του Κώστα Λιβιεράτου

 

2017 – λίγες μέρες μετά το τέλος του ’16. Καιρός, στο περιθώριο των γιορτών, για κάποιους απολογισμούς, προσωπικούς όσο και πολιτικούς, αναμετρήσεις με το πέρασμα του χρόνου, ή με περασμένα χρόνια που ταξιδεύουν ακόμη στο σήμερα.

2017: επτά χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα. Δεν το ‘χαμε προβλέψει, δεν το ’χαμε καν διανοηθεί. Αίφνης οι ειδήσεις έγιναν αφόρητες καθώς βάλθηκαν να εκφωνούν ατέρμονα το «δόγμα του σοκ». Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το χρέος να εμπεδώνεται παντού ως γενική συνθήκη (αποικιοποίηση της χρεωμένης χώρας, κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου), τα μνημόνια να εδραιώνονται ως καθεστώς, τις διαπραγματεύσεις, τους διακανονισμούς, τις ρυθμίσεις να γίνονται όροι ζωής, το ευρώ σαν ένα εύθραυστο μα αδιαφιλονίκητο τοτέμ. Αργά, αλλά σταθερά η καθημερινότητα άλλαζε, τα νούμερα δεν έβγαιναν (ούτε της χώρας, ούτε τα δικά μας) κι όλοι καλούμασταν να βρούμε ατομικές λύσεις στο αδιέξοδο.

2017: πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε ότι τα τανκς βγήκαν στους δρόμους, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία και διακόπηκαν τα μαθήματα, ότι έγιναν παράνομες οι συναθροίσεις και οι ερασιτεχνικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Σιγά-σιγά η ζωή άρχισε να κυλάει σχεδόν κανονικά, μόνο που οι σχολικές γιορτές ήταν γελοίες, τα μαλλιά έπρεπε να ’ναι κοντά και οι συγγενείς κάποιων φίλων συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν. Απ’ αυτή τη δικτατορία, με την εξέγερση του Πολυτεχνείου που την κλόνισε και την εισβολή στην Κύπρο που την αποτέλειωσε, ξεπήδησε η μεταπολίτευση, που έφερε πάλι τον κόσμο στο δημόσιο χώρο και ξεδίπλωσε, τις επόμενες δεκαετίες, όλες τις αντιφάσεις και τις κακοδαιμονίες που της χρεώνονται ως σήμερα: ατελή εκσυγχρονισμό, δημοκρατικές κατακτήσεις και στρεβλώσεις, μαζική παιδεία και ξύλινη γλώσσα, πολιτιστική ηγεμονία και πολιτική αδυναμία της αριστεράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο μας έλαχε να ενηλικιωθούμε και να φτιάξουμε τις ζωές μας, δοκιμάζοντας ρήξεις και παρεκκλίσεις, προβάλλοντας αιτήματα ζωής και αξιώσεις ταυτότητας – μαζί με μια νοσταλγία για πράγματα που ονειρευτήκαμε κάποτε κι ακόμη περιμένουν να λάβουν εκδίκηση.

2017: εκατό χρόνια από τη Ρωσική Επανάσταση. Αν και μεγαλωμένοι μέσα στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, μάθαμε από την πρώτη πολιτική μας στράτευση να σεβόμαστε τη μεγάλη ανατροπή που άλλαξε τη μοίρα εξαθλιωμένων μαζών, σκόρπισε τον τρόμο στους κυρίαρχους και συνεπήρε τους καταπιεσμένους σ’ όλο τον κόσμο. Κι αυτό παρά τις πρώιμες ενδείξεις (βεβαιότητες πλέον) ότι τα σπέρματα της γραφειοκρατικής ανελευθερίας ήταν ήδη εκεί, στα σχέδια και τα μέσα των κύριων εκφραστών της. Η επανάσταση που περιχαρακώθηκε κι έγινε καθεστώς μακραίνει πια στον ορίζοντά μας, σαν άλλη μια ιστορική χρονολογία. Και το καθεστώς που έγινε το κουφάρι της κι έκλεισε τον κύκλο του μετά το 1989 δεν αποπνέει παρά την κατάθλιψη του υπαρκτού σοσιαλισμού μπροστά στο θρίαμβο του ύστερου καπιταλισμού και του επίσης ολοκληρωτικού «ελεύθερου κόσμου».

