του Τάσου Πατρώνη
«Ένας καινούργιος Μάης, ελπίδα για εκείνους που δούλευαν για την επάνοδό του και για τον ερχομό μιας άλλης κοινωνίας, εφιάλτης για άλλους που εναντιώνονταν σ’ αυτήν την επάνοδο (…) Ανακαλύπταμε τους μαοϊκούς, τους τροτσκιστές. Άπειρες ιδέες και έννοιες αναφάνηκαν μονομιάς. Από παντού ξεπρόβαλλαν κινήματα, βιβλία και περιοδικά, φιλόσοφοι, κριτικοί, κοινωνιολόγοι: Μπουρντιέ, Φουκώ, Μπαρτ, Λακάν, Τσόμσκι, Μπωντριγιάρ, Βίλχελμ Ράιχ, Ιβάν Ιλιτς (…) Βουτούσαμε μέσα σε πρωτόγνωρα εκφραστικά μέσα, μην ξέροντας τι να πρωτοδιαβάσουμε, έκπληκτοι που δεν είχαμε ακούσει να μιλούν γι’ αυτά παλιότερα. Μέσα σε έναν μήνα, ανακτήσαμε χρόνια ολόκληρα γνώσης. (…) Το γεγονός ότι σκεφτόμαστε συλλογικά προκαλούσε ενθουσιασμό. Αυθόρμητα έπαιρναν τον λόγο ιερόδουλες, απεργοί εργάτες. Ο Σαρλ Πιαζέ, εργάτης της LIP, ήταν πιο γνωστός από τον συνονόματό του ψυχολόγο, με τον οποίο μας είχαν πάρει τ’ αυτιά στη βιβλιογραφία, αγνοώντας ότι κάποια μέρα δεν θα θυμόμασταν ούτε τον ένα ούτε τον άλλο, παρά μόνο τον πανάκριβο κοσμηματοπώλη, που θα βλέπαμε στα περιοδικά που ξεφυλλίζαμε στο κομμωτήριο.» Annie Ernaux, Τα Χρόνια (εκδόσεις Πάπυρος, 2009, σελ. 117-120)
Πού πήγε ο απόηχος του Μάη του ’68; Πού πήγαν τα κινήματα που διάβαζαν βιβλία; Πού πήγαν τα βιβλία τα ίδια και οι ιστορικοί εκδότες τους; Οι Εκδόσεις Πύλη, για παράδειγμα, δεν ήταν οι ομώνυμες που βρίσκουμε κάποτε ως ένθετα βιβλία στην Εφημερίδα των Συντακτών. Είναι δύσκολο σήμερα να βρούμε τα βιβλία των Εκδόσεων Κάλβος. Κανένας σχεδόν δε θυμάται τις Εκδόσεις Βέργος και μια σειρά άλλες, με βιβλία και περιοδικά που μας έμαθαν, νέους τότε, να σκεφτόμαστε –χωρίς η σκέψη αυτή να βρει διέξοδο στα ελεγχόμενα πολιτικά κανάλια…
“A bas le Sommaire, vive l’ Ephémère” Πολιτιστικός ορίζοντας του ’68
Αν εξαιρέσουμε ένα μέρος του φεμινιστικού κινήματος και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ο ευνοϊκός αντίκτυπος των αμφισβητησιακών ιδεών του ’68 δεν πρέπει να διάρκεσε πάνω από δεκαπέντε-δεκαέξι χρόνια, μέχρι δηλαδή να φτάσουν στην εφηβεία τα παιδιά των φοιτητών του γαλλικού Μάη. Ίσως και στους ενήλικους έπαιξε κάποιο ρόλο η «αίσθηση του κενού»: ήδη από το ’84, ονομαστές γυναίκες του διεθνούς φεμινιστικού κινήματος γράφουν βιβλία, όπου αναθεωρούν κάποιες απ’ τις ιδέες τους, όπως η Ολλανδή Anja Meulenbelt στο μυθιστόρημά της Το Τραγούδι Του Έρωτα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη). Στις μαθητικές διαδηλώσεις του ’86 στο Παρίσι, οι «βετεράνοι» του Μάη δεν γίνονται αποδεκτοί από τους μικρούς διαδηλωτές, που δηλώνουν «απολιτικοί» (βλ. σχετικά και στο άρθρο του Βένιου Αγγελόπουλου Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, περιοδικό Ουτοπία, τ. 79, 2008).
