Θέση 1η: Το 1968 ήταν μια επανάσταση του παγκόσμιου συστήματος και από το παγκόσμιο σύστημα.
Η Επανάσταση του 1968 ήταν μια επανάσταση, μια ξεχωριστή επανάσταση. Σημαδεύτηκε από διαδηλώσεις, διαταραχή της τάξης και βία σε πολλά μέρη του κόσμου για μια περίοδο τουλάχιστον τριών χρόνων. Οι ρίζες της, οι συνέπειές της και τα μαθήματα δεν μπορούν να αναλυθούν σωστά με την επίκληση των συγκεκριμένων συνθηκών των τοπικών εκδηλώσεων αυτού του παγκόσμιου φαινομένου, ανεξάρτητα από το πόσο οι τοπικοί παράγοντες όρισαν τις λεπτομέρειες των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων κάθε τοπικότητας. […]
Ρίζες
Θέση 2η: Η πρωταρχική διαμαρτυρία του 1968 ήταν ενάντια στην ηγεμονία των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα (και στη σοβιετική συναίνεση σε αυτή την ηγεμονία).
Το 1968, ο κόσμος ήταν ακόμα στο μέσο αυτού που αποκαλείται στη Γαλλία τα “τριάντα ένδοξα” χρόνια – την περίοδο της απίστευτης επέκτασης της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ή, καλύτερα, το 1968 ακολούθησε αμέσως την πρώτη σημαντική ένδειξη της αρχής μιας μακράς παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, που ήταν οι σοβαρές δυσκολίες του αμερικανικού δολαρίου το 1967 – δυσκολίες που δεν σταμάτησαν έκτοτε.
Η περίοδος 1945-1967 ήταν περίοδος αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα, βάση της οποίας ήταν η απίστευτη υπεροχή σε παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ σε όλους τους τομείς μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ΗΠΑ μετέφρασαν αυτό το οικονομικό πλεονέκτημα σε παγκόσμια πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία, παίρνοντας τέσσερις κύριες πολιτικές πρωτοβουλίες στη μετά-1945 περίοδο. Οικοδόμησαν γύρω τους ενά “συμμαχικό σύστημα” με τη Δυτική Ευρώπη –και την Ιαπωνία– που χαρακτηρίστηκε ως το κέντρο του “ελεύθερου κόσμου” και επένδυσαν στην οικονομική ανοικοδόμηση αυτών των περιοχών (Σχέδιο Μάρσαλ, κ.λπ.). Οι ΗΠΑ θέλησαν με αυτόν τον τρόπο και να εξασφαλίσουν το ρόλο της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας ως κύριων οικονομικών πελατών και να εγγυηθούν την εσωτερική πολιτική τους σταθερότητα και τη διεθνή πολιτική τους πελατεία.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ εισήλθαν σε μια σχέση στυλιζαρισμένου Ψυχρού Πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση, βασισμένη στην εξασφάλιση από τη Σοβιετική Ένωση μιας μικρής αλλά σημαντικής ζώνης πολιτικής κυριαρχίας (Ανατολική Ευρώπη). Αυτή η αποκαλούμενη “Συμφωνία της Γιάλτας” επέτρεψε και στις δύο χώρες να παρουσιάσουν τη σχέση τους ως σχέση απεριόριστης ιδεολογικής σύγκρουσης, με το σημαντικό όρο ότι δεν θα συμβούν αλλαγές στη γραμμή Ανατολής-Δύσης και δεν θα υπάρξουν στρατιωτικές συγκρούσεις, ειδικά στην Ευρώπη.
Τρίτον, οι ΗΠΑ γύρευαν να επιτύχουν μια σταδιακή, σχετικά αναίμακτη αποαποικιοποίηση της Ασίας και της Αφρικής, με την υπόθεση ότι αυτό θα μπορούσε να τακτοποιηθεί μέσω μιας αποκαλούμενης μετριοπαθούς ηγεσίας. Αυτό έγινε πολύ πιο επείγον με τη νίκη του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κίνα, μια νίκη –ας σημειωθεί– που επιτεύχθηκε παρά τις συμβουλές της Σοβιετικής Ένωσης. Η μετριοπάθεια καθοριζόταν από την έλλειψη σημαντικών ιδεολογικών σχέσεων αυτής της ηγεσίας με τη Σοβιετική Ένωση και με τον παγκόσμιο κομμουνισμό και, ακόμη, από τη θέληση των πρώην αποικιών ως κράτη να συμμετάσχουν στις υπάρχουσες διεθνείς οικονομικές συμφωνίες. Αυτή η διαδικασία της ελεγχόμενης μετριοπαθούς αποαποικιοποίησης υποβοηθήθηκε από την περιστασιακή και διακριτική χρήση περιορισμένων στρατιωτικών δυνάμεων από τις ΗΠΑ.