2017: πενήντα χρόνια από τα κινήματα της αντικουλτούρας και της νέας αριστεράς: μπητ, χίπις, γίπις, Μαύρη Δύναμη, καταστασιακοί κ.ά., που τάραξαν το κατεστημένο με τις κινητοποιήσεις για το Βιετνάμ, τον Μάη του ’68, την άνοιξη της Πράγας. Μάθαμε γι’ αυτά εκ των υστέρων, κυρίως από τον απόηχο των εκρήξεων στη μουσική και πολιτιστική σκηνή. Ήταν η κληρονομιά δίσκων όπως το Blonde on Blonde, το Beggars Banquet και το White Album, ταινιών όπως το Blow Up και το Weekend, συναυλιών όπως του Γούντστοκ, που ξεσήκωναν τους νέους επανασυνδέοντας σε βάθος το νου και το κορμί τους. Οι δονήσεις τους δεν άργησαν να φτάσουν μέχρι εδώ ηλεκτρίζοντας τις δικές μας παραδόσεις, στον Μπάλο και την Ευδοκία, ή αργότερα στην Εκδίκηση της γυφτιάς. Ακόμη και σήμερα άλλωστε μπορεί να βρει κανείς στη Γαύδο ή στο Ρούκουνα της Ανάφης κάτι από τα χαμένα Μάταλα της φαντασίας μας.

2017: έξι χρόνια από το κίνημα των πλατειών. Για πολλούς από μας αυτή ήταν η πρώτη σημαντική συλλογική εμπειρία μετά από δεκαετίες παροπλισμού, ένα μοναδικό πολιτικό συμβάν που έσπειρε την αμηχανία σ’ όλο το φάσμα από τη δεξιά μέχρι την αριστερά και την αναρχία. Αμηχανία που όμως δεν εμπόδισε τη συγκίνηση: αυτή που συντόνιζε τα σώματα και τα πνεύματα του πλήθους σε μορφές δράσης εμπνευσμένες από τα πρόσφατα κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης, αλλά κι από μακραίωνες παραδόσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας. Έξω από τις συνήθειές μας, πέρα από τις αποτυχίες μας, πάνω από τις προσδοκίες μας, τούτη η εμπειρία πολιτικής ανυπακοής και κοινοτικής αλληλεγγύης μεταμόρφωσε για λίγο το κέντρο της πόλης σ’ ένα χωνευτήρι που μέσα του έσβηναν προσωπικές έγνοιες και ατομικές προβολές. Για να καταλυθεί στο τέλος, χρειάστηκαν τα ΜΑΤ, τα χημικά τους και, πάνω απ’ όλα, η εξοντωτική υπομονή της εξουσίας. Αλλά και η εξέγερση μπορεί να περιμένει.

2017: δύο χρόνια από την Πρώτη Φορά Αριστερά. Για τους ανθρώπους της γενιάς μου, αλλά και για ευρύτερο κόσμο, ήταν μια ύστατη απόπειρα να αναθέσουμε στην ιστορική αριστερά τη διαχείριση των πολιτικών μας οραμάτων. Καλύτερα απ’ οποιαδήποτε διακήρυξη, η διαπραγμάτευση έδειξε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ο παράδεισος του Διαφωτισμού που μας υπόσχονταν οι θιασώτες της, αλλά μάλλον ένα καθαρτήριο εκεί όπου, σύμφωνα με τις χειρότερες παραδόσεις του γκανγκστερικού καπιταλισμού, η «προστασία» μπλοκάρει τη δημοκρατικά εκφρασμένη λαϊκή βούληση για να εμποδίσει κάθε απόκλιση από τον ευρωμονόδρομο. Αντί όμως αυτή η απομυθοποίηση να δυναμώσει τις αντιστάσεις της αριστεράς αξιοποιώντας τη λαϊκή στήριξη, τις άφησε να ξοδευτούν. Το δημοψήφισμα του Όχι έγινε συμφωνία του «Ναι σε όλα» και η «δεύτερη φορά αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ τραγελαφική επιβεβαίωση της ΤΙΝΑ και της αιώνιας επιστροφής του όμοιου. Χάθηκε έτσι μια ευκαιρία (ίσως η τελευταία, όσο μικρή κι αν ήταν) να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, στην αναμέτρηση μ’ ένα σύστημα που όχι μόνο εξασφαλίζει την υπεροπλία, αλλά έχει μάθει να ενσωματώνει και να κεφαλαιοποιεί ακόμη και τις μικρές μας νίκες.

2017 λοιπόν – ένα παρόν φορτισμένο από ανεσταλμένα παρελθόντα (θα μπορούσαν να ’ναι κι άλλα: π.χ. τριάντα εννέα χρόνια από τη Β΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Ρήγα Φεραίου, δεκαπέντε χρόνια από τη σύλληψη της 17 Νοέμβρη, οκτώ και κάτι από το ξέσπασμα του Δεκέμβρη…), αφετηρία για έναν πολιτικό απολογισμό που διασταυρώνεται με χίλιες στιγμές προσωπικής βιογραφίας (σχεδόν τέσσερα χρόνια, ας πούμε, από το θάνατο αγαπημένων προσώπων – ) και διεκδικεί τον χαμένο χρόνο. Ή αλλιώς:

2017 – η πρώτη χρονιά της υπόλοιπης ζωής μας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!