Προς μια κριτική αποτίμηση της «αμφισβήτησης» –η αδυναμία της λειτουργιστικής ερμηνείας
Η κριτική του «αστικού γάμου» και της «πυρηνικής οικογένειας» δεν σημαίνει αναγκαία και πολυγαμία. Δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στη βαρβαρότητα προκειμένου «να εγκαταλείψουμε τους τύπους και να πάμε στην ουσία». Μιλώντας με οντολογικούς όρους, η κενότητα δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόσταση μιας καλύτερης ζωής. Ίσως γι’ αυτό αναζητήθηκε στην πολιτισμική παράδοση της (Άπω) Ανατολής και στην Κίνα του Μάο η κάλυψη του κενού, που δημιούργησε η απόρριψη των δυτικών πολιτισμικών αξιών. Όπως θέτει το ζήτημα ο Lipovetsky στην Εποχή του Κενού (1983): «η πολιτική ευαισθησία της δεκαετίας του ’60 έδωσε τη θέση της σε μια θεραπευτική ευαισθησία», εννοώντας ψυχολογικές και ψυχαναλυτικές φροντίδες.
Μια λειτουργιστική (φονξιοναλιστική) ερμηνεία του Μάη του ’68 είναι ότι συντέλεσε στην αλλαγή των παλαιών αστικών αξιών, κάτι που ήταν κοινωνικά αναγκαίο. Όμως αυτή η αλλαγή δεν έγινε ακόμα δυνατή για κοινωνίες όπως η ελληνική. Σχολιάζοντας π.χ. το γεγονός ότι το σύνθημα «Όχι στην φοιτητική μιζέρια» ήταν γραμμένο το ’90 στον τοίχο μιας αίθουσας του Φυσικού, δίπλα στον πίνακα όπου έγραφε ο καθηγητής Δ. Νανόπουλος, το περιοδικό Προεκτάσεις στην Εκπαίδευση (τεύχ. 3, Δεκ. 1990) έγραψε: «Διεκδικούσαμε το Νόμπελ Φυσικής, όταν το Μέγαρο Φυσικής κόντευε να καταρρεύσει, όταν –λεπτομέρεια ενδεικτική– φιλοξενούσε στο αμφιθέατρό του τον υποψήφιο νομπελίστα για διάλεξη στους φοιτητές και δεν βρέθηκαν δέκα κιλά πλαστικό(!) για να σβήσουν τα συνθήματα απ’ τους τοίχους».
Οι λειτουργιστές θεωρούν τις σχέσεις των ατόμων με την κοινωνία ως μια φυσική ή μηχανιστική διαδικασία, ή αντίθετα ως καθαρά ψυχολογική διαδικασία. Αυτές οι θεωρίες, όπως παρατηρεί ο Ε. Φρομ, στον Φόβο μπροστά στην Ελευθερία, ξεκινούν από την κοινή θέση ότι η ανθρώπινη φύση δεν έχει δικό της δυναμισμό και οι αλλαγές της ανθρώπινης κατάστασης θα πρέπει να αποδίδονται στην εμφάνιση «νέων συνηθειών» που δείχνουν προσαρμογή σε νέα πολιτιστικά πρότυπα.
