Η στάση της ΕΚΤ διαλύει τις αυταπάτες για τις προθέσεις τους – Στα άκρα ο χρηματοδοτικός εκβιασμός με στόχο τη «μεταρρυθμιστική» συμμόρφωση της κυβέρνησης
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Το στιγμιότυπο από το θρίλερ των τελευταίων ημερών ίσως είναι το πιο χαρακτηριστικό των σχέσεων κυριαρχίας εντός της Ευρωζώνης και του λεγόμενου Ευρωσυστήματος (δηλαδή, της νομισματικής ένωσης και του δικτύου ΕΚΤ-εθνικών Κεντρικών Τραπεζών). Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας, μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό, δήλωσε: «Θα συνδράμουμε το κυβερνητικό έργο, βεβαίως στο πλαίσιο της Συνθήκης κι όπου αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τη Συνθήκη». Μια ημέρα πριν, ο Μάριο Ντράγκι δήλωνε από τη Λευκωσία, όπου επανέλαβε την απόφαση αποκλεισμού της Ελλάδας από την ποσοτική χαλάρωση μέχρι να ολοκληρωθεί η «αξιολόγηση», ότι η ΕΚΤ «δεν είναι πολιτικό ίδρυμα, είναι Κεντρική Τράπεζα όλων των χωρών το ευρώ και η Συνθήκη της απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών».
Και ο Μάριο Ντράγκι και ο Γιάννης Στουρνάρας λένε την αλήθεια. Η εφημερίδα Μοντ συμπυκνώνει την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωζώνη ως εξής: «Ο Ντράγκι έκανε την ΕΚΤ τον ισχυρότερο πολιτικό θεσμό της Ευρώπης». Αυτός ο θεσμός έχει, βάσει Συνθήκης, απόλυτη ανεξαρτησία, είναι υπεράνω πολιτικού ελέγχου και ασκεί νομισματική κυριαρχία σε όλη την επικράτεια της Ευρωζώνης. Αυτή την κυριαρχία υπηρετούν και οι εθνικοί κεντρικοί τραπεζίτες. Απ’ αυτή την άποψη ο Γ. Στουρνάρας, πράγματι, «κάνει τη δουλειά». Ακόμη κι όταν αυτή δεν υπηρετεί τα ιδιαίτερα ελληνικά συμφέροντα.
Πιστωτικός στραγγαλισμός
Η εξέλιξη με την ΕΚΤ, που απαίτησε κι αυτή με τη σειρά της, μετά τον Ρέγκλιγκ του ESM-EFSF, την Κομισιόν, το Eurogroup και φυσικά τη γερμανική ηγεσία, διέλυσε τις αυταπάτες ότι η Φρανκφούρτη θα έπαιζε διαφορετικό ρόλο στη νέα φάση της ελληνικής κρίσης. Η παροχή ρευστότητας με το σταγονόμετρο και η άρνησή της να εγκρίνει τη διεύρυνση της έκδοσης εντόκων γραμματίων για να καλυφθούν οι άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας δείχνει ότι και η ΕΚΤ συντάσσεται με την τακτική του πιστωτικού στραγγαλισμού από τους «θεσμούς», ώστε να υποχρεωθεί η κυβέρνηση σε νέες «μεταρρυθμιστικές» υποχωρήσεις.
