Στα ψιλά πέρασε μια σημαντική συνάντηση μεταξύ 16 ευρωπαϊκών χωρών (11 κρατών μελών της Ε.Ε. και 5 υπό ένταξη βαλκανικών) και της Κίνας στη Βουδαπέστη. Πέραν της κινεζικής αντιπροσωπείας με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Λι Κετσιάνγκ και της ουγγρικής υπό τον πρόεδρο Βίκτορ Ορμπάν, συμμετείχαν όλοι οι… πρώην: Τσέχοι και Σλοβάκοι, Βαλτικές χώρες, Πολωνοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Αλβανοί, και όλα τα κράτη που δημιουργήθηκαν από το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Ήδη συμφωνήθηκε η επόμενη συνάντηση να πραγματοποιηθεί του χρόνου στη Σόφια, με τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Μπόικο Μπορίσοφ να σημειώνει ότι «θα επικεντρωθούμε στην περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεών μας με την Κίνα, και φυσικά στην κατάσταση των Δυτικών Βαλκανίων».
Ο Ορμπάν δεν ήταν διόλου φειδωλός στο εγκώμιο που έπλεξε προς το Πεκίνο: «Το αστέρι της Ανατολής λάμπει ψηλά», είπε, προσθέτοντας ότι «η Κίνα έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη οικονομική και τεχνολογική δύναμη στα πλαίσια του υπό διαμόρφωση νέου διεθνούς συσχετισμού» και ότι «προσφέρει πλειάδα ευκαιριών στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης». Έσπευσε επίσης να υπενθυμίσει στους άσπονδους εταίρους του εντός της Ε.Ε. ότι «οι 16 ευρωπαϊκές χώρες που συμμετέχουμε αποτελούμε την ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη, η οποία δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ιστορικές προκλήσεις χωρίς ισχυρούς συμμάχους». Παρεμφερείς ήταν οι παρεμβάσεις και των υπόλοιπων ηγετών.
Δυναμική διείσδυση του Πεκίνου
Αυτή η ενθουσιώδης –και γι’ αυτό φαινομενικά παράδοξη– συνεύρεση «περιφερειακών» ευρωπαϊκών χωρών, στην πλειοψηφία τους κυβερνώμενων από συντηρητικές ή και ακροδεξιές κυβερνήσεις (όπως του Ορμπάν), με τους Κινέζους «κομμουνιστές» έχει ήδη ισχυρή υλική βάση. Όπως είπε στην ομιλία του ο Λι Κετσιάνγκ, «τα τελευταία χρόνια η συνεργασία μαζί σας έχει ενισχυθεί, με την Κίνα να δημιουργεί νέες εταιρίες, να αυξάνει τις θέσεις εργασίας, να συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας και να στέλνει όλο και περισσότερους τουρίστες». «Σκοπεύουμε να αυξήσουμε την εισαγωγή υπηρεσιών και αγαθών, περιλαμβανομένων αγροτικών προϊόντων, από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη», πρόσθεσε, «και να ενισχύσουμε την ανάπτυξη των υποδομών που μας φέρνουν πιο κοντά».
Ήδη, πέρα από την «εισβολή» της COSCO στην Ελλάδα, με τον Πειραιά να μετατρέπεται σε στρατηγική είσοδο των νέων Δρόμων του Μεταξιού στην Ευρώπη, το Πεκίνο διεισδύει δυναμικά σε πολλές ακόμη χώρες. Προκαλεί έτσι μια δυσφορία που δύσκολα κρύβεται στο (παραπαίον, ελέω κρίσης και πολιτικής αστάθειας) Διευθυντήριο της Ε.Ε. Μεταξύ άλλων, επιδοτεί έργα υποδομών στα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς και τον εκσυγχρονισμό της σιδηροδρομικής σύνδεσης Βελιγραδίου-Βουδαπέστης, έργο κόστους σχεδόν 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Επίσης ο Κετσιάνγκ ανακοίνωσε στη Βουδαπέστη την ίδρυσης μιας «Διατραπεζικής Ένωσης Κίνας-Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης» και την παροχή περαιτέρω πιστώσεων από το ομώνυμο Ταμείο Επενδυτικής Συνεργασίας.
Νέες κεντρόφυγες τάσεις
Σε αντάλλαγμα, ο Κινέζος πρωθυπουργός ζήτησε από τον Ορμπάν και τους λοιπούς συμμετέχοντες να επιταχύνουν τις εργασίες για το τρένο υψηλής ταχύτητας μεταξύ Βελιγραδίου-Βουδαπέστης (που καθυστερεί επειδή οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι «δεν τηρήθηκαν οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις»…). Η απάντηση του Ορμπάν ήταν ένα νέο λιβανιστήρι προς το Πεκίνο, συνοδευόμενο από διαβεβαιώσεις ότι «οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θα συμμετάσχουν δραστήρια στους νέους Δρόμους του Μεταξιού και θα βελτιώσουν το περιβάλλον για τις κινεζικές εταιρίες που επενδύουν στην περιοχή μας»!
Με δεδομένες τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ, από τη μια, του Βερολίνου και των Βρυξελλών και, από την άλλη, της Βουδαπέστης και της Βαρσοβίας (και των αντίστοιχων συμμάχων τους), διαφαίνεται περαιτέρω ενδυνάμωση των κεντρόφυγων τάσεων. Φυσικά η επιρροή των ΗΠΑ σ’ αυτές τις χώρες παραμένει πολύ ισχυρή. Αλλά η αδυναμία της Ουάσιγκτον να επιβληθεί διεθνώς φαίνεται να έχει επισημανθεί από τους «16», εξ ου και τα δειλά αλλά υπαρκτά ανοίγματά τους προς την Κίνα – που μάλλον δεν θα παραμείνουν στενά οικονομικά όσο το Πεκίνο διεισδύει και ρίχνει κεφάλαια. Η ανησυχία του διευθυντηρίου της Ε.Ε. είναι εύλογη.