Τέταρτον, η ηγεσία των ΗΠΑ έψαχνε να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο στο εσωτερικό, ελαχιστοποιώντας τις εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις μέσω οικονομικών παραχωρήσεων στους ειδικευμένους, συνδικαλισμένους εργάτες, από τη μια, και στρατολογώντας την εργασία στις ΗΠΑ σε μια παγκόσμια αντικομμουνιστική σταυροφορία, από την άλλη. Αναζητούσε, επίσης, να μετριάσει τις εν δυνάμει φυλετικές συγκρούσεις, εξαλείφοντας τις προσβλητικές διακρίσεις από τον πολιτικό στίβο (τέλος των διακρίσεων στις ένοπλες δυνάμεις, συνταγματική ακύρωση των διακρίσεων σε όλους τους τομείς, Πράξη Δικαιώματος Ψήφου). Οι ΗΠΑ ενθάρρυναν τους βασικούς συμμάχους τους να εργαστούν σε παράλληλους δρόμους προς τη μεγιστοποίηση της εσωτερικής ενότητας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των πολιτικών πρωτοβουλιών από τις ΗΠΑ ήταν ένα συστημα ηγεμονικού ελέγχου, που λειτούργησε αρκετά καλά τη δεκαετία του 1950. Έκανε δυνατή τη συνεχιζόμενη επέκταση της παγκόσμιας οικονομιάς, με σημαντικά εισοδηματικά προνόμια για τη “μέση” τάξη σε όλο τον κόσμο. Έκανε δυνατή την οικοδόμηση του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο, εκείνο τον καιρό, ανακλούσε την πολιτική θέληση των ΗΠΑ και εξασφάλιζε έναν σταθερό παγκόσμιο πολιτικό στίβο. Συνέβαλε στην “αποαποικιοποίηση” μεγάλων κομματιών αυτού που αποκαλέστηκε “Τρίτος Κόσμος” με απίστευτη ταχύτητα. Και εξασφάλισε το γεγονός ότι στη Δύση, γενικά, η δεκαετία του ’50 ήταν μια περίοδος σχετικής πολιτικής ηρεμίας.
Παρ’ όλα αυτά, στη δεκαετία του ’60, αυτή η πατέντα της επιτυχούς “ηγεμονίας” άρχιζε να ξεφτίζει, εν μέρει λόγω της μεγάλης επιτυχίας της. Η οικονομική ανοικοδόμηση των ισχυρών συμμάχων των ΗΠΑ ήταν τόσο μεγάλη, που άρχισαν να επαναδιεκδικούν κάποια οικονομική –και ακόμα κάποια πολιτική– αυτονομία. Αυτή ήταν, για παράδειγμα, –μολονότι όχι μόνο– η σημασία του “γκωλισμού”. Ο θάνατος του Στάλιν σημείωσε το τέλος του “μονολιθικού” σοβιετικού μπλοκ. Ακολουθήθηκε, απ’ όσο γνωρίζουμε, από μια –ακόμη ακολουθούμενη– διαδικασία αποσταλινοποίησης και αποδορυφοριοποίησης, με δύο κυριότερα σημεία την Έκθεση του Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος το 1956, και τη σινοσοβιετική διάσπαση το 1960. Η ηρεμία της αποαποικιοποίησης του Τρίτου Κόσμου διαταράχτηκε από δύο μακρούς και εξαντλητικούς αντιαποικιακούς αγώνες στην Αλγερία και στο Βιετνάμ – οι οποίοι οπωσδήποτε σχετίζονται με το μεγάλο κουβανικό αγώνα). Τελικά, οι πολιτικές “παραχωρήσεις” της δεκαετίας του ’50 σε “μειονοτικές ομάδες” στις ΗΠΑ –και αλλού στο δυτικό κόσμο– αύξησαν τις προσδοκίες, που δεν εκπληρώθηκαν, είτε στον πολιτικό είτε στον οικονομικό στίβο, κι έτσι ενέτειναν στην πράξη, αντί να περιορίσουν, την περαιτέρω πολιτική κινητοποίηση. […]
Θέση 3η: Η δευτερεύουσα αλλά τελικά πιο παθιασμένη διαμαρτυρία του 1968 ήταν ενάντια στα “παλιά αριστερά” αντισυστημικά κινήματα.