Η λειτουργιστική ερμηνεία καθίσταται ιδιαίτερα αδύναμη από το γεγονός ότι, στον απόηχο του Μάη του ’68, υπήρξε στα γαλλικά πανεπιστήμια μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση των παραδοχών για την επιστήμη και τη διδασκαλία της. Αντίθετα με όσα έγραφε τότε ο Αλαίν Μπαντιού στην Αυτοκριτική της Επιστήμης (ελληνική έκδοση Βέργος, 1973, σελ. 265-266), ο ύστερος στοχασμός του, τουλάχιστον από το ’89 και μετά, καταφεύγει ιδεολογικά σε έναν «απωλεσθέντα παράδεισο» ελευθερίας, που είναι απαραίτητος για την ανακάλυψη της «καθολικής γνώσης». Για να δημιουργούμε λοιπόν «αντικειμενικά» και «καθολικά» την επιστήμη θα πρέπει «να εξαιρούμαστε από το καθεστώς του κόσμου», όπως οι σοφοί που καταφεύγουν στα μοναστήρια για να ησυχάσουν και να σκεφτούν. Μετά όμως από την Κομμούνα του Παρισιού και τον Μάη του ’68, μπορούμε, ίσως, να δημιουργούμε θεωρίες ενώ γύρω μας βουίζουν οι διαδηλώσεις και οι εξεγερμένοι άνθρωποι, συμμετέχοντας και εμείς, αλλά κρατώντας ταυτόχρονα κάποια απόσταση για κριτικό αναστοχασμό.
Τα βιβλία και η προφορικότητα στη νέα πολιτική κουλτούρα
«Τον Μάη, δεν υπάρχει ένα βιβλίο για τον Μάη: όχι λόγω έλλειψης χρόνου ή ανάγκης για δράση, αλλά λόγω ενός εμποδίου που είναι καθοριστικό πρόκειται για κάτι που έχει γραφτεί αλλού, σε έναν κόσμο χωρίς εκδόσεις, που διαδίδεται μπροστά στα μάτια της αστυνομίας και με μια έννοια με τη βοήθειά της, βία ενάντια στη βία. Αυτό που ενοχλεί περισσότερο της αρχές, την εξουσία, τον νόμο, είναι ακριβώς αυτή η αναστολή του βιβλίου, που είναι και μια αναστολή της ιστορίας, η οποία, μακράν από το να παραπέμπει στην κουλτούρα, διαγράφει ένα σημείο που βρίσκεται πέρα από αυτή. Αυτό το δελτίο παρατείνει αυτή την αναστολή και την εμποδίζει να ανασταλεί. Όχι πια βιβλία, ποτέ πια βιβλία, για όσο καιρό θα είμαστε σε επαφή με το ταρακούνημα της ρήξης.» Maurice Blanchot, Για τον Μάη του ’68, Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα
Στη διάρκεια της εξέγερσης του Μάη αναστέλλεται η γραφή και η ανάγνωση βιβλίων και κυριαρχούν δύο αντίπαλες προφορικότητες: από τη μια μεριά ο «Δρόμος» με τα συνθήματα, τις προκηρύξεις, τις αφίσες και τις εφημερίδες τοίχου, και από την άλλη η τηλεόραση με τις ειδήσεις και τα διαγγέλματα του Ντε Γκωλ. Όταν επιστρέφει η καθημερινή ρουτίνα, αναπτύσσεται μια προφορικότητα δευτέρου επιπέδου σε όλη την Ευρώπη με αφηγήσεις που κρίνουν, εξιστορούν ή διακωμωδούν καταστάσεις. Οι αφηγήσεις αυτές είναι «σαν δοκίμια» ή «σαν λογοτεχνία», αλλά –εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις– δεν είναι ούτε δοκίμια ούτε λογοτεχνία.
