Ή εμείς μεγαλώσαμε ή αυτοί φεύγουνε νωρίς.
Όπως και να έχει, η απώλεια ώρες-ώρες είναι αβάσταχτη, γιατί νιώθεις εντονότερα ότι πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο είναι οι άνθρωποι που συνθέτουν το ζεστό κουκούλι μέσα στο οποίο μπορείς να ζήσεις όμορφα. Άνθρωποι κοντινοί, συγγενείς και φίλοι, και άνθρωποι που από απόσταση, με τη στάση και το έργο τους, σου δημιουργούν αυτή τη ζεστασιά, αυτό το οικείο περιβάλλον που λείπει όλο και πιο πολύ από τον κατασκευασμένο κόσμο που υπολογίζει τον άνθρωπο μόνο σαν αριθμό φορολογικού μητρώου, καταναλωτή και ψηφοφόρο. Είναι συμπτωματικό άραγε ότι η ευημερία και η ανάπτυξη που τόσο πολύ θεοποιήθηκαν στο σύγχρονο καπιταλισμό, δημιουργούν κοινωνίες με όλο και περισσότερους ψυχιάτρους και όλο και περισσότερες φυλακές και διαμορφώνουν ανθρώπους ψυχικά διαταραγμένους που δεν μπορούν να αντέξουν τις ανέσεις τους χωρίς βία, μίσος και ψυχοφάρμακα;
Μέσα σε λίγες μέρες, αλλεπάλληλες απώλειες, γνωστών και αγνώστων, στρίμωξαν τα συναισθήματά μας. Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης; Σωτήρης Σιώκος, Λάκης Παππάς, Τάκης Κουμαντάνος, Κωστής Παπαγιώργης, Λεωνίδας Παπαγεωργίου, Γιώργος Λουκίδης, Κωστής Νικολάκης και κάποιοι άλλοι, άγνωστοι σε μένα, που στη ζωή τους έδωσαν αγώνες, μεγάλους και σκληρούς, για να είμαστε όρθιοι και αξιοπρεπείς, έφυγαν από τη ζωή. Ο Σωτήρης, αδιόρθωτος κομμουνιστής και εμψυχωτής, άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στο τρένο πηγαίνοντας για μια ομιλία στα Τρίκαλα. Ο Λάκης ήθελε να αλλάξει τον κόσμο διατηρώντας απαράλλαχτο ό,τι ωραίο είχε υπηρετήσει από τα νιάτα του στις μπουάτ της Πλάκας. Ο Τάκης ήταν από τα «παιδιά» των πολιτικών προσφύγων, που κατάφεραν με πείσμα και επιμονή να αποκτήσουν θέση σε μια κοινωνία που τους είχε διαγραμμένους από τότε που οι αγωνιστές γονείς τους κατέφυγαν καταδιωγμένοι και καταδικασμένοι στις ανατολικές χώρες. Περπατήσαμε μαζί στο Γράμμο, μετρώντας τα βήματά μας ευλαβικά στις πλαγιές και τις κορφές που είναι ποτισμένες από ελπίδες και οράματα. Ο Κωστής, βέρος διανοούμενος, έκανε για λογαριασμό μας πρωτότυπες περιηγήσεις στα άγνωστα βάθη των ιδεών και των υπάρξεων σε μια άνιση αντιπαράθεση με τους δικούς του εφιάλτες και τα φαντάσματα. Ο Λεωνίδας προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει ανοιχτό το Τριανόν, ένα από τα λίγα καταφύγια πολιτισμού που απομένουν στην πόλη. Τελευταία, τρεις φορές του έκλεψαν τα μηχανήματα, αλλά επέμενε, καταχρεωμένος, με ταινίες και εκδηλώσεις ποιότητας, μέχρι τη στιγμή που ένας από τους πολλούς ασυνείδητους που κυκλοφορούν στην πόλη πέρασε με κόκκινο και τον άφησε στον τόπο. Ο Γιώργος, ευγενής και θετικός, στο τμήμα πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ που τον παρακολουθούσα, ήταν από τους απλούς εργάτες, που πίστευαν ότι οι κοινωνίες δεν επιζούν μόνο με υλικά αγαθά. Ο Νικολάκης, ποιητής εκ του φυσικού, με συνεπή διαδρομή από το καροτσάκι με τα βιβλία στο μικρό αλλά πυκνό βιβλιοπωλείο της πλατείας Βικτωρίας όπου έδιναν τακτικό παρών ο Γιάννης Βαρβέρης και ο Γιώργος Μαρκόπουλος μεταξύ πολλών άλλων, δεν θα μας κάνει τη χάρη να είναι αυτοπροσώπως στην εκδήλωση που είχαμε εξαγγείλει προς τιμήν του, οι Βικτωριανοί και οι Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού, για τις 29 Απριλίου.
Άνθρωποι που πάλευαν σε διαφορετικά μέτωπα και είχαν ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον τους, έφυγαν μαζί με άλλους. Διαβάζω, αυτές τις μέρες, επικήδειους για αντάρτες στα βουνά, με φυλακές και εξορίες στην πλάτη τους, που ήταν τυχεροί γιατί επέζησαν, αλλά άτυχοι γιατί είδαν, προτού φύγουν, την Ελλάδα να καταστρέφεται ξανά από τους ίδιους που ανέκαθεν την λεηλατούσαν και την ξεπουλούσαν. Μαζί τους έφυγαν και πολλοί νέοι αγωνιστές, σαν τη γλυκύτατη Βάσια, από καρκίνους, εμφράγματα και εγκεφαλικά, αρρώστιες του θαυμαστού μας, ανταγωνιστικού και μολυσμένου, κόσμου. Αποχωρούν, δυσαναπλήρωτοι.
Γι’ αυτό, ας είναι ανάλαφρες οι σκέψεις μας που τους συνοδεύουν…
Στέλιος Ελληνιάδης