Η κυβέρνηση Κίρχνερ σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ για ομόλογα που έχουν αγοράσει «αρπακτικά», διεκδικώντας την εις ολόκληρον αποπληρωμή τους. Το γεγονός ότι μια χώρα του μεγέθους της Αργεντινής συγκρούεται με τις ΗΠΑ, είναι από μόνο του ένα σημαντικό γεγονός στον οικονομικό και πολιτικό κόσμο που μας περιβάλλει και στη Λατινική Αμερική, και στην Ευρώπη –φανταστείτε, ας πούμε, αντίστοιχα μια χώρα του Νότου της Ε.Ε. να συγκρούεται κατ’ αναλογία και με την ίδια ένταση με το Βερολίνο- και αλλού.
Συγκρούεται όμως μόνο με τις ΗΠΑ η Κίρχνερ; Ή αντιμετωπίζει -με τρόπο που αξίζει τουλάχιστον το σεβασμό μας- το διεθνές τέρας των «αγορών» που γνωρίσαμε «απ’ την καλή» και στην Ελλάδα; Συγκρούεται μόνο με τις ΗΠΑ ή συγκρούεται, ίσως πρώτη απ’ όλους, με ένα διεθνές σύστημα που δεν υπήρχε πριν από 20-30 χρόνια; Η ισχύς που έχει αποκτήσει το διεθνές χρηματοπιστωτικό τέρας, σε ένα βαθμό αυτονομημένο ακόμη και από τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες του πλανήτη, είναι αποτέλεσμα κυρίως των τελευταίων τριών δεκαετιών και ιδίως της δεκαετίας πριν από την κρίση του 2007-’08.
Αν το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της σύγκρουσης είναι, τελικά, ότι ο αντίπαλος είναι ειδικά αυτό το τέρας (η ίδια η κυβέρνηση των ΗΠΑ στέκεται ελαφρώς «ουδέτερη») η έκβαση της σύγκρουσης αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Γιατί θα παραδώσει μαθήματα, θετικά ή αρνητικά, σε πολλούς ανά την υφήλιο. Ακόμη περισσότερο γιατί το διακύβευμα αυτής της σύγκρουσης δεν είναι μόνο οικονομικό. Και ίσως στα κίνητρα της κυβέρνησης Κίρχνερ να έχουν βαρύνει περισσότερο τα πολιτικά κίνητρα, μιας χώρας που μαζί με τη Βραζιλία, τη Βολιβία, και τη Βενεζουέλα ηγούνται μιας λατινοαμερικανικής διεθνοποίησης κόντρα στη διεθνοποίηση που μεθοδεύουν οι ΗΠΑ.
Κι αν είναι αμφιλεγόμενο ποια κίνητρα, τα οικονομικά ή πολιτικά, βαραίνουν στις επιλογές της περονικής Κίρχνερ, είναι βέβαιο και διόλου αμφιλεγόμενο πως τα κίνητρα της αποτροπής οποιουδήποτε συμβιβασμού, από την πλευρά των κατόχων των ομολόγων είναι «πολιτικά», στο βαθμό που από την έκβαση αυτής της σύγκρουσης διακυβεύεται η τύχη και άλλων χρεωμένων χωρών και των πιστωτών τους.
Αλλά με τη σύγκρουση να έχει μόλις ξεκινήσει, μπορούμε ήδη να διακρίνουμε μικρές νίκες (μέσα στην Αργεντινή) και μικρές ήττες (στην άλλη γωνιά του πλανήτη, στην Ελλάδα).
Μέσα στην Αργεντινή η κυβέρνηση γίνεται δέκτης μιας ισχυρής λαϊκής στήριξης στον αγώνα της αυτό, παρ’ ότι δεν πρόκειται για μια κυβέρνηση φιλολαϊκή, με την έννοια που ήθελε ίσως ένα μεγάλο τμήμα της εδώ πολιτικής Αριστεράς, εντός κι εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Μάθημα χρήσιμο για όποιον έχει σκοπό να συγκρουστεί.
Στη δε Ελλάδα, μια κυβέρνηση που έχει επανειλημμένα αποδείξει πως δεν διαθέτει στοιχειωδώς μια αντίληψη του λαϊκού περί δικαίου αισθήματος όπως και του τι παίζεται σήμερα διεθνώς, σπεύδει να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ ταυτιζόμενη με το τέρας εκείνο από το οποίο ακόμη και η Ουάσιγκτον, τυπικά, παίρνει αποστάσεις. Αδιαφορώντας να διδαχθεί οτιδήποτε από την κυβέρνηση μιας χώρας, που απλώς αναζητεί τρόπους, όπως θα έκανε κάθε σοβαρή χώρα, να αποφύγει να χρεωθεί το οικονομικό βάρος μιας παράλογης και κατάφορα άδικης απόφασης ξένου δικαστηρίου, με προφανή πολιτικά κίνητρα…
ΥΓ. Αν, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, τα συμφέροντα της ελληνικής ολιγαρχίας ταυτίζονται απολύτως με αυτά της τρόικας και των πιστωτών και δεν υπάρχει ίχνος υποτέλειας και τυφλού ακολουθητισμού προς τα «αφεντικά» στις επιλογές που κυριαρχούν, να υποθέσουμε πως τα συμφέροντα της αργεντίνικης ολιγαρχίας βρίσκονται σε απόλυτη σύγκρουση με τα συμφέροντα των εκεί πιστωτών και αυτό τα εξηγεί όλα; Μήπως υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα στον παραπάνω συλλογισμό;)