Την ίδια εποχή, πηγαίνοντας για συνέντευξη στο ξενοδοχείο Αmbassador του Λος Άντζελες δολοφονείται ο Ρόμπερτ Κέννεντυ –γεγονός ίσως σημαδιακό για το ρόλο των Μ.Μ.Ε στη σύγχρονη Αμερική. Δύο χρόνια μετά (1970) στο Χόλλυγουντ, «o Μπίλυ Γουάιλντερ, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και άλλοι καθιερωμένοι σκηνοθέτες έμοιαζαν να σέρνονται σαν δεινόσαυροι σ’ ένα έδαφος που απαιτούσε ελαφρότητα αντί για βαθειά σκέψη και περισυλλογή», αφηγείται η Σίρλευ Μακλαίην στο Μεγάλο Ταξίδι (εκδόσεις Κάκτος, 1986). Το ’70, στην προεκλογική εκστρατεία του Μακγκόβερν, η Σίρλευ «μορφώνεται από πρώτο χέρι» στην πολιτική: από τη μια οι άνθρωποι της τηλεόρασης που «πρόσεχαν τη σιλουέτα τους κι είχαν επίγνωση των εκφράσεων του προσώπου τους» και απ’ την άλλη οι άνθρωποι του γραπτού λόγου, που «ζούσαν με τις λέξεις».
Στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, μια παρόμοια σχάση υφίσταται ιδιαίτερα το φεμινιστικό βιβλίο, μεταξύ προφορικότητας δευτέρου επιπέδου και «λογιοσύνης». Αυτό φαίνεται στην παραγωγή δύο σημαντικών εκδοτικών οίκων, του Δωρικού και της Πύλης, καθώς και στις συνεντεύξεις με τους αντίστοιχους εκδότες τους.
Μετά από την Κομμούνα του Παρισιού και τον Μάη του ’68, μπορούμε, ίσως, να δημιουργούμε θεωρίες ενώ γύρω μας βουίζουν οι διαδηλώσεις και οι εξεγερμένοι άνθρωποι, συμμετέχοντας και εμείς, αλλά κρατώντας ταυτόχρονα κάποια απόσταση για κριτικό αναστοχασμό
Απόσπασμα συνέντευξης, με τον Πέτρο Κυπριωτέλη της Πύλης
Π.Κ.: Ξεκίνησα με φίλους (Νίκος Κολοβός, Μαρία Νεοφωτίστου και άλλοι) τις εκδόσεις Πύλη μέσα στη Χούντα, το ’72. Είχαμε έναν ενθουσιασμό και μεταφράσαμε βιβλία, όπως τα Δοκίμια για τον Μπρέχτ του Μπένγιαμιν και το Άκου Ανθρωπάκο του Βίλχελμ Ράιχ, που είχε μεγάλη εκδοτική επιτυχία.
Τ.Π.: Η φεμινιστική σειρά;
Π.Κ.: Στην αρχή πήγαινε καλά, αλλά μετά ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Κολλοντάι, Οικουμενική και Σεξουαλική Απελευθέρωση της Γυναίκας έκανε έξι εκδόσεις.
Τ.Π.: Βγάλατε και κάποια βιβλία της Μαρίας Πολενάκη, που αρθρογραφούσε στο Πάνθεον…
Π.Κ.: Αυτά είναι πιο ελαφριά. Η Πολενάκη ήρθε και με βρήκε μόνη της, ήταν σπουδαία τότε, τόσος κόσμος περίμενε τα άρθρα της. Της είπα «εμένα βρήκατε κυρία Πολενάκη;» Μετά όμως, όταν δεν έβλεπε τα βιβλία της στο τάδε και στο τάδε βιβλιοπωλείο, τα πήρε από μένα και τα πήγε σε μεγαλύτερους εκδότες.
Απόσπασμα συνέντευξης, με τον Αριστείδη Κλάδο του Δωρικού
Τ.Π.: Έχετε εκδόσει Παπαδιαμάντη, Λουντέμη, Λιλίκα Νάκου…, αλλά και Γκόρκυ, Βερν, Χάμσουν, Χέμινγουαιη, Στάινμπεκ κ.ά. Επίσης έχετε βγάλει βιβλία του Αντρέα Λεντάκη, όπως το: Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άντρα; ή Πώς κατασκευάζεται η γυναίκα, που περιλαμβάνει τα μαθήματα που έκανε από το 1978 στο Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Υμηττού. Κάποια στιγμή, το ’89, βγάζετε ένα χιουμοριστικό και «εικονοκλαστικό» (όπως χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο) μυθιστόρημα της Αννέτ Λεβί-Βιλάρ, δημοσιογράφου της εφημερίδας Liberation, με τίτλο Εγώ Τζέην, ζητώ Ταρζάν. Το βιβλίο αυτό είχε εκδοθεί στην Γαλλία το 1988, από τις εκδόσεις Flammarion. Πώς σκεφτήκατε να το βγάλετε εδώ στην Ελλάδα;
Α.Κ.: Δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος με καθοδήγησε σ’ αυτό το βιβλίο. Πιθανόν, τότε, υπεύθυνος σύμβουλος εκδόσεων ήταν ο Ρ. Βρανάς. Το 1989 πάντως εκδόθηκε και η Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης (δύο τόμοι, σε μετάφραση Γιάννη Κούχτσογλου).
Στη διάρκεια της εξέγερσης του Μάη αναστέλλεται η γραφή και η ανάγνωση βιβλίων και κυριαρχούν δύο αντίπαλες προφορικότητες: από τη μια μεριά ο «Δρόμος» με τα συνθήματα, τις προκηρύξεις, τις αφίσες και τις εφημερίδες τοίχου, και από την άλλη η τηλεόραση με τις ειδήσεις και τα διαγγέλματα του Ντε Γκωλ. Όταν επιστρέφει η καθημερινή ρουτίνα, αναπτύσσεται μια προφορικότητα δευτέρου επιπέδου σε όλη την Ευρώπη με αφηγήσεις που κρίνουν, εξιστορούν ή διακωμωδούν καταστάσεις. Οι αφηγήσεις αυτές είναι «σαν δοκίμια» ή «σαν λογοτεχνία», αλλά –εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις– δεν είναι ούτε δοκίμια ούτε λογοτεχνία
Η τελευταία τριακονταετία και η πολιτική ορθότητα
Λίγο μετά το τηλεοπτικό ταξίδι του Κον Μπεντίτ ανά τον κόσμο (1986: Την αγαπήσαμε τόσο την Επανάσταση, ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια και πρόσφατα την Εφημερίδα των Συντακτών), αρχίζει η δυσφήμιση του φεμινιστικού κινήματος στη Γαλλία, με βιβλία που γράφουν γυναίκες δημοσιογράφοι. Παράλληλα, κάτω από αμερικανική επίδραση διαμορφώνεται στην Ευρώπη και στην Ελλάδα μια νέα κοινωνική και πολιτική πρακτική: ένα μέρος των αιτημάτων του ’68 καταλήγει σε κανόνες πολιτικής ορθότητας, όπου το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στο «φαίνεσθαι» παρά στο «είναι». Η Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ στο βιβλίο της Σε Λάθος Δρόμο (εκδόσεις Καστανιώτη, 2005) δεν διστάζει να κριτικάρει ένα ιδιόμορφο ρεύμα φεμινιστικού καθωσπρεπισμού, που τείνει στις μέρες μας να παρουσιάζει τη γυναίκα ως θύμα μονίμως απροστάτευτο. Μια σειρά νόμων επιχειρούν να ρυθμίσουν (και στην πράξη, κατά τη γνώμη μου, να ελέγξουν) τη σεξουαλική συμπεριφορά γενικότερα, όπως είχε προβλέψει ο Φουκώ στις μελέτες του για την Κοινωνία του Ελέγχου, καθώς και ο Μπωντριγιάρ και άλλοι, που ανέλυσαν το φαινόμενο της «διαφάνειας» στη σύγχρονη κοινωνία.