Του Κώστα Σκηνιώτη

Πριν από λίγες μέρες ανέτειλε ένας καινούργιος χρόνος. Βασικός προσδιοριστικός παράγοντας για τον χρόνο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και η παρουσία του, δηλαδή η ζωή.
Προσδιοριστικός παράγοντας για το αν ένας χρόνος είναι καλός ή όχι είναι αν σε αυτόν υπήρξε αληθινή και ουσιαστική πρόοδος και ευημερία για τον λαό.
Το 2014 ήρθε και όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν, προσμένουν, προσδοκούν και θέλουν να υπερβεί τις κακές προβλέψεις και να φέρει κάτι καλύτερο.
Το 2014 ήρθε και χωρίς να το θέλει κανείς κάνει μερικούς αυτόματους συνειρμούς, όπως ότι:
• Κλείνουν 100 χρόνια από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
• Κλείνουν 70 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας από τη γερμανική κατοχή
• Κλείνουν 40 χρόνια από τη βίαιη εισβολή και την κατοχή της μισής Κύπρου από την Τουρκία
• Κλείνουν 40 χρόνια από τη πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας
Οι σημαντικοί αυτοί σταθμοί δείχνουν τη διαρκή και συνεχιζόμενη μάχη του ελληνικού λαού. Ο λαός αυτός καταφέρνει να ανασταίνεται και να σηκώνεται πάντα όρθιος κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Σε αυτόν τον αγώνα είναι αφιερωμένο το παρακάτω ποίημα:

Ελλάδα

Διαταγή έδωσε κάποιος από το βάθος.
Δύσκολο να δούμε το πρόσωπό του·
κάποιοι είπαν μάλιστα
ότι δεν είχε καθόλου πρόσωπο
ότι είχε μόνο σώμα
αλλά και αυτό δεν το διέκριναν καλά.

Άλλοι είπαν
ότι δεν είχε ούτε σώμα
-σίγουρα δεν είχε καρδιά-
αλλά είχε, λέει, μόνο χέρια
πολλά χέρια·
ήταν κάτι σαν τέρας.

Έδωσε τη διαταγή.
Ύστερα άνοιξαν οι πόρτες
και οι ορδές ξεχύθηκαν.
Οι ίδιοι πάντα παράφρονες κατακτητές
λεγεωνάριοι και σταυροφόροι
με τις ασπίδες τους στα χέρια
και τα γυμνά τους ξίφη όρθια.

Έπεσαν πρώτα πάνω στα παιδιά μας
ξεκλήρισαν τη γενιά
πέρασαν μέσα από τα σπίτια μας
πυρπόλησαν τις σοδειές μας
σύλησαν του τάφους των γονιών μας
γκρέμισαν τα μνημεία μας.
Ιερόσυλοι και ασύδοτοι.

Δεν έκλαιγε κανείς μας.
Ούτε οι μάνες τα παιδιά τους
ούτε οι άντρες τους πατέρες τους
ούτε οι αδελφές τους αδελφούς τους.
Μόνο κρατήσαμε ο ένας τον άλλον
σταθήκαμε όρθιοι απέναντί τους.

Βγήκε μπροστά αυτός
που έδωσε τη διαταγή.
Ο ακέφαλος
ο ασώματος
ο άκαρδος.
Μόνο μια βραχνή φωνή
σαν να ’βγαινε από τάφο.

Μίλησε.
Εμείς, είπε
οι εκλεκτοί αυτού του κόσμου
ενεργώντας για το καλό σας
αλλάζουμε σήμερα τον κόσμο.
Ερήμην μας, φώναξε ένας από μας
και ο χωρίς καρδιά κοντοστάθηκε
γέλασε βραχνά και απομακρύνθηκε.

Το ίδιο βράδυ
γλίστρησε στον ουρανό
ένα πανσέληνο φεγγάρι
γέμισε με κίτρινο φως
κάθε γωνιά του χωριού μας.
Τότε οι μάνες
οι γυναίκες, οι αγαπημένες
οι αδελφές και οι κόρες
ύψωσαν ψηλά ένα μαύρο πέπλο
εμπόδιο στο φως να φθάσει ως κάτω.

Οι πατέρες, οι αδελφοί, οι θείοι
οι άντρες, οι αγαπημένοι και οι γιοι
μαζί με τον παππού και τη γιαγιά,
βγήκαν σε κάθε άκρη.
Βρήκαν τα κορμιά των παιδιών
τα έφεραν στη μεγάλη πλαγιά
έξω από το χωριό
και τα απόθεσαν το ένα δίπλα στο άλλο.

Ο παππούς φίλησε στο στόμα
ένα ένα τα αγόρια
και η γιαγιά φίλησε στο στόμα
ένα ένα τα κορίτσια.
Έτσι τα ανέστησαν.
Αγκαλιάστηκαν σιωπηλά
η ζωή κύλησε μέσα τους
ήταν όλα χαρούμενα και γελαστά.

Πριν φύγουν
απλώσαμε κουβάρι κόκκινη κλωστή
κόψαμε μικρά μικρά κομμάτια
πήραμε ο καθένας από ένα
το δέσαμε στον καρπό του αριστερού χεριού.

Τα αγόρια και τα κορίτσια
ανηφόρισαν ψηλά στο βουνό
εκεί που οι τεράστιοι έλατοι
άγγιζαν θαρρείς τον ουρανό
με την ελπίδα κατευόδιο.
Θα ξανάρθουμε μας είπαν.
Κι εμείς υπόσχεση δώσαμε να περιμένουμε.

Η επόμενη μέρα
ξεκίνημα αγώνα
ξανά σπορά, όργωμα, άνθιση.
Σύνθημα όλων μας
«εις το επανειδείν».

* O Κώστας Σκηνιώτης
είναι ποιητής, μέλος της Εταιρίας
Ελλήνων Λογοτεχνών

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!