Tαξιδεύοντας
Το καλό κρασί του Λαν-Λιγκ, αρωματισμένο με βότανα
λάμπει σαν κεχριμπάρι στις σμαραγδένιες κούπες.
Αν καταφέρει ο νοικοκύρης να μεθύσει τους συνδαιτυμώνες
ίσως μπορέσουν να ξεχάσουν τον ξενιτεμό.
Κρασί από σταφύλι
Κρασί από σταφύλι στο χρυσαφένιο κύπελλο.
Δεκαπεντάχρονη ομορφιά μ’εξαίσια λυγεράδα.
Σαντάλια κεντημένα κόκκινα, βλέφαρα λεπτά γαλάζια.
Μπερδεμένα λογάκια, μα το τραγούδι γλυκύτατο.
Στην πλεξούδα ένα όστρακο, στην καρδιά το μεθύσι,
το άρωμα των κρίνων στην κάμαρα: Πολύ αργά να ξεφύγω.
Ανοιξιάτικο παράπονο
Ο άντρας μου με τ’άσπρο άτι
χάμουρα χρυσά
έφυγε ανατολικά στη θάλασσα του Λιάο.
Στις μεταξένιες κουρτίνες
την κεντητή κουβέρτα μου
με τ’αγέρι της άνοιξης αποκοιμιέμαι.
Η σελήνη περνώντας
απ’ τα παράθυρά μου
κρυφοκοιτά
το καντηλέρι μου που τρεμοσβήνει.
Λουλούδια μόρτικα
διαβαίνουν την πόρτα μου
περιγελώντας τη μοναξιά μου.
Μες στην ήσυχη νύχτα
Μι’αχτίδα μπλέχτηκε μες στο κρεβάτι μου.
Μην ήτανε δροσοσταλίδες;
Σηκώθηκα,
κι είδα πως ήταν το φεγγάρι.
Πλάγιασα πάλι,
και ξάφνου σκέφτηκα το σπίτι μου.
Πικρή αγάπη
Τι όμορφη, καθώς ανοίγει το μαργαριταρένιο παράθυρο,
πώς λυγίζει απαλά, πώς τρεμουλιάζουν τα μαλλιά της.
Μπορείς τώρα να δεις τα δάκρυα να λαμπυρίζουν στα μάτια της.
Μα όχι και κείνον π’αγαπά με τόση πίκρα.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά