Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) αναμένεται να είναι η πρώτη σημαντική δοκιμασία για την κυβέρνηση το 2025. Τα σενάρια για το προτεινόμενο πρόσωπο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δίνουν και παίρνουν, με όλες τις ενδείξεις να δείχνουν πως αναζητείτε πρόσωπο «κοινής αποδοχής» που να διεμβολίζει και να δυσκολεύει τα κόμματα της κεντροαριστεράς. Με τον αέρα της σχετικά εύκολης υπερψήφισης του προϋπολογισμού, της ανάκτησης της κοινοβουλευτικής συσπείρωσης και έχοντας ξεπεράσει τον εσωκομματικό σκόπελο μετά την απομάκρυνση του ενοχλητικού Αντ. Σαμαρά και την «ευγενική» άρνηση του Κ. Καραμανλή στην πρόταση διαφόρων γαλάζιων στελεχών για τη θέση του ΠτΔ, η κυβέρνηση στρέφει το βλέμμα προς το μέλλον και συγκεκριμένα στην εκφρασμένη πρόθεσή της να ανοίξει άμεσα η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Εντός αυτής της προοπτικής η εκλογή ΠτΔ φαντάζει ιδανικός μοχλός προσέλκυσης δυνάμεων (κυρίως του ΠΑΣΟΚ) για τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της κοινοβουλευτικής αριθμητικής.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι δεδομένα. Κάποιος εκλεκτός του πολιτικού συστήματος, υποστηρικτής (αν όχι εμβληματικός εκπρόσωπος) του ειδικού καθεστώτος υποτέλειας που έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας. Ιδανικά αρκούντως «αντι-λαϊκιστής», που σε καμιά περίπτωση δεν θα παίρνει θέση στα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα, και ειδικότερα θα τάσσεται σαφώς με την κυρίαρχη γεωπολιτική κατεύθυνση της χώρας, τη ΝΑΤΟφροσύνη και την πολιτική κατευνασμού με την Τουρκία. Τα ονόματα των «μνημονιακών» Ε. Βενιζέλου και Γ. Στουρνάρα αλλά και των κυβερνητικών στελεχών ευρύτερης αποδοχής Κ. Τασούλα, Λ. Μενδώνη, Ν. Δένδια φαίνεται να βρίσκονται στο τραπέζι ‒κάποια ίσως να προβάλλονται και για να «καούν»‒, με τις πληροφορίες να θέλουν τον πρωθυπουργό να ανακοινώνει την απόφασή του μετά τα Θεοφάνεια, με τις διαρροές του Μαξίμου να ανοίγουν τη συζήτηση και για πιθανό ανασχηματισμό στον ίδιο χρονικό ορίζοντα, επιδιώκοντας να διασφαλίσουν την πειθαρχία των κεντρικών στελεχών της παράταξης.
Δεν είναι λίγοι, προσφάτως οι Β. Μειμαράκης και Ντ. Μπακογιάνη, αυτοί που εισηγούνται τη συνέχιση της θητείας της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου αφού πληρεί τα παραπάνω αναφερόμενα «προσόντα». Έχοντας το προηγούμενο της ευρείας αποδοχής στην ψηφοφορία της τρέχουσας θητείας της, στριμώχνοντας σαφώς την κεντροαριστερά ‒ο Αλ. Τσίπρας έχει ήδη τοποθετηθεί θετικά προς το πρόσωπό της‒, ενώ την ίδια στιγμή έχει στηρίξει, ώς τώρα, σε όλες τις βασικές επιλογές την κυβέρνηση. Η δυσαρέσκεια που συγκέντρωσε η ΠτΔ στο πρόσωπο της από την κομματική βάση της Ν.Δ. είναι ίσως το βασικότερο αγκάθι για την εν τέλει επιλογή της.
Δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών προκρίνουν και την υποψηφιότητα της Λ. Μενδώνη. Η υπουργός Πολιτισμού μπορεί να μην έχει ιδιαίτερες συμπάθειες εντός της ΝΔ, ενώ και η γενικότερη δημοφιλία της είναι χαμηλή σχετικά με τους ανταγωνιστές της, όμως πιθανή επιλογή της συνδέεται με την πολυδιαφημιζόμενη, από το σύστημα του Μαξίμου και τον Κ. Μητσοτάκη προσωπικά, επιστροφή (ή μάλλον καλύτερα δανεισμό) των γλυπτών του Παρθενώνα από τη Μ. Βρετανία. Η επικοινωνιακή επένδυση στο εν λόγω πρόσωπο, ίσως να ξεπεράσει τα οποία εσωκομματικά εμπόδια, ρίχνοντας και γέφυρες προς το ΠΑΣΟΚ, από τον χώρο του οποίου προέρχεται η κ. Μενδώνη.
Σε κάθε περίπτωση, η όποια επιλογή στο πνεύμα της σύμπνοιας και της συναίνεσης που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός δεν λύνει το πρόβλημα των πιέσεων εκ δεξιών του. Φαίνεται όμως ότι όσο διατηρείτε στην εξουσία, έχοντας τη δυνατότητα να μοιράζει χρήμα και θέσεις, οι πιέσεις αυτές είναι ακόμα διαχειρίσιμες. Τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας, καθώς τόσο τα τραντάγματα από πιθανή προώθηση των υπό εκκόλαψη διευθετήσεων με την Τουρκία όσο και τα αρπάγματα και οι εντεινόμενες αντιθέσεις εγχώριων ολιγαρχικών συμφερόντων αλλά και οι πολιτικοί μετασεισμοί της εκλογής Τραμπ που ήδη επηρεάζουν την Ευρώπη, αποτελούν έτσι κι αλλιώς παράγοντες αμφισβήτησης της κυβερνητικής σταθερότητας.