36 σφαίρες κατά τριών άοπλων νεαρών για μια κλοπή αυτοκινήτου. Ένας τυπικός έλεγχος της Ελληνικής Αστυνομίας καταλήγει στην εν ψυχρώ δολοφονία ενός άοπλου δεκαοχτάχρονου τσιγγάνου, του Νικόλαου Σαμπάνη, μέσα σε ένα σκηνικό που παραπέμπει σε συμμορίτικη συμπεριφορά. Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η «επιμονή» των εφτά αστυνομικών στη συνέχιση της καταδίωξης ενός κλεμμένου αυτοκινήτου παρά τις αντίθετες εντολές του Κέντρου Επιχειρήσεων της ΕΛ.ΑΣ.; Οι 36 πυροβολισμοί μέσα σε κατοικημένη περιοχή κατά άοπλων νεαρών; Η πρόθεση των αστυνομικών να κάνουν «σουρωτήρι» το κλεμμένο αυτοκίνητο και όχι να το ακινητοποιήσουν και κατόπιν να συλλάβουν τους άοπλους καταδιωκόμενους; Το γεγονός, τέλος, ότι οι εφτά αστυνομικοί δεν δείχνουν το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας, κι αντίθετα ισχυρίζονται με περίσσιο πάθος ότι «δεν κάναμε τίποτα παράνομο»;
Πρόκειται για εγκληματική πράξη που σκοπό δεν είχε να επιβάλει τον νόμο, αλλά να παραδειγματίσει και να δείξει «ποιος κάνει κουμάντο». Κι αυτό δυστυχώς δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής.
Οι άρχοντες της πόλης
Τέτοιας ποιότητας αστυνομικό προσωπικό είναι επικίνδυνο να κυκλοφορεί ζωσμένο με όπλο ανάμεσα σε πολίτες. Εδώ δεν μιλάμε μόνο για την προφανή έλλειψη επαγγελματικής συμπεριφοράς (άλλωστε πώς μπορούν να αποκτήσουν επαγγελματική συμπεριφορά μέσα από εκπαίδευση μόλις 95 ημερών που περνούν οι ειδικοί φρουροί που απαρτίζουν τις ομάδες ΔΙΑΣ;), αλλά για κάποιους οι οποίοι, με την κάλυψη της επίσημης πολιτείας, το παίζουν σερίφηδες που ετσιθελικά επιβάλλουν τη δική τους «αντίληψη» για το τι πάει να πει απονομή δικαιοσύνης. Όταν δεν στήνονται με τις ώρες σε διάφορες γωνίες να πίνουν καφέδες, κοιτάζοντας περίεργα όποιους δεν γουστάρουν, σαν να τους ανήκουν οι γειτονιές και οι δρόμοι…
Διάφοροι τύποι που στρατολογήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες –από μια κοινωνική δεξαμενή με ρατσιστικές απόψεις, η οποία θεωρεί ότι πρέπει να πέσει ματσούκι γιατί «το κακό έχει παραγίνει»– επάνδρωσαν αυτές τις ειδικές μονάδες της αστυνομίας και νομίζουν ότι είναι οι άρχοντες της πόλης. Αλήθεια, αυτοί είναι που θα μπουν και στα πανεπιστήμια για να τα «φυλάξουν»; Πόσο μυαλό χρειάζεται για να καταλάβει κάποιος το μέγεθος των προβλημάτων που θα δημιουργηθούν; Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς επιδιώκει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που έχει αναλάβει ειδικό ρόλο στην «αναβάθμιση» της καταστολής. Όμως το ερώτημα παραμένει: Ποιος πολίτης μπορεί να εμπιστευθεί την ασφάλειά του σε τέτοιους τύπους ή, ακόμα χειρότερα, ποιος λογικός αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. μπορεί επιχειρησιακά να «κοιμάται ήσυχος»;.
Γενικευμένη πειθάρχηση
Ήδη είπαμε ότι το συγκεκριμένο περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο. Ακόμα-ακόμα, δεν πρόκειται μόνο για την επιθετική και φασίζουσα νοοτροπία που χαρακτηρίζει συχνά-πυκνά την Ελληνική Αστυνομία, η οποία προκαλεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα περιστατικά κρατικής βίας. Πρόκειται για κεντρική κυβερνητική επιλογή που θέλει να επιβάλει εκτεταμένη και γενικευμένη πειθάρχηση πάνω στην κοινωνία και στους πολίτες, με έμφαση σε ιδιαίτερες κοινωνικές κατηγορίες: Δυτική Αθήνα και λοιπές υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας, νεολαία, πολίτες που αμφισβητούν τις κυρίαρχες συστημικές επιλογές. Άλλωστε το έχουν διακηρύξει τα πιο επίσημα κυβερνητικά χείλη.
Αυτό το σχέδιο η κυβέρνηση Μητσοτάκη το προωθεί με τη σκληρή εφαρμογή, από τις πρώτες κιόλας μέρες της διακυβέρνησής της, του δόγματος «νόμος και τάξη» – κάτι που το είχε εξαγγείλει προεκλογικά με πρόσχημα το υποτιθέμενο ενδιαφέρον της για την ασφάλεια των πολιτών. Όλα αυτά όταν βρίσκεται σε εξέλιξη η επιβολή ενός ειδικού καθεστώτος ελέγχου, επιτήρησης και πολλαπλών αποκλεισμών, με πρόσχημα την προστασία των πολιτών από τον Covid-19.
«Τρέλα» και προληπτικός αυταρχισμός
Αυτή η κυβερνητική πολιτική καταστολής και περιστολής των δημοκρατικών και συνταγματικών δικαιωμάτων είναι η αιτία της πρόσφατης όξυνσης των φαινομένων κρατικής βίας. Από τον ΜΑΤατζή που πουλάει τρέλα και σπάει βιτρίνες, ή τον προπηλακισμό της βουλευτίνας του ΜέΡΑ25 Μαρίας Απατζίδη και τις απρόκλητες επιθέσεις σε ειρηνικές πορείες διαμαρτυρίας, ως την τελευταία κρατική δολοφονία. Σε αυτό το αυταρχικό τοπία που διαμορφώνεται πρωταγωνιστεί η Ελληνική Αστυνομία, με βασικό σλόγκαν τα «Λυμένα Χέρια». Είτε σαν κατασταλτική δύναμη κινητοποιήσεων μέσω των ΜΑΤ, είτε σαν μονάδα επιτήρησης και ελέγχου των πράσινων πιστοποιητικών, είτε απλά με την καθημερινή πρακτική της, όπου πρυτανεύει το στιλ του ένστολου «νταή». Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει εξάλλου να εντάξουμε και τις συνεχείς δικαστικές «παρενοχλήσεις» τόσο σωματείων που βρίσκονται σε κινητοποιήσεις όσο και πολιτών που αγωνίζονται.
Γιατί όμως τόση σπουδή; Επειδή γνωρίζουν πολύ καλά, τόσο η κυβέρνηση όσο και γενικότερα το πολιτικό σύστημα, ότι όλη αυτή η οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική καταπίεση που ασκείται πάνω στο κοινωνικό σώμα τα τελευταία –πολλά– χρόνια θα προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις. Μάλλον σοβαρότερες από όσες έχουμε δει μέχρι τώρα. Όλες οι αντιθέσεις πολλαπλασιάζονται, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια που η πανδημική «κανονικότητα» έχει πιέσει την κοινωνία σε υπερθετικό βαθμό σε πολλαπλά επίπεδα. Όλα αυτά τα μηνύματα έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση, το ντόπιο πολιτικό σύστημα και τις εγχώριες ελίτ, που ξεδιπλώνουν ένα σχέδιο προληπτικής (και όχι μόνο) αυταρχικοποίησης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
«Στα μαλακά»
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε και την προσπάθεια οι 7 αστυνομικοί να πέσουν «στα μαλακά». Δεν είναι μόνο ότι «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Είναι και ότι ο υπουργός Προστασίας(;) του Πολίτη, Τάκης Θεοδωρικάκος, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη που έκρινε και αποφάσισε να αφεθούν ελεύθεροι οι εφτά αστυνομικοί χωρίς κανέναν περιοριστικό όρο». Δηλαδή που δεν προφυλακίστηκαν οι αστυνομικοί παρόλο αν και το κατηγορητήριο είναι ιδιαίτερα βαρύ – κακουργηματικές κατηγορίες ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, απόπειρας ανθρωποκτονίας κ.λπ.
Προφανώς ο κ. Θεοδωρικάκος δεν έχει την πρόσβαση του προκατόχου του στους αστυνομικούς μηχανισμούς, αλλά αυτή η δήλωσή του υποκρύπτει πολύ περισσότερα από μια απλή προσπάθεια προσεταιρισμού. Με όσα είπε δίνει πολιτική κάλυψη στους 7 αστυνομικούς, και στέλνει το πολιτικό μήνυμα «συνεχίστε ό,τι σας έχουμε πει να κάνετε, και αν υπάρξει κάποιο “λάθος” μην ανησυχείτε, εμείς είμαστε εδώ». Αυτή είναι η κυβερνητική γραμμή, που υποστηρίζεται και από παρακρατικά κυκλώματα τα οποία θεωρούν ήρωες τους δολοφόνους άοπλων νεαρών, και φυσικά από συναδέλφους των 7 «απελευθερωμένων» δραστών, τους οποίους υποδέχθηκαν με χειροκροτήματα…
Την ίδια στιγμή ο κ. υπουργός εμφανίζεται και κατευναστικός προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθώντας να αποφύγει μια περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης.
Ασφάλεια του πολίτη: Ένα βολικό πρόσχημα
Η Ν.Δ., πριν ακόμα τις εκλογές που την ανέδειξαν κυβέρνηση το 2019, είχε θέσει το ζήτημα της «ασφάλειας των πολιτών» πολύ ψηλά στην πολιτική της ατζέντα, υποσχόμενη ότι «θα μπει τέλος στη γενικευμένη ανομία και θα επανέλθει το αίσθημα ασφάλειας στην κοινωνία». Δύο χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέτυχε παταγωδώς. Όχι επειδή προσπάθησε κάτι και δεν της «βγήκε» αλλά επειδή, αντιθέτως, δεν έκανε το παραμικρό. Όλη η ρητορική περί ασφάλειας ήταν ένα βολικό πρόσχημα για να προωθήσει πολιτικές περιστολής συνταγματικών, δημοκρατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και για εφαρμόσει σκληρή κατασταλτική πολιτική απέναντι σε όσους αμφισβητούν τις επιλογές της. Αυτά προώθησε η Ν.Δ. προσπαθώντας παράλληλα να πείσει και το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας ότι κάτι κάνει και κάτι προσπαθεί. Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλού γι’ αλλού, προπαγανδίζει ότι η λύση του προβλήματος θα είναι μια «ανεκτική πολυπολιτισμική κοινωνία»…
Έτσι ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, όπως είναι η ασφάλεια των πολιτών, μένει στα αζήτητα σε μια περίοδο ισχυρού κλονισμού του κοινωνικού ιστού, όπου το έγκλημα (και ειδικά το οργανωμένο) έχει μεγαλώσει. Όμως γιατί το πολιτικό σύστημα να ασχοληθεί μ’ αυτό, όταν έχει πολλαπλώς αποδείξει ότι δεν το ανησυχούν τα φαινόμενα «μαφιοποίησης» της πολιτικής ζωής και η γενικευμένη είσοδος στην οικονομική και κοινωνική ζωή των μεθόδων της νύχτας; Άλλωστε όλες οι πλευρές του πολιτικού συστήματος διατηρούν ή προσπαθούν να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και νέα τζάκια που έχουν ιδιαίτερες επιδόσεις στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος, στα λαθρεμπόρια κάθε είδους, στη φοροδιαφυγή, τους εκβιασμούς. τις δωροδοκίες και άλλες συναφείς «δραστηριότητες».
Από την άλλη ο φοβισμένος και ανασφαλής πολίτης είναι ένα «ανοιχτό» πεδίο εφαρμογής χειριστικών και κατασταλτικών πολιτικών, και συμφέρει να μένει έτσι.
«Προβληματίζουν» οι οργισμένες αντιδράσεις των Ρομά
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αφέθηκαν ελεύθεροι μονάχα οι 7 σερίφηδες, αλλά και οι 2 Ρομά που επέζησαν της αστυνομικής «επιχείρησης». Ήταν μια σαφής απόπειρα κατευνασμού και της άλλης πλευράς, οι αντιδράσεις της οποίας φόβισαν τους κρατούντες. Παρά τους ανοιχτούς διαύλους του πολιτικού κόσμου και του κρατικού μηχανισμού με τους «βασιλιάδες» και λοιπούς ηγέτες και εκπροσώπους των Ρομά, ο κίνδυνος να βγουν οι τελευταίοι εκτός ελέγχου φόβισε τα επιτελεία. Η ένταση και η διάρκεια των διαμαρτυριών, όχι μόνο στην Αττική αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας (αποκλεισμοί αυτοκινητόδρομων, πετροπόλεμος, έως και πυροβολισμοί εναντίον των ΜΑΤ με κυνηγετικές καραμπίνες), επιχειρήθηκε να υποβαθμιστεί, αλλά έγινε αισθητή. Άλλωστε, πέρα από τις δυναμικές κινητοποιήσεις, αυτό που «προβληματίζει» τον πολιτικό κόσμο είναι και η μελλοντική πολιτική-εκλογική συμπεριφορά αυτών των πολιτών Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας, που είναι περίπου 250.000 στην Ελλάδα. Ένα πράγμα είναι να κρατιούνται στο περιθώριο, κι άλλο να δοθεί η εντύπωση στον κάθε αυτόκλητο σερίφη της ΕΛ.ΑΣ. ότι αποτελούν ατιμώρητα στόχους σκοποβολής. Οι οργισμένες κινητοποιήσεις των Ρομά, πιθανό προοίμιο ακόμη πιο ανεξέλεγκτων αντιδράσεων, αναγκάζουν τους «αρμόδιους» να ψάχνουν τρόπους χειρισμού…
Χρειάζονται οι ειδικές αστυνομικές ομάδες;
Οι ειδικές ομάδες και τα ειδικά σώματα της αστυνομίας (ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ, ΔΡΑΣΗ, ΕΚΑΜ κ.ο.κ.) πολύ λίγη σχέση έχουν με την προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα – κοινό και οργανωμένο. Περισσότερο έχουν να κάνουν με την επιτήρηση και την παρακολούθηση των πολιτών και την καταστολή κάθε αντίδρασης που θεωρείται επικίνδυνη –τώρα ή δυνητικά– από την εκάστοτε κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα που εύκολα μπορεί να εξαχθεί από έναν απλό απολογισμό της δράσης που έχουν τα ειδικά αυτά σώματα από την ημέρα της ίδρυσής τους μέχρι και σήμερα. Ξέχωρα που αυτές οι ειδικές ομάδες τις περισσότερες φορές αποτελούν σφηκοφωλιές μισάνθρωπων, φασιστών και ακροδεξιών. Σε κάθε περίπτωση, μια πολιτεία που θα ενδιαφερόταν πρώτιστα για την ασφάλεια του πολίτη και της κοινωνίας σίγουρα θα έπρεπε να προωθήσει μια μεγάλης κλίμακας αναδιοργάνωση της αστυνομίας, η οποία θα καταργούσε αυτές τις ειδικές ομάδες και σώματα.