Ο 19ος αιώνας είδε τη γέννηση δύο σημαντικών εκδοχών των αντισυστημικών κινημάτων? των κοινωνικών και των εθνικών κινημάτων. Το πρώτο έδινε έμφαση στην καταπίεση του προλεταριάτου από την αστική τάξη. Το δεύτερο έδινε έμφαση στην καταπίεση των υποτελών λαών –και “μειονοτήτων”– από τους κυρίαρχους λαούς. Και τα δύο είδη κινημάτων ζητούσαν να πετύχουν, με μια ευρεία έννοια, την “ισότητα”. Στην πραγματικότητα, και τα δύο είδη κινημάτων χρησιμοποίησαν τους τρεις όρους του γαλλικού επαναστατικού συνθήματος “ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα” σχεδόν εναλλακτικά.
Και τα δύο είδη κινημάτων πήραν συγκεκριμένη οργανωτική μορφή στη μια χώρα μετά την άλλη, σχεδόν παντού, στο δεύτερο μισό του 19ου και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Και τα δύο είδη κινημάτων έδωσαν έμφαση στη σημασία της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας ως αναντικατάστατου ενδιάμεσου κατορθώματος στο δρόμο για τους απώτερους στόχους τους. Το κοινωνικό κίνημα, όμως, είχε μια σημαντική παγκόσμια διάπσαση στις αρχές του 20ού αιώνα, που αφορούσε το δρόμο προς την κρατική εξουσία (κοινοβουλευτισμός ενάντια σε στρατηγικές εξέγερσης).
Το 1945, υπήρχαν τρία ξεκάθαρα και διαχωρισμένα δίκτυα τέτοιων κινημάτων στην παγκόσμια σκηνή: τα τρτοδιεθνιστικά κομμουνιστικά κόμματα, τα δευτεροδιεθνιστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τα διάφορα εθνικιστικά (και εθνικοαπελευθερωτικά) κινήματα. Η περίοδος 1945-1968 ήταν μια περίοδος θαυμαστών πολιτικών επιτυχιών γι’ αυτά τα τρία δίκτυα κινημάτων. Τα τριτοδιεθνιστικά κόμματα πήραν την εξουσία, με διάφορα μέσα, σε μια σειρά χώρες, λίγο πολύ γειτονικές της Σοβιετικής Ένωσης (Ανατολική Ευρώπη, Κίνα, Βόρεια Κορέα). Τα δευτεροδιεθνιστικά κόμματα (χρησιμοποιώ τον όρο χαλαρά, ενσωματώνοντας σε αυτή την κατηγορία και το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ όπως αναμορφώθηκε από τον Ρούσβελτ) ήρθαν στην εξουσία –ή τουλάχιστον έφτασαν στο δικαίωμα της εναλλαγής– στο δυτικό κόσμο (Δυτική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική, Αυστραλασία). Τα εθνικιστικά ή εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ήρθαν στην εξουσία στις περισσότερες πρώην αποικίες στην Ασία, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική, την Καραϊβική και με διαφορετική κάπως μορφή στην από καιρό ανεξάρτητη Λατινική Αμερική.