Το νέο πακέτο μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων που έστειλε ο υπουργός Οικονομικών προς αξιολόγηση στο Eurogroup της Δευτέρας, προς το παρόν, δείχνει ότι η τακτική των δανειστών αποδίδει. Με εξαίρεση τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση και τα ληξιπρόθεσμα χρέη, οι υπόλοιπες παρεμβάσεις που προτείνονται προς αξιολόγηση είναι κοινωνικά άχρωμες και άοσμες, με κραυγαλέα εξαίρεση την εξωφρενική πρόταση για δημιουργία έκτακτου «στρατού φορολογικών ρουφιάνων» (βλέπε ένθετο κείμενο). Δεν είναι η υπεσχημένη αντι-λιτότητα, αλλά παρεμβάσεις εκσυγχρονισμού του δημοσιονομικού, φορολογικού, διοικητικού μηχανισμού και μείωσης του κόστους του κράτους. Δεν είναι περιττές, ενδεχομένως, αλλά δεν απαντούν στη ζοφερότητα της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Και περισσότερο έχουν το χαρακτήρα εξημέρωσης του θηρίου, όπου θηρίο οι αγαπημένοι «θεσμοί». Τι θα συμβεί αν οι θεσμοί απορρίψουν το νέο πακέτο Βαρουφάκη τη Δευτέρα; Ποιο είναι το επόμενο βήμα της κυβέρνησης;
Πρόγραμμα σε αναστολή
Γνωρίζουμε ήδη ότι, για να πληρωθεί πάση θυσία το ΔΝΤ και οι δανειακές οφειλές του Μαρτίου θα υπάρξει και νέα έκδοση εντόκων γραμματίων την προσεχή Τετάρτη, για 1 δισ. ευρώ. Ενώ το κεντρικό ζήτημα του χρέους δεν έχει ακόμη τεθεί επί τάπητος και δεν υπάρχει καμιά δέσμευση των δανειστών ότι στο τέλος της ενδιάμεσης συμφωνίας θα συζητηθεί στην κατεύθυνση της όποιας ελάφρυνσης, προστίθεται ακριβός βραχυπρόθεσμος δανεισμός που αυξάνει το χρέος και στραγγίζει δημόσια ταμεία και τράπεζες. Απομακρύνει, βέβαια, τον κίνδυνο ενός πιστωτικού γεγονότος, με τη μη πληρωμή των δανεικών του Μαρτίου και επιτρέπει στην κυβέρνηση να αντέξει χωρίς τη χρηματοδότηση από τη δανειακή σύμβαση. Αλλά, ταυτόχρονα, στερεί από την κυβέρνηση τη δυνατότητα να υλοποιήσει βασικές της δεσμεύσεις, ακόμη και τις πιο συμβολικές (π.χ. επαναπρόσληψη παράνομα απολυμένων).
Πάντως, ακόμη κι αν η συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας καταλήξει σε αδιέξοδο και δεν επιτρέψει την, έστω και τμηματική, εκταμίευση των δόσεων δανεισμού, η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να κρατήσει «ζωντανή» τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Έστω κι αν αυτή εξελιχθεί σε ένα τετράμηνο σίριαλ αξιολόγησης και πιστωτικού εκβιασμού. Αυτό τουλάχιστον προδίδει η επικοινωνιακή τακτική, η βροχή των διευκρινιστικών non paper και ο ορυμαγδός δηλώσεων-συνεντεύξεων του υπουργού Οικονομικών και άλλων του οικονομικού επιτελείου.
Από-ριζοσπαστικοποίηση
Εν ολίγοις, στο μαστίγιο των δανειστών που, προφανέστατα, επενδύει στα σενάρια της «παρένθεσης» ή της «πειθάρχησης» της νέας κυβέρνησης, αυτή αντιπαραθέτει μια εκστρατεία πειθούς και αντοχής στον χρόνο.
Αυτό θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική τακτική, αν ταυτόχρονα επέτρεπε στην κυβέρνηση να εφαρμόσει σε αδρές γραμμές το πρόγραμμά της. Ιδιαίτερα στα ζωτικά του στοιχεία που προβλέπουν πλήρη διακοπή και αντιστροφή της λιτότητας. Αυτό, όμως, είναι αδύνατο στις συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επιβάλλουν οι δανειστές. Το παιχνίδι με τον χρόνο έχει τον κίνδυνο να αναλώσει γρήγορα το κεφάλαιο της ευρείας κοινωνικής στήριξης που, προς το παρόν, διαθέτει η κυβέρνηση. Κι ένας επιπλέον κίνδυνος είναι να διολισθαίνει διαρκώς σε μια «αποριζοσπαστικοποίηση» των προγραμματικών της δεσμεύσεων εν ονόματι τόσο της «ρεαλιστικής προσαρμογής», όσο και της απώθησης της εξ αριστερών κριτικής που της ασκήθηκε για τη συμφωνία- γέφυρα. Κι όμως, αυτή η πίεση θα μπορούσε να της είναι πολύ χρήσιμη, ακόμη και στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς.
