω λίγο πιο λαρρρρρρζ ως πολίτις του κόζμου να κάνω πατρίδα μου μια γη χωρίς σύνορα -κατέχω κι ένα οικοπεδάκι να το βάλω στο διεθνή κουμπαρά άραγε; και τότε θυμήθηκα τους φίλους μεγάλης χωρητικότητας μυαλού, αγκαλιάς και κοινοκτημοσύνης που, έτσι και τους μεταφυτέψεις όξω απ’ τη γλάστρα της πόλης τους, θα πεθάνουν μάλλον γονατιστοί… αλλά τους αναμέρισα, με πιλάτεψε και ο Γιώργος απ’ τη Λάπηθο -(κοίτα ονομασία για πόλη μάγκα μου)- παραπάνω από αρκούντως.
Τέλος πάντων, είπα το «ναι» με κάτι μούτρα νάαααααααα, αφού πρώτα μου υποσχεθήκανε εντελώς δημοκρατικά πως φαΐ ούτε να το σκεφτείτε εκεί τι;;;;;;;; καφέεεεεεεεεεε;;;;;;;;; το κέρατο που σας τίναζε και ΝΕΡΡΡΡΡΟΟΟ!!!!!!!!!!!!! να ψοφήσετε. Πήραμε μαζί μας, σάντουιτς, γλυκά, καφέδες και νερά από τη Λεμεσό.
Δεν υπολόγισα, όμως, τα κάστρα και τις κομμένες κορφές που είχαν εισιτήριο πια…