Το σημαντικό στοιχείο της ανάλυσης της Επανάστασης του 1968 ήταν ότι τα νέα κινήματα που δημιουργήθηκαν τότε καθοδηγήθηκαν από νέους που μεγάλωσαν σε έναν κόσμο όπου τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα στις χώρες τους δεν ήταν σε μια πρώιμη φάση κινητοποίησης αλλά είχαν ήδη πετύχει τον ενδιάμεσο στόχο τους, αυτόν της κρατικής εξουσίας. Έτσι, τα “παλιά” κινήματα μπορούσαν να κριθούν όχι μόνο από τις υποσχέσεις τους αλλά και από την πρακτική τους στην εξουσία. […]
Η οργή του αμερικάνικου SDS ενάντια στους “φιλελεύθερους”, των “soixante-huitards” ενάντια στο ΚΚ Γαλλίας (για να μη μιλήσουμε για τους σοσιαλιστές), του γερμανικού SDS ενάντια στο SPD ήταν τόσο παθιασμένη λόγω της αίσθησης της θεμελιώδους προδοσίας. Αυτή ήταν η αληθινή εφαρμογή ενός άλλου αφορισμού του 1968: “Μην εμπιστεύεσαι κανέναν πάνω από 30 ετών”. Ήταν λιγότερο γενικευμένο στο ατομικό επίπεδο απ’ ό,τι στο επίπεδο των αντισυστημικών οργανώσεων. Δεν θεωρώ ατύχημα ότι το μεγαλύτερο ξέσπασμα στο σοβιετικό μπλοκ ήταν στην Τσεχοσλοβακία, μια χώρα με ξεχωριστά παλιά και δυνατή τριτοδιεθνιστική παράδοση. Οι ηγέτες της Άνοιξης της Πράγας πάλεψαν στο όνομα του “ανθρώπινου κομμουνισμού”, δηλαδή ενάντια στην προδοσία που αντιπροσώπευε ο σταλινισμός. Δεν θεωρώ, επίσης, ατύχημα ότι το μεγαλύτερο ξέσπασμα στον Τρίτο Κόσμο ήταν στο Μεξικό, στη χώρα που είχε το παλιότερο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην εξουσία, ή ότι σημαντικά ξεσπάσματα έγιναν στο Ντακάρ ή στην Καλκούτα, δυο πόλεις με πολύ παλιές εθνικιστικές παραδόσεις.
Όχι μόνο η επανάσταση του 1968 κατευθύνθηκε, ακόμα και δευτερευόντως, ενάντια στην “παλιά Αριστερά” σε όλο τον κόσμο, αλλά αυτή η “παλιά Αριστερά” απάντησε, όπως ξέρουμε, με το ίδιο νόμισμα. Η “παλιά Αριστερά” βρέθηκε αποσβολωμένη να δέχεται επίθεση από τα αριστερά (ποιοι, εμείς, που έχουμε τέτοια άψογα πιστοποιητικά;) και μετά εξαγριώθηκε βαθιά με τον τυχοδιωκτισμό που η “νέα Αριστερά” αντιπροσώπευε στα μάτια της. Καθώς η “παλιά Αριστερά” απαντούσε με αυξανόμενη ανυπομονησία και εχθρότητα στο διαδιδόμενο “αναρχισμό” της “νέας Αριστεράς”, η τελευταία έδινε ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στην ιδεολογική κεντρικότητα της πάλης της με την “παλιά Αριστερά”. Αυτό πήρε τη μορφή πολλαπλών “μαοϊσμών” που αναπτύχθηκαν στις αρχές του ’70 σε όλο τον κόσμο, και φυσικά στην ίδια την Κίνα.
Θέση 4η: Η αντικουλτούρα ήταν μέρος της επαναστατικής ευφορίας, αλλά δεν ήταν πολιτικά κεντρική το 1968.