Αποκηρυγμένη εναλλακτική
Το βασικό έλλειμμα στην τακτική της κυβέρνησης, πέρα από τις προθέσεις, είναι η απουσία εναλλακτικού σχεδίου. Το εναλλακτικό σχέδιο, το Plan B -το μόνο νοητό όταν η ευρωκρατία προβάλλει το θεσμικό και οικονομικό αδιέξοδο για την απαλλαγή της Ευρωζώνης από τη λιτότητα- έχει τόσο αποκηρυχθεί με τόσο απόλυτο τρόπο προεκλογικά και μετεκλογικά, ώστε ακόμη κι αν καταστεί αναπόφευκτη η προσφυγή σ’ αυτό, δεν θα βρίσκεται πολιτικό και τεχνοκρατικό δυναμικό έτοιμο να το υπηρετήσει. Ίσως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι δανειστές τόσο γρήγορα πέταξαν τη μάσκα της διαλλακτικότητας και δοκιμάζουν τα όρια της κυβέρνησης.
Νεοφιλελεύθερες αμερικανιές με έκτακτους «φορο-ρουφιάνους»;
Η λίστα των επτά μεταρρυθμίσεων που υποβάλλονται στο Eurogroup της Δευτέρας περιλαμβάνει και μια που ακόμη και ο πιο κακόπιστος έναντι του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι θα προερχόταν από την κυβέρνησή του. Διέρρευσε πρώτα στους Financial Times ως «πρόταση έκπληξη» του υπουργού Οικονομικών, που θα έκανε πιο πειστικό το πακέτο, αλλά όταν τη διαβάσαμε, γλαφυρά διατυπωμένη, στην επιστολή του προς το Eurogroup, πραγματικά δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. «Onlookers’ VAT Evasion-Fighting Scheme», είναι ο τίτλος της πρότασης που συνίσταται στη δημιουργία ενός έκτακτου «στρατού» μυστικών φορο-ελεγκτών, με πρόσληψη δύο μηνών, ταχύρρυθμη εκπαίδευση, χωρίς προοπτική επαναπρόσληψης και με ηλεκτρονικό εξοπλισμό παρακολούθησης (καλωδιωμένοι με μικρόφωνο και κάμερα) με τον οποίο θα καρφώνουν όσους δεν πληρώνουν ΦΠΑ, δηλαδή δεν κόβουν αποδείξεις. Ο «στρατός» των μυστικών φορο-ελεγκτών θα πλαισιώνεται από φοιτητές, ανέργους, οικιακές βοηθούς, τουρίστες που θα εμφανίζονται ως πελάτες για να πιάσουν στα πράσα τον φοροφυγάδα.
Πρόκειται για μέθοδο που αντιγράφει ένα αντίστοιχο σύστημα των αμερικανικών φορο-διωκτικών μηχανισμών, προφανέστατα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, βαθύτατα συντηρητική, και αμφίβολης ηθικής, πολιτικής, ακόμη και συνταγματικής νομιμοποίησης. Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή ως πρόβλημα αστυνόμευσης και όχι δημιουργίας φορολογικής συνείδησης μέσα από την οικοδόμηση μιας ευρύτερης σχέσης εμπιστοσύνης κράτους και πολίτη. Κοινωνικά, μετατοπίζει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής από την επιχειρηματική ελίτ στον λαό των φτωχομεσαίων, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ένα πλαίσιο εκμαυλισμού νέων και ανέργων που καλούνται να υποκαταστήσουν τον κρατικό ελεγκτικό μηχανισμό, μεταμφιεζόμενοι σε αστυνόμους-Σαίνιδες έναντι πινακίου φακής. Περιττό δε να πούμε ότι ανοίγει κι ένα πεδίο εκβιασμών και ανεξέλεγκτων καταγγελιών.
Δεν ξέρουμε αν οι δανειστές θα βρουν την ιδέα τόσο συναρπαστική, ώστε θα δώσουν πάραυτα τη δόση των 7,2 δισ. Το σίγουρο είναι ότι η μεταρρυθμιστική επινοητικότητα διολισθαίνει στο επικίνδυνο έδαφος μιας κοινωνικής μηχανικής που καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με την Αριστερά.