Αυτό που αρχίσαμε να αποκαλούμε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 “αντικουλτούρα” ήταν ένα πολύ ορατό στοιχείο των διάφορων κινημάτων που συμμετείχαν στην επανάσταση του 1968. Γενικά, με τον όρο “αντικουλτούρα” εννοούμε την καθημερινή συμπεριφορά (σεξουαλικότητα, ναρκωτικά, ενδυμασία) και στις τέχνες αυτό που είναι αντισυμβατικό, μη αστικό και διονυσιακό. Υπήρξε μια τεράστια αύξηση της ποσότητας αυτής της συμπεριφοράς, άμεσα συνδεδεμένης με τον ακτιβισμό του “κινήματος”. Το φεστιβάλ του Γούντστοκ στις ΗΠΑ αντιπροσώπευε ένα είδος συμβολικής κορύφωσης τέτοιου είδους, σχετιζόμενης με το κίνημα αντικουλτούρας. […]
Παρ’ όλα αυτά, όπως μάθαμε τη δεκαετία του ’70, ήταν πολύ εύκολο να αποσυσχετίστει η αντικουλτούρα από την πολιτική (επαναστατική) δραστηριότητα. Πράγματι, είναι εύκολο να μετατρέψεις τάσεις αντικουλτούρας σε πολύ κερδοφόρα προσανατολισμένα στον καταναλωτισμό life-styles (η μετάβαση από τους hippies στους yuppies). Ενώ η αντικουλτούρα της “νέας Αριστεράς” ήταν περίοπτη στις περισσότερες από τις ίδιες τις δυνάμεις της, όπως ήταν και στους εχθρούς της, τελικά ήταν ένα μικρό στοιχείο στην εικόνα. Είναι ίσως μια από τις συνέπειες του 1968 ότι το διονυσιακό life-style εξαπλώθηκε. Δεν είναι κληρονομιά του. Στις πολιτικές κληρονομιές του πρέπει τώρα να στραφούμε.
Κληρονομιές
Οι κληρονομιές ακραίων συμβάντων είναι πάντοτε πολύπλοκα φαινόμενα. Από τη μια, είναι πάντα αμφιλεγόμενες. Από την άλλη, είναι πάντοτε αντικείμενο διεκδίκησης από διάφορους “κληρονόμους”, δηλαδή της νομιμοποίησης της παράδοσης – παρακαλώ, σημειώστε ότι ήδη υπάρχει παράδοση του 1968. Οι παραδόσεις δημιουργούνταν γρήγορα, και η “παράδοση” της Επανάστασης του 1968 λειτουργούσε ήδη στις αρχές του ’70. Και το 1988, υπήρξαν πολλές εκδηλώσεις, πολλά βιβλία και πολλές προσπάθειες αποκατάστασής της, επίσης. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ή να μας φοβίζει. Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα έχουν δική τους ζωή και αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια απλής σύλληψής τους. Το 1968 δεν είναι διαφορετικό. Έχοντάς σας, λοιπόν, προειδοποιήσει ενάντιά μου, παρ’ όλα αυτά θα θέσω ενώπιόν σας αυτό που πιστεύω ότι είναι οι δύο βασικές κληρονομιές του 1968.
Θέση 5η: Οι επαναστατικές ομάδες που αντιπροσωπεύουν “μειονότητες” ή κατώτερα στρώματα δεν χρειάζονται πλέον και δεν παίρνουν πλέον τη δευτερεύουσα θέση στα επαναστατικά κινήματα, που αντιπροσωπεύουν, υποτίθεται, “πλειοψηφικές” ομάδες.
Το 1968 ήταν ο ιδεολογικός τάφος της έννοιας του “κύριου ρόλου” του βιομηχανικού προλεταριάτου. Αυτός ο κύριος ρόλος είχε αμφισβητηθεί από καιρό, αλλά ποτέ πριν τόσο μαζικά και τόσο αποτελεσματικά. Γιατί το 1968 αμφισβητούνταν λόγω του ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν –και πάντα δομικά θα παρέμενε– μόνο ένα συστατικό μεταξύ των άλλων της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Η ιστορική τοποθέτηση και των δύο ποικιλιών των “παλιών αριστερών” κινημάτων (σοσιαλιστικών και εθνικών) ήταν ότι αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα του “βασικού” καταπιεζόμενου – είτε της “εργατικής τάξης” μιας δεδομένης χώρας είτε του “έθνους”, του οποίου η εθνική έκφραση ήταν ανεκπλήρωτη. Αυτά τα κινήματα συμφωνούσαν ότι τα παράπονα “άλλων” ομάδων, που έβλεπαν να αντιμετωπίζονται ανισότιμα –οι ανεκπλήρωτες εθνικές εκφράσεις για τα σοσιαλιστικά κινήματα, η εργατική τάξη για τα εθνικιστικά κινήματα, οι γυναίκες και για τα δύο είδη κινημάτων, και οποιαδήποτε άλλη ομάδα, που θα μπορούσε να επικαλεστεί κοινωνική ή πολιτική καταπίεση– ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, δευτερεύοντα και, στη χειρότερη, αντιπερισπασμοί. Οι ομάδες της “παλιάς Αριστεράς” έτειναν να υποστηρίζουν ότι ο στόχος της απόκτησης της κρατικής εξουσίας έπρεπε να είναι ο πρωταρχικός στόχος και το πρωθύστερο επίτευγμα, και μετά (υποστήριζαν) οι δευτερεύουσες καταπιέσεις θα εξαφανίζονταν ή, τουλάχιστον, θα μπορούσαν να επιλυθούν με κατάλληλη πολιτική δράση στη “μετεπαναστατική” εποχή. […]
Μετά το 1968, καμία από τις “άλλες” αγωνιζόμενες ομάδες –ούτε οι γυναίκες, ούτε οι φυλετικές “μειονότητες”, ούτε οι σεξουαλικές “μειονότητες”, ούτε οι ανάπηροι, ούτε οι “οικολόγοι”, που αρνούνταν την άκριτη αποδοχή των αξιωμάτων της αυξανόμενης παγκόσμιας παραγωγής– δεν θα δεχόταν ξανά την κληρονομιά της “αναμονής” κάποιας άλλης επανάστασης. Και από το 1968, τα κινήματα της “παλιάς Αριστεράς” βρέθηκαν στη συνεχώς αυξανόμενη δύσκολη θέση να κάνουν –και όντως δίστασαν να κάνουν– τέτοιες εκκλήσεις για “αναβολή” των αιτημάτων μέχρι την υποτιθέμενη μετεπαναστατική εποχή. Είναι εύκολο να επιβεβαιώσει κανείς την αλλαγή ατμόσφαιρας. Μια απλή ποσοτική ανάλυση περιεχομένου του παγκόσμιου αριστερού Τύπου, συγκρίνοντας, ας πουμε, το 1985 και το 1955, θα έδειχνε τη δραματική αύξηση του χώρου που δίνεται στις “άλλες” ανησυχίες, που κάποτε θεωρούνταν “δευτερεύουσες”. […]
Θέση 6η: Η συζήτηση για μια κεντρική στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού άνοιξε ξανά μέσα στα αντισυστημικά κινήματα και θα είναι η πολιτική συζήτηση-κλειδί για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Υπάρχουν σήμερα, με την ευρεία έννοια, έξι παραλλαγές αντισυστημικών κινημάτων: α) Στις δυτικές χώρες υπάρχουν κινήματας της “παλιάς Αριστεράς” με τη μορφή συνδικάτων και κομματιών των παραδοσιακών αριστερών κομμάτων – εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών, στα οποία θα μπορούσε να προσθέσει και τα κομμουνιστικά, παρά το ότι, με εξαίρεση την Ιταλία, αυτά αποδυναμώνονται ολοένα. Β) Στις ίδιες δυτικές χώρες υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία νέων κοινωνικών κινημάτων – γυναικών, “μειονοτήτων”, Πράσινων κ.ά. Γ) Στο σοσιαλιστικό μπλοκ υπάρχουν τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα στην εξουσία, μεταξύ των οποίων δεν εξαλείφτηκε ποτέ ένας αντισυστημικός ιός που προκαλεί ανανεούμενη πυρετώδη δράση από καιρό σε καιρό. Το “φαινόμενο Γκορμπατσόφ”, στο βαθμό που επικαλείται το “λενινισμό” ενάντια στο “σταλινισμό”, μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη. Δ) Στο ίδιο σοσιαλιστικό μπλοκ, ένα δίκτυο από εξωκομματικές οργανώσεις εμφανίζεται, οι οποίες παίρνουν το άρωμα των δυτικών νέων κοινωνικών κινημάτων. Έχουν, ωστόσο, το διακριτό χαρακτηριστικό του ζητήματος των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αντιγραφειοκρατίας. Ε) Στον Τρίτο Κόσμο υπάρχουν κομμάτια από τα παραδοσιακά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην εξουσία (για παράδειγμα, Αλγερία, Νικαράγουα και Μοζαμβίκη) ή κληρονόμοι τέτοιων κινημάτων που δεν βρίσκονται πια στην εξουσία (αν και “κληρονομιές”, όπως ο νασερισμός στον αραβικό κόσμο, τείνουν να σβήνουν). Φυσικά, σε χώρες με ανεκπλήρωτες επαναστάσεις (όπως η Νότια Αφρική ή το Ελ Σαλβαδόρ) τα κινήματα, αναγκαστικά ακόμα στη φάση κινητοποίησης και πάλης, έχουν τη δύναμη και τα χαρακτηριστικά των προγόνων τους σε άλλες χώρες, όταν βρίσκονταν σε αυτή τη φάση. ΣΤ) Και, τέλος, στις ίδιες τριτοκοσμικές χώρες υπάρχουν νέα κινήματα που απορρίπτουν ορισμένα “οικουμενικά” ζητήματα των προηγούμενων κινημάτων (θεωρούμενα ως “δυτικά”) και προκρίνουν “ιθαγενικές” μορφές διαμαρτυρίας, πολλές φορές με θρησκευτική μορφή. […]
Υπάρχουν, πιστεύω, τρεις βασικές παρατηρήσεις για τη σχέση αυτών των έξι παραλλαγών των (εν δυνάμει, εν μέρει, ιστορικών) αντισυστημικών κινημάτων μεταξύ τους. Πρώτον, τον καιρό της Επανάστασης του 1968, οι έξι παραλλαγές έτειναν να είναι αρκετά εχθρικές μεταξύ τους. Αυτό ήταν συγκεκριμένα αληθινό για τη σχέση του “παλιού” με το “νέο” σε κάθε ζώνη. Αλλά ήταν αληθινό και γενικότερα. Δηλαδή, καθεμία παραλλαγή έτεινε να είναι κριτική –αν όχι εχθρική– προς όλες τις άλλες πέντε. Αυτή η αρχική, πολυπρόσωπη, αμοιβαία εχθρότητα έτεινε να ελαττωθεί αρκετά τις επόμενες δύο δεκαετίες. Σήμερα, μπορεί κανείς να μιλήσει για έξι παραλλαγές κινημάτων που δείχνουν μια διστακτική –και ακόμη καχύποπτη– ανοχή μεταξύ τους, κάτι το οποίο είναι φυσικά πολύ μακριά από το να συμμαχήσουν πολιτικά μεταξύ τους.
Δεύτερον, οι έξι παραλλαγές του κινήματος ξεκίνησαν δοκιμαστικά να συζητούν μεταξύ τους για τη στρατηγική του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ένα βασικό θέμα είναι, φυσικά, η επιθυμία για την κρατική εξουσία, το θέμα που θεμελιωδώς διαίρεσε τις τρεις “παλιές” από τις τρεις “νέες” παραλλαγές κινημάτων. Ένα άλλο θέμα είναι η δομή της οργανωτικής ζωής. Αυτά είναι θέματα που συζητήθηκαν πλατιά την περίοδο 1850-1880 και λύθηκαν λιγότερο ή περισσότερο τότε. Τώρα άνοιξαν ξανά και συζητιούνται ξανά στο φως πλέον της “υπαρκτής” εμπειρίας της κρατικής εξουσίας.
Τρίτον, όταν και αν αυτή η συζήτηση για την παγκόσμια στρατηγική καταλήξει, ακόμα κι αν η κατάληξη πάρει τη μορφή της ανάμειξης των έξι παραλλαγών των κινημάτων σε μια μεγάλη παγκόσμια οικογένεια, αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει μια ενοποιημένη αντισυστημική στρατηγική. Για καιρό συμβαίνει –και θα συνεχίσει να συμβαίνει– αυτά τα κινήματα να περιέχουν άτομα, ομάδες και στρώματα, η ουσιαστική ευχή των οποίων δεν είναι η επιτυχία ενός εξισωτικού, δημοκρατικού κόσμου, αλλά η συντήρηση ενός ανισότιμου και αντιδημοκρατικού, αν και αναγκαστικά διαφορετικού δομικά από την υπάρχουσα παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία (τώρα μέσα στη μακρά δομική κρίση της). Πρέπει, λοιπόν, να πούμε ότι το τέλος της συζήτησης μέσα στα κινήματα θα συμπέσει πιθανότατα με την έναρξη μιας μάχης μέσα στην πιθανή οικογένεια κινημάτων ανάμεσα στους υπερασπιστές ενός κόσμου ισότητας και δημοκρατίας και στους αντιπάλους τους. […]
Πηγή: “Theory and Society”,
Vol. 18, No. 4 (July 1989), p. 431-449